[…]

Ο αγώνας μας θα συνεχισθεί. Τα τρία χρόνια που πέρασαν απέδειξαν ότι ο λαός μας δεν κάμπτεται και δεν λυγίζει κάτω από οποιεσδήποτε δυσκολίες και αντιξοότητες, επί τρία χρόνια ζούμε καθημερινά ένα μεγάλο δράμα. Τάφοι και σταυροί, που πάνω τους σκύβουν και θρηνούν μαυροντυμένες μάνες, αγνοούμενοι, που αγωνιούμε για την τύχη τους, εγκλωβισμένοι, που ανησυχούμε για τη διαβίωσή τους, κατοχή εδαφών μας, ξερίζωμα αδελφών μας, βεβήλωση των ιερών μας αποτελούν πτυχές του μεγάλου κυπριακού δράματος.

Αναρίθμητα δεινά και συμφορές, ερείπια και καταστροφές επέφερε στην Κύπρο ο τουρκικός Αττίλας. Αντιμετωπίσαμε κίνδυνο φυσικού και εθνικού αφανισμού. Και πολλοί πιθανώς νόμισαν ότι με την επέλαση του τούρκου εισβολέα έφθανε το τέλος του κυπριακού ελληνισμού. Απέδειξε, όμως, ο λαός μας ότι διαθέτει πλούτο αρετής, δυναμισμό και ζωτικότητα. Και θα ζει εις τους αιώνες και ποτέ δεν θα χαθεί. Γιατί δεν χάνονται οι λαοί που θέλουν να ζήσουν και αγωνίζονται να ζήσουν.

Οι θλιβερές επέτειοι της προδοσίας και της εισβολής κεντρίζουν έντονα τη σκέψη, που με οδύνη στρέφεται στις σκλαβωμένες περιοχές της νήσου μας και η θύμησή τους είναι προσκλητήριο σε αγώνα για το ξεσκλάβωμά τους. Δεν ξεχνούμε τα σκλαβωμένα χωριά και τις πόλεις μας. Δεν ξεχνούμε τους σκλαβωμένους τόπους, που πάνω τους είναι κτισμένοι βωμοί και εστίες μας και μέσα τους είναι θαμμένοι γονιοί και πρόγονοί μας.

Αντιστασιακό πνεύμα και αγωνιστική πορεία είναι η επιταγή των δύο μαύρων επετείων, που έχουν συνδεθεί με τα αίτια και τα αιτιατά του εθνικού μας δράματος. Αλλά ποια ήταν η εξέλιξη του δράματος της Κύπρου στα τρία χρόνια, που μας πέρασαν, και ποιες οι προοπτικές για λύση του; Ποια, με άλλα λόγια, ήταν μέχρι τώρα η πορεία του κυπριακού προβλήματος; Απογοητευτική είναι η απάντηση. Ουδεμία απολύτως πρόοδος εσημειώθη.

Αλλεπάλληλοι κύκλοι διακοινοτικών συνομιλιών προσέκρουσαν στην τουρκική αδιαλλαξία και δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο χρόνος των συνομιλιών χρησιμοποιείται από τουρκικής πλευράς για την άνετη παγίωση τετελεσμένων γεγονότων και για τη συγκάλυψη διχοτομικών σχεδίων.

Και έχω τη γνώμη, ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν οι συνομιλίες, αν η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν είναι έτοιμη να υποβάλει σαφείς προτάσεις για όλες τις πτυχές του προβλήματος. Διαφορετικά, θα συνεχισθεί η τουρκική παρελκυστική πολιτική και άκαρπες θα είναι οι συνομιλίες. Αν οι συνομιλίες δεν επαναληφθούν, ποια θα είναι η άμεση ενέργειά μας; Θα προσφύγουμε ξανά στα Ηνωμένα Έθνη. Δεν αναμένουμε, βέβαια, από τα ψηφίσματα του Διεθνούς Οργανισμού άμεση ή αυτόματη λύση του προβλήματός μας, αλλά και δεν πρέπει να υποτιμούμε την αξία των ψηφισμάτων. Η προσφυγή μας στα Ηνωμένα Έθνη είναι και ενέργεια για την περαιτέρω διεθνοποίηση του Κυπριακού. Το πρόβλημά μας πρέπει μέχρι τη λύση του να προβάλλεται στο διεθνές προσκήνιο και να φωτίζεται συνεχώς από διεθνείς προβολείς. Διαφορετικά θα ξεχασθεί, η διεθνής κοινή γνώμη δεν θα ασχολείται με αυτό και η Τουρκία θα παραμένει ανενόχλητη στη συνέχιση της εγκληματικής επιδρομής της. Τεραστία είναι η σημασία της διεθνούς κοινής γνώμης, την οποίαν η Τουρκία δεν μπορεί επ’ άπειρον να περιφρονεί και να εμπαίζει χωρίς δυσάρεστες γι’ αυτήν συνέπειες. Υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης η Τουρκία θα αντιληφθεί –αν ακόμα δεν αντελήφθη– ότι η εκκρεμότητα του Κυπριακού δεν εξυπηρετεί ούτε βραχυπροθέσμως ούτε μακροπροθέσμως τα συμφέροντά της, και όχι μονάχα στα Ηνωμένα Έθνη, αλλά και σε όλα τα διεθνή βήματα πρέπει να ακούεται η φωνή του δικαίου μας και οι καταγγελίες μας κατά της Τουρκίας για την επιδρομή της στην Κύπρο και τα πολλά εγκλήματα σε βάρος του λαού μας.

