Δύο δημοσκοπήσεις με σχεδόν ίδια στοιχεία ως προς την πρόθεση ψήφου, έρχονται να βάλουν φωτιά στο πολιτικό σκηνικό.

Γιατί μπορεί κάποιοι να αμφισβητούν τα δεδομένα που δίνουν τέτοιες έρευνες, ωστόσο, η εικόνα της στιγμής που αποτυπώνεται μπορεί να οδηγήσει σε πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα για τα κόμματα.

Από τη μια η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιεί τη μεγάλη δημοσκοπική διαφορά με την αξιωματική αντιπολίτευση ώστε να μην κάνει αυτά που θα έπρεπε να κάνει. Να είναι δηλαδή μια «μαγική εικόνα» της κοινωνίας που βράζει αλλά που οι κυβερνώντες δεν το αντιλαμβάνονται.

Από την άλλη και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ερμηνεύει τα δημοσκοπικά ευρήματα κατά το δοκούν με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται ότι έχει χάσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας και δύσκολα μπορεί να το ξανακερδίσει.

Από τις δημοσκοπήσεις της Metron Analysis για το Mega και της Pulse για τον Σκάι, αυτό που μπορεί να πει κάποιος με σιγουριά είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς και ειδικά το ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ, μπορεί να αποτελέσει την «κρίσιμη μάζα» για όποτε γίνουν εκλογές.

Ένα κόμμα με ποσοστό κοντά στο 10% ή και πάνω από αυτό ασφαλώς μπορεί να αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα καθώς «κλέβει» ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα προκαλεί «ανησυχία» στη Νέα Δημοκρατία ως προς τη δύναμη που θα έχει και τις συμμαχίες που μπορεί να επιλέξει όταν έρθει εκείνη η ώρα.

Αν θα ήθελε κάποιον να αναλύσει τα δεδομένα των δύο δημοσκοπήσεων θα κατέληγε σε ένα βασικό συμπέρασμα: Ότι η Νέα Δημοκρατία αντέχει πολιτικά, παρά τα λάθη που έχει κάνει, ειδικά στη διαχείριση της πανδημίας.

Οι απώλειες είναι σημαντικές κι αν δεν τις «διαβάζουν» στο Μαξίμου κάνουν μεγάλο λάθος. Κυρίως δε αν μένουν μόνο στην πρόθεση ψήφου και παραμερίζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων.

Από την άλλη, είναι φανερή η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών από την διακυβέρνηση 2,5 ετών της Νέας Δημοκρατίας. Μάλιστα, στην Κουμουνδούρου θα πρέπει να ανησυχούν για τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά που παίρνουν, αλλά και για το γεγονός ότι ένα νέο… ΠΑΣΟΚ μπορεί να οδηγήσει σε επαναπατρισμό ψηφοφόρων κυρίως από τον δικό τους χώρο.

Αναλυτικά, τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων δείχνουν:

Νέα Δημοκρατία

Είναι προφανές ότι στη Νέα Δημοκρατία δηλώνουν ευχαριστημένοι από τη δημοσκοπική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ είτε είναι λίγο κάτω από 10 μονάδες είτε είναι διψήφιο το ποσοστό. Και είναι ευχαριστημένοι διότι η αξιωματική αντιπολίτευση δείχνει ανίκανη να τους απειλήσει. Δείχνει αδύναμος ο Αλέξης Τσίπρας να κερδίσει από τα δικά τους λάθη.

Κι αν είναι ευχής έργον για το Μαξίμου ότι η διαφορά είναι μεγάλη, δεν θα έπρεπε να είναι χαρούμενοι με τις επιμέρους απαντήσεις των πολιτών. Η πλειονότητα κρίνει πλέον αρνητικά το έργο της κυβέρνησης ως προς την πανδημία, ενώ υπάρχουν και σοβαροί προβληματισμοί για θέματα όπως η ακρίβεια, η οικονομία γενικότερα, τα εργασιακά, η ανεργία.

Φαίνεται, πάντως ότι η Νέα Δημοκρατία κερδίζει τους πολίτες επειδή σε περιόδους κρίσης αυτοί στηρίζουν την κυβέρνησή τους και… αργότερα κάνουν ταμείο.

Από την άλλη, οι πολίτες δεν επιλέγουν να αντιδράσουν δυναμικά σε επιμέρους θέματα, όπως η οικονομία και η τσέπη τους, επειδή τους απασχολεί το μείζον, δηλαδή η διαχείριση της πανδημίας.

Ουσιαστικά η κυβέρνηση είναι κερδισμένη επειδή οι πολίτες δεν θέλουν πολιτική αλλαγή εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης. Ισως αυτό να γίνει αργότερα και ίσως αυτό που θα πρέπει να ανησυχεί τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι δεν εκμεταλλεύεται την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και δεν προχωρά σε τομές οι οποίες θα βελτίωναν τη ζωή των πολιτών.

Ενδεχομένως, να μην έχουν πολλοί υπουργοί τη δύναμη να προχωρήσουν σε ριζικές αλλαγές, απορροφημένοι από τη διαχείριση της πανδημίας.

Όμως, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει παντοτινό άλλοθι για την κυβέρνηση. Και όσο η κατάσταση με τον κοροναϊό ξεφεύγει τόσο θα μεγαλώνει η δυσαρέσκεια. Ειδικά αν υπάρχουν νέα lockdown στον ορίζοντα.

