Και τώρα; Τι θα γίνει η Ελλάδα χωρίς τον Μίκη; Τι θα είναι η πατρίδα μας χωρίς το τελευταίο μεγάλο σύμβολό της;

Τώρα που δεν έχουμε Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζηδάκι, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσο τι θα κάνουμε;

Τώρα που η μαγική φωνή της Μαρίας Κάλλας έχει σιγήσει εδώ και χρόνια;

Τώρα που το μπουζούκι του Τσιτσάνη και του Ζαμπέτα «κλαίει» τους καημούς του λαού μας στον άλλο κόσμο, αλλά όχι εδώ, σε εμάς, πώς θα ζήσει η Ελλάδα μας;

Τώρα που οι ουράνιες φωνές του Μπιθικώτση, του Ξυλούρη και του Καζαντζίδη ακούγονται μόνο περιστασιακά, πώς θα χτίσει η πατρίδα μας το μέλλον της;

Χώρα που δεν έχει συνέχεια στον πολιτισμό της, στη μουσική της δεν έχει απλά μέλλον.

Τώρα που χαιρετήσαμε με δάκρυα στα μάτια όλοι μας τον Μίκη Θεοδωράκη, ίσως είναι η ώρα της περισυλλογής. Και μια ακόμη αφορμή να αλλάξουμε το μέλλον μας.

Αν ρωτήσεις σήμερα έναν 15χρονο ποιος ήταν ο Μίκης και ποιος ο Μάνος, είναι σίγουρο ότι δεν θα ξέρουν. Αν ρωτήσεις έναν 20χρονο ή και λίγο παραπάνω πιθανότατα κάτι να του θυμίζουν τα ονόματα. Ισως να τα ξέρουν μόνον οι μυημένοι στην ελληνική μουσική και οι πολιτικοποιημένοι.

Οι νέες γενιές δεν έχουν μάθει αυτή τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής ποίησης και της μουσικής. Δεν γνωρίζουν την τεράστια προσφορά αυτών των «γιγάντων» που έκαναν γνωστή την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου.

Δεν ξέρουν την Ιστορία του τόπου που είναι συνυφασμένη με αυτά τα πρόσωπα. Κι αδιαφορούν για το αν ο Μίκης πλέον πέρασε στην αιωνιότητα.

Οι περισσότεροι δεν μπορούν να σιγοψιθυρίσουν τα τραγούδια του Μίκη και να μάθουν τους μοναδικούς στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Μάνου Ελευθερίου.

Κι αυτό δυστυχώς το έλλειμμα παιδείας είναι που πληρώνει η χώρα μας. Και θα πληρώνει για δεκαετίες.

Η Ελλάδα σκοτώνει τα σύμβολά της. Ξεχνά τους σημαντικούς και αποθεώνει το τίποτε.

Οσο κι αν η σκιά του Μίκη είναι τεράστια, όσο κι αν η μουσική του θα ακούγεται πάντα, αυτό που θα ξεχαστεί είναι η συμβολή του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα του τόπου.

Και δυστυχώς τα όνειρα δεν μπορούν να πάρουν εκδίκηση όσο δεν υπάρχουν προσωπικότητες όπως ο Μίκης.

Ανθρωποι δηλαδή που θα πάρουν το λαό από το χέρι και θα γίνουν μπροστάρηδες στους κοινωνικούς αγώνες που είναι πάντα απαραίτητοι. Για το δίκιο, για την κοινωνική Δικαιοσύνη, για την πλέρια Δημοκρατία, για την ελευθερία του τόπου μας από φανερούς και αφανείς εχθρούς και εισβολείς.

Με «μικρούς» πολιτικούς, με βολεμένη ή ανύπαρκτη την πολιτιστική παραγωγή και με έναν λαό κοιμισμένο, τα όνειρα των λίγων παραμένουν όνειρα ή εκδικούνται με λάθος τρόπο.

Με το θάνατο του Μίκη, δυστυχώς χάνεται η έμπνευση που έχει ανάγκη ο ελληνικός λαός. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που μεγαλώνει επειδή η Παιδεία δεν δίνει τη δυνατότητα στους νέους να μάθουν. Να διαβάσουν, να ακούσουν, να νιώσουν στην καρδιά τους τι σημαίνει διαρκής αγώνας για το καλύτερο.

Η Κρήτη είναι το ιδανικό τελευταίο σπίτι για τον μεγάλο Μίκη. Ας γίνει και ο δρόμος που θα ανοίξει για να μην σκοτώνουμε τα σύμβολά μας. Για να μην τα θάβουμε μαζί με τα θνητά σώματά τους.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη από σύμβολα, από μεγάλες αγκαλιές σαν του Μίκη. Οσοι μεγαλώσαν με τα τραγούδια του τα επικά, έσφιξαν τη γροθιά τους καταλαβαίνουν.

Αλλά κι όσοι δάκρυσαν με τα λυρικά του τραγούδια, όσοι ερωτεύτηκαν, όσοι ονειρεύτηκαν με τη «Νύχτα Μαγικιά», με την «Όμορφη Πόλη», μπορούν να καταλάβουν το μέγεθος της απώλειας και το δυσαναπλήρωτο κενό.

Γι’ αυτό είναι περισσότερο επιτακτικό από ποτέ να… αναστήσουμε τα σύμβολά μας. Χωρίς κομματικές παρωπίδες αλλά με τον τρόπο που τους αξίζει.

Να τους διδάσκουμε στα παιδιά μας, να τους μαθαίνουμε την ιστορία τους, την ιστορία του τόπου μας. Να γίνουν «μόδα» ο Μίκης, ο Μάνος και κάθε άλλος σπουδαίος που πέρασε από αυτόν τον τόπο.

Ας μην σκοτώσουμε οριστικά τα σύμβολά μας, λοιπόν. Είναι ζήτημα επιβίωσης του τόπου μας.

Ενα ταπεινό «αντίο» στον Μίκη. Που έκανε τα όνειρά μας να έχουν νόημα..