Κόσµος πολύς γύρω µου, στην παραλία. Κάθε οικογένεια που έχει έρθει για ένα µπάνιο νοµίζεις πως κάνει κανονική µετακόµιση, µε σκοπό να εγκατασταθεί όλο το καλοκαίρι, µε όλο το νοικοκυριό της, εκεί που σκάει το κύµα: πτυσσόµενα καρεκλάκια, ξαπλώστρες, σκαµνάκια και τραπέζια. Ψυγεία µε µπίρες, πορτοκαλάδες, παγωτά και φαγητά. Ηχεία, µικρές τηλεοράσεις, tablets και άλλα γκατζετάκια. Πάνω από τα κεφάλια µας πετάνε δύο drones. «Δεν έπρεπε να µας ζητήσουν την άδεια;», µε ρωτάει µια φίλη, «δεν είναι παράνοµο να µας κινηµατογραφούν µε το έτσι θέλω; Και έχω πάρει και κιλά!».

Ασυναίσθητα ρουφάω την κοιλιά µου και ισώνω τα µαλλιά µου. Αν είναι να εµφανιστώ στο TikTok, τουλάχιστον να αρέσω. Η µετακόµιση γύρω µου συνεχίζεται: τάβλια, επιτραπέζια παιχνίδια, µπάλες, µπαλίτσες, µπαλάκια, σωσίβια, οµπρέλες και οµπρελίτσες, τέντες και σκηνές, φουσκωτά στρώµατα και βαρκάκια, τρόµπες χειρός, τρόµπες ηλεκτρικές, τρόµπες κάθε είδους. Oλα αυτά για να βραχούµε για µερικά λεπτά και µετά να βυθιστεί καθένας στην οθόνη του κινητού του.

Γι’ αυτό γίνεται η φασαρία: Κουβαλάµε όλη την προίκα µας στην παραλία για να περάσουµε το µεσηµέρι χαζεύοντας στο Facebook. Αν το απόγευµα που θα επιστρέψουµε  στο σπίτι µάς ρωτήσουν «τι χρώµα είχε η θάλασσα;», δεν θα ξέρουµε τι να απαντήσουµε. Μπορεί και να µη θυµόµαστε πως είχαµε πάει στη θάλασσα. Ποιος ασχολείται µε τη θάλασσα; «Θα κάνουµε TikToK, θα κάνουµε TikTok» τραγουδάει και χορεύει µια παρέα εφήβων παραδίπλα γυρίζοντας το βιντεάκι που σε λίγα λεπτά θα ανεβάσει στην εν λόγω πλατφόρµα. Διασκεδάζουν, δεν λέω, και καλά κάνουν. Μόνο µπάνιο δεν κάνουν.

Ξαφνικά µου φαίνονται µακρινά τα καλοκαίρια που πηγαίναµε στην παραλία µόνο µε µια πετσέτα, άντε και µε ένα βιβλίο. Τότε που σπανίως φορούσαµε αντηλιακό και που αν δεν µας µάζευαν στο σπίτι οι οικογένειές µας το µεσηµέρι, θα παθαίναµε εγκαύµατα από την πολύωρη έκθεση στον ήλιο. Τότε είχαµε όλοι άφθονη D, τη βιταµίνη που τώρα λαµβάνουµε σε χάπι γιατί µας λείπει, και ξοδεύαµε κιλά γιαουρτιού, όχι για τη δίαιτά µας αλλά ως κατάπλασµα για να φύγει το κάψιµο. Βγάζαµε ένα ολόκληρο καλοκαίρι µε ένα µαγιό, ένα σορτσάκι, ένα ζευγάρι σαγιονάρες και δύο αλοιφές, µία για τα συγκάµατα και µία για τις τσούχτρες.

Γιατί είχε και τους τραυµατισµούς της η ζωή των Ροβινσώνων. Τώρα έχουµε µαζί µας όλο το φαρµακείο, από ντεπόν µέχρι πρόζακ, σε περίπτωση που πάθουµε καταθλιπτικό επεισόδιο στη µέση της ηλιοθεραπείας. Και χρειαζόµαστε ηµιφορτηγό για να πάρουµε µαζί µας τα απολύτως απαραίτητα. Τις προάλλες οι διπλανοί άναψαν καµινέτο και έψηναν λουκάνικα, ακούγοντας στη διαπασών το «Γουστάρω να ‘σαι αλήτης κι εγώ να ‘µαι µαντάµ». Σκέφτηκα την πιθανότητα να εκραγεί το γκαζάκι, να πάρει φωτιά η πετσέτα µου, να λαµπαδιάσω και να γίνω πρώτη είδηση στην τηλεόραση. Με µουσική υπόκρουση, πάντα, τον αλήτη και τη µαντάµ. Σηκώθηκα, µπήκα στη θάλασσα και άρχισα να αποµακρύνοµαι. Ακόµα πηγαίνω, µη µε αναζητήσετε.