Οσοι κατά καιρούς ασχολούνται με το ζήτημα του χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης, είτε από θέσεις υπευθύνων, είτε ως παρατηρητές ενός κοινωνικού φαινομένου, είτε εσχάτως και ως αυτόκλητοι «σωτήρες», παρουσιάζουν συνήθως την εικόνα ενός προβλήματος, με προφανείς και εύκολες λύσεις, για τις οποίες αρκεί το προσωπικό τους «μαγικό ραβδί». Η ίδια όμως η εμπειρία δεκάδων νόμων τα τελευταία 20 χρόνια, σχετικών με την «επιτάχυνση» της απονομής της Δικαιοσύνης, από διαφορετικές κυβερνήσεις και νομοθετικά σώματα, μας δίνει σοβαρά επιχειρήματα για να αποφανθούμε ότι ένα πολυπαραγοντικό και αληθινό πρόβλημα δεν μπορεί να έχει λύσεις μεταφυσικές. Πολύ δε περισσότερο, όταν «μαθητευόμενοι μάγοι» της επιτάχυνσης έχουν επανειλημμένα προκαλέσει με νομοθετικές τους επιλογές εμφράγματα στο δικαιοδοτικό μας σύστημα.
Βολικό, αλλά ανώφελο, υπήρξε στο παρελθόν το «blame game» των αιτιών της καθυστέρησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κοινωνία έχει γίνει πολλές φορές παρατηρητής βελούδινων ή και σκληρών αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβερνήσεων, δικαστικών ενώσεων, δικηγορικών συλλόγων και δικαστικών υπαλλήλων για τον χρόνο απονομής της Δικαιοσύνης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η εκτελεστική εξουσία επέλεξε να κατασκευάσει έναν τεχνητό εχθρό, έναν επικοινωνιακά διαχειρίσιμο «αποδιοπομπαίο τράγο» κατά του οποίου έπρεπε να στραφεί η νομοθετική πρωτοβουλία, προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία κοινωνική συναίνεση πριν από κάθε αλλαγή, αλλά και η κοινωνική ανοχή πριν από την προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Πάντα κάποιος «άλλος» φταίει που δεν θέλει την αλλαγή, πάντα κάποιος άλλος που η αλλαγή δεν έφερε αποτέλεσμα. Στο στόχαστρο αυτό μπήκαν κατά καιρούς τόσο οι δικαστικοί λειτουργοί όσο και οι δικηγόροι και οι υπάλληλοι.
Βολικό, αλλά ανώφελο, είναι να γίνεται συζήτηση για βαθιά θεσμικά ζητήματα με συνθηματικούς όρους. Επιτάχυνση, μεταρρύθμιση, αξιολόγηση χαϊδεύουν τα αφτιά ως αόριστες έννοιες, όταν όμως προσλαμβάνουν υλικό περιεχόμενο μπορούν να σημαίνουν ταυτόχρονα προχειρότητα, κατάργηση θεσμικών εγγυήσεων ή δυσανεξία στη διάκριση εξουσιών. Πόσο καλά γνωρίζει άραγε η ελληνική κοινωνία ότι η αξιολόγηση των δικαστών και εισαγγελέων υφίσταται και λειτουργεί αδιάκοπα σε όλο τον υπηρεσιακό τους βίο; Οτι ο πειθαρχικός έλεγχος – και δη στον χρόνο έκδοσης αποφάσεων – είναι ιδιαίτερα αυστηρός και έχει αποτελέσματα αδιανόητα για τον δημόσιο τομέα; Κατανοούν άραγε οι ιθύνοντες ότι η πραγματική ανάγκη για ταχύτητα δεν μπορεί να υπονομεύει ούτε την πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, ούτε τις θεσμικές εγγυήσεις ποιότητας στο δικαιοδοτικό αποτέλεσμα; ‘Η ότι οι μεταρρυθμίσεις καθίστανται απλό ευχολόγιο αν δεν συνεπάγονται και κάποιο κόστος για τον κρατικό κορβανά;
