«Είδα τον Τσε μεγάλο, πολύ μεγάλο. Τα μάτια του έλαμπαν έντονα. Αισθάνθη+κάρφωσε σε εμένα το βλέμμα του, ένιωσα να ζαλίζομαι (…) «Ηρέμησε», μου είπε. «Στόχευσε καλά! Πρόκειται να σκοτώσεις έναν άνθρωπο!». Στη συνέχεια, έκανα ένα βήμα πίσω προς την πόρτα, έκλεισα τα μάτια μου και πυροβόλησα».

Με αυτά τα λόγια είχε περιγράψει ο Μάριο Τεράν τις δραματικές στιγμές που προηγήθηκαν της εκτέλεσης, στις 9 Οκτωβρίου 1967, ενός από τους πιο γνωστούς επαναστάτες όλων των εποχών, του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Το πάτημα της σκανδάλης (κάτι που έκανε μισομεθυσμένος, σύμφωνα με τις πληροφορίες) ήταν μία πράξη η οποία τον σημάδεψε ανεξίτηλα – όπως και όλη την ανθρωπότητα. Και ταυτόχρονα, ένα βάρος από το οποίο δεν μπόρεσε να απαλλαγεί μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή, στην πόλη Σάντα Κρουζ της Βολιβίας, σε ηλικία 80 ετών και μετά από μακρά ασθένεια. «Ηταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου», είχε πει ο ίδιος αργότερα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις τύψεις και τις ενοχές που τον συντρόφευαν από τότε, μαζί με τη φωτογραφία του νεκρού επαναστάτη, με τις πληγές από τις σφαίρες στο στήθος με τα μάτια ανοιχτά.

Η διαταγή της CIA

Η δολοφονία του 39χρονου τότε Τσε είναι κάτι το οποίο, με βάση και τη δική του ομολογία, οι ιστορικοί έχουν χρεώσει στον Τεράν, ως φυσικό αυτουργό. Στην πραγματικότητα, όμως, ουδείς διαφωνεί πως ήταν η Ουάσιγκτον και η CIA που, μέσω του τότε προέδρου της Βολιβίας, έδωσαν την εντολή να βγει από τη μέση ο Τσε, τον οποίο είχε συλλάβει την προηγούμενη ημέρα τραυματισμένο και μετά από σκληρή μάχη ο στρατός της Βολιβίας. Φοβούμενοι, προφανώς, ότι ενδεχόμενη δίκη του θα μπορούσε να μετατραπεί σε μπούμερανγκ και να ξεσηκώσει κύμα παγκόσμιας συμπαράστασης ή ακόμη και νέων εξεγέρσεων. «Απλώς εκπλήρωσε το καθήκον του, ως λοχίας του στρατού», δήλωσε επιβεβαιώνοντας τον θάνατο του Τεράν στο Radio Companera ο απόστρατος στρατηγός Γκάρι Πράδο.

Ηταν ο αξιωματικός ο οποίος ηγούνταν της μονάδας η οποία εντόπισε και συνέλαβε, μετά από κυνήγι αρκετών μηνών, τη μικρή ομάδα του αργεντινού επαναστάτη. Του αχώριστου συντρόφου του Φιντέλ Κάστρο στην ανατροπή του δικτάτορα Μπατίστα και την κατάληψη της εξουσίας, την Πρωτοχρονιά του 1959, καθώς και στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της νέας, σοσιαλιστικής Κούβας, πρωταγωνιστώντας και στην απόκρουση της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων. Μόνο που σύντομα σχετικά, ο πάντα ανήσυχος και ασυμβίβαστος Τσε επέλεξε να μη δηλώσει ικανοποιημένος από τα όσα είχαν γίνει στην Κούβα και να επιδιώξει την «εξαγωγή» της επαναστατικής εμπειρίας σε άλλες χώρες, στη Λατινική Αμερική και την Αφρική – όπου έκανε και την τελευταία δημόσια εμφάνισή του, με ομιλία στο Αλγέρι στις αρχές του 1965.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν δίστασε να ασκήσει δημοσίως κριτική στην ΕΣΣΔ και το «σοβιετικό μοντέλο», όπως και στα πιστά προς αυτό ΚΚ της εποχής. Ηταν κάτι που – όπως και η συνολική του δράση – είχε προκαλέσει την έντονη δυσφορία και αντίδραση της Μόσχας, η οποία διεμήνυσε στον Φιντέλ και την Αβάνα πως έπρεπε πάση θυσία να «τον μαζέψουν». Ισως, όπως λένε ορισμένοι, αυτό να αποτέλεσε και τη μοιραία του επιλογή, καθώς τον άφησε ουσιαστικά απροστάτευτο. Οι σφαίρες από το όπλο του λοχία Τεράν ήταν απλώς η φυσική κατάληξη…