ΣΥΡΙΖΑ

Ο δεύτερος και καταϊδρωμένος θα πρέπει να είναι και ο πιο προβληματισμένος από τις δημοσκοπήσεις. Και αυτό γιατί την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κηρύξει ανένδοτο κατά της κυβέρνησης, την ώρα που έχει υψώσει τους τόνους και μιλά για εγκλήματα με αφορμή την πανδημία, την ώρα που χαρακτηρίζει ακραία νεοφιλελεύθερη την κυβέρνηση, δεν μπορεί να κερδίσει τους πολίτες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να βλέπει κάποια θετικά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων. Μπορεί να βλέπει ότι η Νέα Δημοκρατία σιγά – σιγά χάνει δυνάμεις, αλλά αυτό είναι το δικό του άλλοθι.

Ένα κόμμα που μιλά ήδη για τη δυνατότητά του να επανέλθει στην εξουσία σύντομα, δεν μπορεί να έχει αυτή την εικόνα. Μια εικόνα ενός αδύναμου κόμματος, που δεν μπορεί να εκπέμψει το νέο μήνυμα (αν υπάρχει) που θα έπρεπε να έχει.

Οι πολίτες δείχνουν να μην εμπιστεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα 2,5 χρόνια που έχουν περάσει από τις εκλογές του 2019.

Δείχνουν να αποδοκιμάζουν την αντιπολιτευτική τακτική του, να μην αποδέχονται ότι μπορούν να ξανακυβερνήσουν.

Δείχνουν επίσης την αποδοκιμασία τους και στον Αλέξη Τσίπρα και σε πρωτοκλασάτα στελέχη που δεν μπορούν να τους πείσουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει αφενός να πληρώνει την αδυναμία του να αλλάξει, παρ’ ότι είχε το χρόνο, και αφετέρου πληρώνει το γεγονός ότι οι πολίτες συσπειρώνονται στην κυβέρνησή τους εν μέσω πανδημίας διότι δεν έχουν άλλο «αποκούμπι».

Ακόμη δηλαδή κι αν η ΝΔ κάνει λάθη, ο κόσμος δεν πιστεύει τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αρνείται να μπει στη λογική του «σκληρού ροκ», θέλει προτάσεις ουσίας κι όχι κορώνες και «τσιτάτα».

Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει κολλημένος σε μια πολιτική γραμμή η οποία ενώ αποδοκιμάστηκε το 2019 συνεχίζει να είναι κεντρική πολιτική επιλογή της Κουμουνδούρου.

Πληρώνει την έλλειψη ανανέωσης σε πρόσωπα και προτάσεις, κι αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε πίσω από τις αδυναμίες της ΝΔ, ούτε πίσω από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που δείχνουν μερική αποδόμηση της κυβέρνησης.

Συμπέρασμα; Η δημοσκοπική διαφορά θα παραμένει μεγάλη και διψήφια ακόμη κι αν η ΝΔ χάνει δυνάμεις. Κι αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καθηλωμένος, δεν μπορεί να κερδίσει ούτε ψηφοφόρους που πήγαν το 2019 στη ΝΔ ούτε κεντρώους και κεντροαριστερούς που αισθάνονται προδομένοι από την «κυβερνώσα Αριστερά» του 2015-2019.

ΚΙΝΑΛ

Το μεγάλο στοίχημα και το μεγάλο ερωτηματικό ακούει στο όνομα ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ. Ο αδόκητος και ξαφνικός θάνατος της Φώφης Γεννηματά και οι διεργασίες για την εκλογή νέας ηγεσίας στο κόμμα, φέρνουν νέο ενδιαφέρον στο χώρο. Είναι δεδομένο ότι ο νέος πρόεδρος στο ΠΑΣΟΚ, όποιος κι αν είναι αυτός, μπορεί να συσπειρώσει έναν κόσμο που θέλει τον «τρίτο δρόμο». Που δεν θέλει να ψηφίσει δηλαδή ξανά Μητσοτάκη αλλά και δεν θα επέστρεφε ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ένα ποσοστό κοντά ή πάνω από 10% θα μπορούσε να είναι το χαρτί στα χέρια του νέου αρχηγού ώστε να «απογειώσει» το κόμμα τους.

Τώρα, αν θα καταφέρει να διαγκωνιστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δεύτερη θέση, αυτό μοιάζει πολύ δύσκολο. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να φοβίσει την Κουμουνδούρου η οποία βλέπει διαρροή ψηφοφόρων προς το ΠΑΣΟΚ.

Σίγουρα, ένα ισχυρότερο τρίτο κόμμα θα έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στις επόμενες εκλογές, λόγω του εκλογικού νόμου.

Αν δηλαδή η ΝΔ συνεχίσει να φθείρεται, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος κάτω από 20% και το ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ δυναμώνει (μαζί του και άλλα μικρότερα κόμματα) τότε δεν αποκλειόταν ένα πολιτικό σκηνικό κατακερματισμένο.

Ένα σκηνικό με τα πρώτα δύο ή τρία κόμματα να έχουν χαμηλά ποσοστά, ή έναν πολύ αδύναμο δικομματισμό που θα είχε ανάγκη συνεργασιών για να υπάρξει σταθερή κυβέρνηση.

Τέλος, αναφορικά με τα άλλα κόμματα, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Οι κινήσεις που γίνονται δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, με τη δημιουργία «πατριωτικών» κομμάτων, δεν δείχνουν ικανές να πλήξουν τον κ. Μητσοτάκη.

Ακόμη και όσοι επιχειρούν να εκμεταλλευτούν το «ψεκασμένο» κοινό ή το αντιεμβολιαστικό κίνημα, δεν δείχνουν ικανοί να γίνουν ισχυροί μέσα στην κοινωνία. Ενδεχομένως, ο χώρος αυτός να ψάχνει έναν ηγέτη που θα τους «μαζέψει», κάτι που στον ορίζοντα δεν υπάρχει.