Ωφέλιμη υπέρβαση θα είναι να πάψει η εκτελεστική εξουσία να νιώθει άβολα με τον διάλογο. Προτάσεις για μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την αποδοτικότητα του συστήματος έχουν κάνει επανειλημμένα οι δικαστές και εισαγγελείς: Ο θεσμός της δικαστικής διαμεσολάβησης, δηλαδή της προσπάθειας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, υπό την εγγύηση όμως της παρουσίας δικαστικού λειτουργού, μπορεί να αποσυμφορήσει με τρόπο ουσιαστικό, χωρίς να εμποδίζει τη δικαστική προστασία των κοινωνικά αδύναμων. Η λειτουργία ειδικού σώματος δικαστικής αστυνομίας εξειδικευμένης για ζητήματα συλλογής αποδεικτικού υλικού μπορεί να εγγυηθεί την απεμπλοκή από την ατέρμονη γραφειοκρατία. Σύγχρονη δικαιοσύνη δεν νοείται χωρίς την υλοποίηση των διαχρονικών υποσχέσεων για παροχή ψηφιακών μέσων και ενοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής κατάθεσης, παρακολούθησης δικογραφίας και αρχείων αποφάσεων όλων των δικαστηρίων, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να παραμένει ανθρώπινο έργο και όχι έργο των κρύων λογισμικών της «Τεχνητής Νοημοσύνης».
Αναγκαία είναι ακόμη και η μείωση του βαθμού αναβίωσης του ίδιου δικαιοδοτικού αντικειμένου πολιτικών ή ποινικών υποθέσεων: στην πολιτική δίκη η ύπαρξη μόνιμου σώματος ειδικών επιστημόνων για να επικουρούν τον δικαστή μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση άρτιων και απροσμάχητων από ένδικα μέσα αποφάσεων, ήδη από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ στην ποινική δίκη νευραλγικής σημασίας είναι η επένδυση στην ποιότητα του σωφρονιστικού μας συστήματος. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η ευχή για νομοθετική αυτοσυγκράτηση προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης σταθερών και μακρόπνοων κανόνων, ιδίως στα βασικά μας νομοθετήματα, που τα τελευταία χρόνια δέχονται αλλεπάλληλες και αντιφατικές τροποποιήσεις.
Εν τέλει, η απονομή της Δικαιοσύνης θα έχει ελπίδες να εισέλθει επιτυχώς στον 21ο αιώνα μόνο αν δεν υπάρχει «face control» στο κατώφλι του. Οι λύσεις δεν αναζητώνται επιτυχώς στη μόδα των κάθε λογής εξωθεσμικών «think tanks», άγνωστων συμφερόντων και εξαρτήσεων. Ανώτατα Δικαστήρια, δικαστικές ενώσεις, δικηγόροι και υπάλληλοι είναι αυτοί που πρέπει να βρίσκονται – σε μόνιμη και θεσμοθετημένη βάση – στο τραπέζι του διαλόγου με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, χωρίς αποκλεισμούς ή επιλογή συνομιλητών. Καταγραφή προβλημάτων, αξιολόγηση και ιεράρχηση, προτάσεις λύσεων, αναπροσαρμογή με βάση τα αποτελέσματα. Ολοι έχουν να κερδίσουν: οι κυβερνώντες γιατί θα έχουν διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο κράτους δικαίου για τους πολίτες. Οι δικαστικοί λειτουργοί γιατί θα παύσουν να γίνονται οι κυματοθραύστες μιας κοινωνικής αγανάκτησης που δεν έχουν προκαλέσει. Πάνω από όλους οι πολίτες, γιατί θα μπορούν να ζουν και να αναπτύσσονται μέσα σε μια πραγματική Δημοκρατία, που υπάρχει μόνο με ανεξάρτητη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη.
*Ο κ. Παντελής Μποροδήμος είναι γραμματέας της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.