[…]

Γίνεται λόγος και περί μεσολαβητικών προσπαθειών και περί προσφοράς καλών υπηρεσιών εκ μέρους χωρών που έχουν επιρροή επί της Τουρκίας και δυνατότητες πιέσεώς της. Η θέση μας στο θέμα των μεσολαβήσεων και της προσφοράς καλών υπηρεσιών ήταν πάντα πολύ σαφής. Δεχόμεθα προσφορά βοηθείας οποιασδήποτε προελεύσεως και οποιασδήποτε μορφής, εφ’ όσον η προσφορά γίνεται χωρίς όρους και ανταλλάγματα, που υποθηκεύουν το μέλλον μας και εφ’ όσον το πρόβλημά μας δεν εκτροχιάζεται έξω από τα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών.

Αλλά, συγχρόνως, πρέπει να τονίσω ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει περιθώρια άλλων υποχωρήσεων, γιατί έκαμε ήδη πολλές και έφθασε σε όρια που δεν μπορεί να υπερβεί, και επομένως οι πολιτικές συνταγές ή συμβουλές περί αμοιβαίων υποχωρήσεων δεν πρέπει να απευθύνονται προς τους έλληνες Κυπρίους. Υποχωρήσεις πρέπει να ζητούνται μονάχα από την τουρκική πλευρά, αν υποχώρηση μπορεί να ονομασθεί στην περίπτωση αυτή η επιστροφή κατακτηθέντων διά στρατιωτικής βίας. Η πολιτική αστάθεια και τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας δεν πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται σαν επιχειρήματα δικαιολογητικά της τουρκικής αδιαλλαξίας. Η Κύπρος δεν μπορεί να είναι θύμα των χρονίων εσωτερικών ανωμαλιών και προβλημάτων της Τουρκίας. Το μεγάλο, όμως, ερώτημα είναι τι θα κάνουμε και πώς θα αντιδράσουμε, αν ούτε τα Ηνωμένα Έθνη ούτε οι συνομιλίες ούτε οι μεσολαβήσεις μπορούν να προωθήσουν αποτελεσματικά το πρόβλημά μας προς τη λύση του.

Μερικοί συμβουλεύουν να δείξουμε περισσότερο ρεαλισμό για να βρεθεί συμβιβασμός, επικαλούμενοι το επιχείρημα ότι με την πάροδο του χρόνου σταθεροποιούνται τα τετελεσμένα γεγονότα και οι ευκαιρίες χάνονται. Ορθόν το επιχείρημα ότι ο χρόνος συμβάλλει στην παγίωση της ντε φάκτο καταστάσεως. Αλλά δεν παρουσιάσθηκε μέχρι τώρα ευκαιρία για συμβιβασμό και συμπεφωνημένη λύση του προβλήματος. Είμαστε υπέρ του συμβιβασμού. Αλλά συμβιβασμός δεν σημαίνει βέβαια την εκ μέρους μας αποδοχή των τετελεσμένων γεγονότων. […] Είμαστε ρεαλιστές, ώστε να βλέπουμε στις διαστάσεις της τη σκληρή πραγματικότητα και να μην την παραγνωρίζουμε. Ουδέποτε, όμως, θα την αναγνωρίσουμε και θα τη νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας. Ακούμε συχνά την απειλή ότι, αν δεν αναγνωρίσουμε τις νέες πραγματικότητες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, για να στηριχθεί πάνω σ’ αυτές ένας συμβιβασμός, τότε η τουρκοκρατουμένη περιοχή, που είναι σήμερα είδος προτεκτοράτου της Τουρκίας, θα ανακηρυχθεί μονομερώς σε χωριστό ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος. Δεν αποκλείουμε αυτό το ενδεχόμενο. Αλλά και πάλιν δεν θα ενδώσουμε και δεν θα απεμπολήσουμε τα δίκαια και τα δικαιώματά μας, και ο αγώνας, ο μακροχρόνιος αγώνας, θα είναι εθνική ανάγκη και επιταγή για να βρούμε δικαίωση.

