Αυτά κι αν ήταν χαρμόσυνα νέα. Η είδηση ότι η ιστορικός τέχνης Συραγώ Τσιάρα αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης εξέπληξε πολύ ευχάριστα όσους περίμεναν να ακούσουν ποια κυρία θα διαδεχθεί την πρόσφατα εκλιπούσα Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Σε κάνει ακόμα και να αντιπαρέρχεσαι το γεγονός ότι δεν προκηρύχθηκε η θέση αλλά έγινε διορισμός προκειμένου να μη μείνει η Εθνική Πινακοθήκη ακέφαλη τους μήνες που θα «έτρεχαν» οι σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Η Τσιάρα μοιάζει μια ιδανική επιλογή, αφενός γιατί έχει πολλά από τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για μια τέτοια θέση, μια μακρά εμπειρία στη διαχείριση μουσείων από διευθυντική θέση με διακριτά θετικά αποτελέσματα σε κάθε ανάληψη καθήκοντος. Μια πολύτιμη εμπειρία που έχει συγκεντρώσει μόλις, θα λέγαμε, στα 54 χρόνια της (γιατί βέβαια είναι πολύ σημαντικό που αναλαμβάνει ένας άνθρωπος που βρίσκεται ακόμα στην «ακμή» του και θα μπορούσε να ανανεώσει τον θεσμό της Εθνικής Πινακοθήκης). Εχουμε και λέμε λοιπόν: Εχει υπάρξει επιμελήτρια της Συλλογής Κωστάκη στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και εργάστηκε για την έρευνα, τη μελέτη, την τεκμηρίωση και την εκθεσιακή προβολή της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ηταν διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης (2007-2020) και της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης από το 2017, ενώ έχει επιμεληθεί και τη δεύτερη διοργάνωσή της «Πράξις. Τέχνη σε Αβέβαιους Καιρούς» το 2009. Μετά τη συνένωση των τεσσάρων μουσείων/χώρων τέχνης της Θεσσαλονίκης το 2018 έγινε αναπληρώτρια διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του MOMus (του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης). Να μην ξεχνάμε ότι συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη προκειμένου να εγκατασταθεί η μόνιμη συλλογή και να ανοίξει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Επίσης διετέλεσε και επιμελήτρια του Ελληνικού Περιπτέρου στην 55η Μπιενάλε της Βενετίας το 2013, όταν τη χώρα εκπροσωπούσε ο εικαστικός Στέφανος Τσιβόπουλος.

Γνώση, εμπειρία και ήθος

Οσον αφορά τα ακαδημαϊκά της προσόντα, η Συραγώ Τσιάρα σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Λιντς στην Αγγλία με την ιστορικό Τέχνης Γκριζέλντα Πόλοκ και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο ΑΠΘ με θέμα τον ρόλο της δημόσιας γλυπτικής στη διαμόρφωση της εθνικής μνήμης (δίδαξε Δημόσια Τέχνη, Ιστορία και Θεωρία της Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας την περίοδο 2003-2006).

Παρ’ όλα αυτά ακούστηκαν ορισμένα επιφυλακτικά σχόλια αναφορικά με τις γνώσεις ή την εμπειρία της κυρίας Τσιάρα όσον αφορά την ελληνική τέχνη του 19ου αιώνα, η οποία αποτελεί έναν βασικό κορμό του περιεχομένου της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. Αυτά απαντώνται ως έναν βαθμό από τη δουλειά της (σχεδιασμό και επιμέλεια) στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, η οποία περιλαμβάνει έργα από τον 19ο αιώνα ως τα μέσα του 20ού αιώνα.

Ισως ακόμα καλύτερα απ’ όσα είπε στο «Βήμα» μια έμπειρη επιμελήτρια στο συγκεκριμένο πεδίο. «Δηλαδή πρέπει να ξέρει πότε γεννήθηκε ο Καντούνης ή ο Κουτούζης για να θεωρηθεί επαρκής; Αυτά είναι αστεία πράγματα. Το σημαντικό είναι ότι ως ιστορικός τέχνης γνωρίζει ποιος είναι καθένας τους και έχει τα εργαλεία να διευθύνει έναν οργανισμό τέτοιου μεγέθους».

Γνώση, λοιπόν, εμπειρία αλλά και ήθος. Είναι εξίσου σημαντικό να πούμε ότι πρόκειται για μια γυναίκα χαμηλών τόνων, με ποιότητα και ουσία ως προς τις επιμελητικές της επιλογές, αλλά και τον τρόπο που διαδρά με τους ανθρώπους που συνεργάζεται.

Δείγματα γραφής

Ενα δείγμα τέτοιας γραφής είναι και το βιβλίο της «Η επιμέλεια του βλέμματος. Σύγχρονη τέχνη και επιμελητική πρακτική» (εκδόσεις Νήσος) που κυκλοφόρησε φέτος. Ενα σημαντικό έργο για την επιμελητική πρακτική σήμερα, που συνιστά τόσο επιστημονικό σύγγραμμα, ένα από τα ελάχιστα που υπάρχουν στην ελληνική βιβλιογραφία, το οποίο όμως εμφορείται από το πνεύμα και τις επιδιώξεις της γράφουσας. Χωρίς στόμφο και θεώρηση αφ’ υψηλού, απευθύνεται όχι μόνο σε καθιερωμένους και επίδοξους επαγγελματίες του είδους, αλλά και σε καθέναν και καθεμία που αγαπά ουσιαστικά τη σύγχρονη τέχνη και θέλει ενδεχομένως να προσεγγίσει σε μεγαλύτερο βάθος τα ζητήματα που θέτει. Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη δουλειά της στην Εθνική Πινακοθήκη. Οπως δηλώνει η ίδια:

«Με αισθήματα ιδιαίτερης τιμής, χαράς και ευθύνης αναλαμβάνω τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου. Ο ρόλος της Εθνικής Πινακοθήκης στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολίτη είναι θεμελιακός. Εκτός από κιβωτός της νεότερης ελληνικής τέχνης, η Εθνική Πινακοθήκη είναι και εργαστήρι σφυρηλάτησης της οπτικής μας ταυτότητας ως έθνους. Χάρη στην άοκνη αφοσίωση, το όραμα και τον δυναμισμό της πρόσφατα εκλιπούσας διευθύντριας, Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, έχει επίσης καταστεί ένα προσφιλές τοπόσημο βιωμένης εμπειρίας, γνώσης και συγκίνησης. Ευχαριστώ την πολιτεία για την εμπιστοσύνη. Θα καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια να ανταποκριθώ επάξια στα νέα μου καθήκοντα».