Έφτασαν  στο σημείο οι Τούρκοι  να επιχειρούν αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο από την πίσω πόρτα με την μέθοδο της επίσκεψης στα κατεχόμενα ξένων ηγετών. Το τελευταίο διάστημα η Άγκυρα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την παρουσία των ξένων ηγετών που επισκέπτονται την Κύπρο τους οποίους καλεί να επισκεφθούν και τα κατεχόμενα. Αφού, λέει βρίσκονται που βρίσκονται στην Κύπρο, ας περάσουν και από τα κατεχόμενα, δίνοντας έτσι έμμεση αναγνώριση στο κατοχικό καθεστώς.  Όχι βεβαίως τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κάτι τέτοιο δεν την παίρνει), αλλά ηγέτες που οι χώρες τους διατηρούν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Πρόκειται για  προκλητική κίνηση κατά παράβαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, που κινείται στη λογική της ύπαρξης δύο κρατών.
Αυτή την προσπάθεια αναγνώρισης του κατοχικού καθεστώτος με διπλωματικό… κόλπο επιχείρησε η Άγκυρα να την κάνει πράξη προσφάτως με την επίσκεψη του ηγέτη των Παλαιστινίων Μαχμούτ Αμπάς στην Κύπρο..
Σύμφωνα με τον «Φιλελεύθερο», ο ίδιος ο Τουρκοκύπριος ηγέτης (φερέφωνο της Άγκυρας) Ερσίν Τατάρ παραδέχθηκε σε συνέντευξή του στο κανάλι Γκεντς, ότι κατά το πρόσφατο ταξίδι του Παλαιστίνιου Προέδρου στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, είχε ζητήσει από τον Αμπάς να μεταβεί και στα κατεχόμενα. Κάτι που τελικά δεν έγινε. Στην προκειμένη περίπτωση ο Τσαβούσογλου επιχείρησε να εκμεταλλευθεί την ειδική σχέση που έχει η Τουρκία με την παλαιστινιακή ηγεσία, προκειμένου να βοηθήσει το κατοχικό καθεστώς.
Την ίδια ώρα έρχεται στη δημοσιότητα η επιστολή του κ. Τατάρ προς τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη (με ημερομηνία 20 Ιουνίου) για τα μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Δεν αλλάζει τίποτα από τις γνωστές αδιάλλακτες θέσεις, προτάσσει όμως  και επιμένει ως προϋπόθεση για τα επόμενα βήματα, την αποδοχή από μέρους της ελληνικής πλευράς της «κυριαρχικής ισότητας», του «ίσου διεθνούς καθεστώτος» και την αναγνώριση των «εγγενή δικαιωμάτων» των Τουρκοκυπρίων. Προϋπόθεση, δηλαδή, για να αρχίσει μια διαδικασία συνομιλιών  είναι η αποδοχή της ύπαρξης δύο κρατών στο νησί. Κάτι βεβαίως που απορρίπτει όχι μόνον οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδος, αλλά ολόκληρη η διεθνής κοινότητα.