Πιστεύει, πιθανώς, η Τουρκία, ότι η πάροδος του χρόνου και οι πολλές δυσκολίες θα μας απογοητεύσουν, ώστε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα και να υποταχθούμε τελικά στη μοίρα μας. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ! Αγωνιστές, ανυπότακτοι θα είμαστε όσα χρόνια και να περάσουν, όσες δυσκολίες και να συναντήσουμε. Η αγωνιστική σημαία μας ουδέποτε θα υποσταλεί. Ερωτήματα και σκεπτικισμό γεννά ίσως σε μερικούς η ιδέα για μακροχρόνιο αγώνα. Και άλλοι, ίσως, να τον θεωρούν απλή κενολογία και συνθηματολογία. Αυτοί είναι οι ολιγόπιστοι και ηττοπαθείς. Πίστη απαρασάλευτη στη νίκη του δικαίου μας, πίστη σταθερή στο μέλλον μας και απόφαση ακλόνητη να μην ενδώσουμε στη βία αποτελούν την αφετηρία και την προϋπόθεση αυτού του αγώνα. Ως προς τα μέσα και τον τρόπο της διεξαγωγής του, δεν νομίζω πως πρέπει να μιλήσω αναλυτικά και να πω πολλά.

Λέγω μονάχα ότι ο μακροχρόνιος αγώνας –υπαγόρευση ανάγκης και όχι εκλογή μας– θα πάρει σταδιακά πολλές μορφές. Η σύμπνοια Αθηνών και Λευκωσίας, η σταθερότητα πολιτικής γραμμής, η αμυντική θωράκισή μας αποτελούν τα βάθρα για τη διεξαγωγή αυτού του αγώνα. Η προσπάθεια ανακάμψεως της οικονομίας μας, σε συνδυασμό με τη δικαιοτέρα κατανομή των οικονομικών βαρών, αποτελεί επίσης σοβαρό υπόβαθρο και στερέωση του μακροχρονίου αγώνα.

Πρώτα, όμως, απ’ όλα απαιτείται ισχυρό και αρραγές εσωτερικό μέτωπο, που να το διασφαλίζει η ενότητα του λαού μας. Θα έλεγα, πως αυτή η ενότητα υπάρχει. Και μικρά είναι τα ρήγματα του εσωτερικού μετώπου. Υπάρχουν, βέβαια, μερικά αμετανόητα στοιχεία. Αλλά ούτε ΕΟΚΑ Β’ ούτε τυχόν ΕΟΚΑ Γ’ έχουν δυνατότητες οργανώσεως και δράσεως. Για κάθε, όμως, ενδεχόμενο, λαός και κυβέρνηση θα επαγρυπνούν, γιατί δευτέρα προδοσία θα επιφέρει την τελική καταστροφή μας.

Ο αγώνας μας δεν στρέφεται κατά των Τουρκοκυπρίων. Είναι και αυτοί θύματα της τουρκικής εισβολής και δεν είναι αντίδικοί μας. Αντίδικός μας είναι η Τουρκία. Αυτή είναι ο εισβολέας που θέλουμε να διώξουμε, για να λυτρωθούμε Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου. Για τις τυχόν διαφορές μας με τους συνοίκους Τούρκους εύκολα βρίσκουμε διευθέτηση, αν λείψουν οι ξένες επεμβάσεις. Ουδέποτε ήταν πρόθεσή μας να στερήσουμε τους Τουρκοκυπρίους από τα δικαιώματά τους ως ίσων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ισοπολιτεία, ισονομία και ίσες ευκαιρίες για όλους τους κατοίκους της Κύπρου, που την θέλουμε ανεξάρτητη, κυρίαρχη, ενιαία, ακέραιη, αδέσμευτη και χωρίς ξένους στρατούς, είναι η σταθερή επιδίωξη και ο σκοπός του σημερινού αγώνα μας.

[…]

*Αποσπάσματα από την ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ στο παγκύπριο συλλαλητήριο καταδίκης της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου 1977. Επέπρωτο να αποτελέσει την τελευταία σημαντική δημόσια παρέμβασή του, καθώς εκοιμήθη εντός ολίγου, στις 3 Αυγούστου 1977, στη Λευκωσία.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ (κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος), ο οποίος είχε γεννηθεί στις 13 Αυγούστου 1913 στο χωριό Άνω Παναγιά της Πάφου, υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.