[…] Ακόμα και η πρώτη φορά επανάληψη είναι. «Κι αν όλα έχουν γραφτεί, πρέπει να ξαναγραφτούν από την αρχή. Αλλά πώς; Από κάτω θα φαίνονται οι ουλές» έχει πει η Αρβελέρ.

Το σχολιάζω, γιατί συμβαίνει πράγματι, κάτω από καθετί που επιχειρώ να ξαναγράψω από την αρχή, να φαίνονται καθαρά οι ουλές. Και ανησυχώ μήπως φταίει αποκλειστικά η γραφή που χρησιμοποιώ, μήπως την προμηθεύτηκα από καμιά πλανόδια νοθευμένη μέθοδο και δεν περιέχει τα μεγαλειώδη συστατικά του χρόνου, τα εγκεκριμένα από τον Σοφοκλή:

άπανθ’ ο μακρός καναρίθμητος χρόνος

φύει τ’ άδηλα και φανέντα κρύπτεται*

Ο χρόνος. Μακρύς. Αναρίθμητος και ταχυδακτυλουργός μέγας. Εντυπωσιακό το νούμερο όπου κλείνει τη μόνιμη συνεργάτιδά του, τη φθορά, σ’ ένα ξύλινο μπαούλο. Πειστικά την πριονίζει κάθετα από πάνω έως κάτω, περιμένεις, εύχεσαι να τη δεις κομμένη στα δύο. Αλλά εκείνη βγαίνει σώα, χαμογελαστή υποκλίνεται, την αποθεώνουν τα χειροκροτήματα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο βίος είναι ένα ακούραστο ενθουσιώδες χειροκρότημα σε ό,τι τον πριονίζει, σε ό,τι τον φθείρει.

Ο παρηγορητικός χρόνος. Όταν φεύγει, μας αφήνει το τηλέφωνό του. Απαντάει πάντα η στενογράφος του: η μνήμη. Ποτέ ο ίδιος.

Η μνήμη. Αφανής ψυχοθεραπεύτρια. Διά του υπνωτισμού θεραπεύει από τη νόσο του τελεσίδικου κάθε τελειωμένο, κάθε απώλεια, προκαλώντας έτσι μια περιληπτική προσδοκώμενη Δευτέρα παρουσία τους. Κατακόμβη επίσης η μνήμη, όπου φυλάσσονται ανεκπλήρωτες επιθυμίες, και σαν «σώματα ωραίων νεκρών που δεν εγέρασαν μοιάζουν».

Εκεί κάτω βρέθηκε και το εικόνισμα με το μισοφαγωμένο πρόσωπο της νοσταλγίας, που λένε πως, άμα το πιστέψεις, πικραίνεσαι θαυματουργά.

Ας λέει ο Μάρκος Αυρήλιος: «παν εφήμερον, και ο μνημονεύων και το μνημονευόμενον». Εγώ επιμένω να θυμάμαι, γιατί είμαι ευσυνείδητη. Θέλω να γίνω ένας έντιμος, διακεκριμένος πλαστογράφος της διάρκειας.

Παν εφήμερον. Λήθη επομένως. Μούσα των ενοχών μας. Εγκληματικής απληστίας πλάσμα. Μεθοδεύει τον γρήγορο θάνατο της μνήμης, για να της αρπάξει ό,τι εκείνη κρυφά αποταμιεύει, να το δώσει στην άπορη παραμυθία.

Το επιχείρημα της λήθης για το λυσσαλέο κύρος που συσσωρεύει είναι ότι μ’ αυτό παρασκευάζει γιατρικό που θεραπεύει τις λύπες. Το ίδιο ακριβώς θεραπευτικό προϊόν δηλαδή που διαφημίζει η ανυπαρξία.

* Όλα, μακρύς ο χρόνος κι αναρίθμητος, τ᾽ άδηλα φανερώνει, τα φανερά τα κρύβει (Σοφοκλής, Αίας, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη).

 
 

Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από τον εισιτήριο λόγο που είχε εκφωνήσει η Κική Δημουλά, όταν κατέστη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (δημόσια συνεδρία της 11ης Νοεμβρίου 2003). Ο λόγος της σπουδαίας ποιήτριας έφερε τον τίτλο «Ο φιλοπαίγμων μύθος» (πηγή: Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, digitallibrary.academyofathens.gr).

Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά (Βασιλική Ράδου το πατρικό της) απεβίωσε στις 22 Φεβρουαρίου 2020, σε ηλικία 89 ετών.