Το ποσοστό των αποφοίτων Λυκείου που εισάγονται στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα ανέρχεται στο 80% και είναι υπερδιπλάσιο από αυτό που συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Eχουμε, δυστυχώς, ως χώρα, καλλιεργήσει τη λανθασμένη πεποίθηση στις οικογένειες και στους νέους μας ότι ο μόνος δρόμος για την επαγγελματική τους αποκατάσταση ή, ακόμα, και για την κοινωνική τους καταξίωση είναι να ακολουθήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Οδηγούμε νέους που δεν έχουν πραγματικό ενδιαφέρον και κλίση σε ακαδημαϊκή εκπαίδευση να εισέρχονται στα πανεπιστήμια με πολύ χαμηλές επιδόσεις, με αποτέλεσμα να μην τελειώνουν ποτέ τις σπουδές τους. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που έχουμε πολύ χαμηλότερα ποσοστά αποφοίτησης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η ελάχιστη  βάση εισαγωγής  και η υποβολή του μηχανογραφικού δελτίου σε δύο φάσεις έρχονται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και να διασφαλίσουν ότι: πρώτον, ο φοιτητής θα έχει τις ικανότητες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας συγκεκριμένης σχολής – για αυτόν τον λόγο οι ίδιες οι σχολές θα καθορίζουν αυτή την ελάχιστη βάση. Και, δεύτερον, με τον περιορισμό των επιλογών στην πρώτη φάση υποβολής του μηχανογραφικού, ο υποψήφιος θα επιλέγει συνειδητά και όχι τυχαία τη σχολή στην οποία θέλει να σπουδάσει.

Η βάση εισαγωγής ενός τμήματος σήμερα εξαρτάται όχι μόνο από την ποιότητα σπουδών του ή τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης, αλλά σε μεγάλο βαθμό από την απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η Ιατρική του Πανεπιστημίου Κρήτης είναι στις πρώτες 250 ιατρικές σχολές στον κόσμο σε μία από τις διεθνείς κατατάξεις και πρώτη από τις αντίστοιχες σχολές στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ομως, αν κατατάξουμε τις ιατρικές σχολές μας σύμφωνα με τις βάσεις εισαγωγής, η Ιατρική του Πανεπιστημίου Κρήτης είναι έκτη, δηλαδή προτελευταία. Η ελάχιστη βάση εισαγωγής, σε συνδυασμό με το γεωγραφικό κριτήριο επιλογής, θα οδηγήσει σε μείωση εισακτέων κυρίως σε τμήματα περιφερειακών πανεπιστημίων, πολλά από τα οποία είναι αξιόλογα από άποψη ποιότητας σπουδών και γνωστικού αντικειμένου.

Αρα, είναι σημαντικό ταυτόχρονα με την ελάχιστη βάση εισαγωγής να υπάρξει ένας εξορθολογισμός στην κατανομή των εισακτέων, ώστε και να αποσυμφορηθούν τμήματα των κεντρικών ΑΕΙ από μεγάλους αριθμούς φοιτητών αλλά και να μην αποψιλωθούν αντίστοιχα τμήματα σε περιφερειακά ΑΕΙ. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει το υπουργείο Παιδείας να προχωρήσει στον καθορισμό των εισακτέων στις προγραμματικές συμφωνίες με τα πανεπιστήμια, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις των πανεπιστημίων αλλά και την εισήγηση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, η οποία θα πρέπει να βασιστεί σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως το έμψυχο δυναμικό των σχολών και οι υποδομές τους. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί μια ισόρροπη άνοδος του επιπέδου σπουδών τόσο στα κεντρικά όσο και στα περιφερειακά πανεπιστήμια.

 

Ο κ. Βασίλης Διγαλάκης είναι βουλευτής Χανίων της ΝΔ, τέως υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.