Οι προβλέψεις του νέου νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας για τις ΟΠΠΙ (Ομάδες Περιφρούρησης Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων) είναι απαραίτητες, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχουν να αλλάξει η απαράδεκτη κατάσταση ανομίας, χαμηλής έντασης βίας, απειλής και παραβατικότητας στα ΑΕΙ. Οι διατάξεις είναι απολύτως απαραίτητες, γιατί χωρίς δυνατότητα προληπτικής και κατασταλτικής παρέμβασης κανένας μηχανισμός τήρησης των βασικών κανόνων της πανεπιστημιακής λειτουργίας και, εν τέλει, της κοινωνικής συμβίωσης στο πανεπιστήμιο δεν θα λειτουργήσει – και στην Ελλάδα τέτοια παρέμβαση μπορεί να κάνει μόνο η Ελληνική Αστυνομία. Το γιατί υπάρχει μια μειονότητα στα πανεπιστήμια που επιμένει να καταλύει αυτούς τους κανόνες συστηματικά και με άγρια χαρά είναι άλλο ζήτημα, άξιο μελέτης. Η μόνη εναλλακτική, να δοθεί νομοθετικά αυτή η δυνατότητα σε σώμα ασφαλείας ελεγχόμενο από το πανεπιστήμιο, δεν είναι επιθυμητή: δεν υπάρχει θεσμική εμπειρία «αποκέντρωσης» της αστυνόμευσης στην Ελλάδα, και αν πρόκειται να γίνει τέτοια αλλαγή, το Πανεπιστήμιο δεν είναι ο κατάλληλος φορέας για να γίνει η αρχή – οι ΟΤΑ είναι πολύ καταλληλότεροι.

Οι προβλεπόμενες διατάξεις για τις ΟΠΠΙ, αλλά και οι λοιπές για τη Μονάδα και την Επιτροπή Ασφάλειας και Προστασίας και το Πειθαρχικό Δίκαιο, θα βοηθήσουν σημαντικά, αρκεί να λειτουργήσουν στοιχειωδώς σωστά: Οι πανεπιστημιακές αρχές να πάρουν σοβαρά τη λειτουργία της Μονάδας και της Επιτροπής, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να στελεχώσει, εξοπλίσει, εκπαιδεύσει, υποστηρίξει και υπερασπιστεί τις ΟΠΠΙ, εξασφαλίζοντας τη σωστή και συνεχή λειτουργία τους, και όλοι να είναι αποφασισμένοι να μετρήσουν τις «επιδόσεις» του νέου συστήματος διαχρονικά. Αν δηλαδή οι φορείς που θα ιδρυθούν κάνουν τη δουλειά που τους αναθέτει το νομοσχέδιο με υποτυπωδώς σωστό τρόπο, όχι μόνο τύποις αλλά και ουσία, τότε το νομοσχέδιο αυτό μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για τη θετική μεταμόρφωση της ατμόσφαιρας στα ΑΕΙ. Επειδή αυτό το «αν» είναι μεγάλο, γι’ αυτό η έκβαση του εγχειρήματος είναι αβέβαιη ακόμη. Δυστυχώς η δήλωση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη στην επί της αρχής συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή πως «Από θέση αρχής, κανένας δεν θέλει να βλέπει την Αστυνομία στα πανεπιστήμια. Ούτε η ίδια η Αστυνομία το θέλει» δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για τη συνέχεια. Ενας νέος ή μια νέα που υφίσταται επίθεση με μαχαίρι το βράδυ στον χώρο του ΑΠΘ ή της πανεπιστημιούπολης Ζωγράφου είμαι βέβαιος ότι θέλουν να δουν την Αστυνομία.  Η Αστυνομία γιατί ακριβώς δεν θέλει, «από θέση αρχής», να συνδράμει;

Και αυτό μάς φέρνει στο μεγάλο ερώτημα: Γιατί είναι οι ΟΠΠΙ απαραίτητες; Γιατί, εν όψει της κατάργησης του ασύλου, η Αστυνομία δεν έχει ήδη παίξει τον ρόλο που καλούνται να παίξουν οι ΟΠΠΙ; Γιατί τα αστυνομικά τμήματα Ζωγράφου, Κυψέλης, Εξαρχείων, Λευκού Πύργου, Ανω Πόλης δεν έχουν στελεχωθεί κατάλληλα ώστε να ανταποκρίνονται τάχιστα σε προβλήματα εντός των ιδρυμάτων; Γιατί δεν κάνουν πεζές ή μηχανοκίνητες περιπολίες εντός των προαυλίων χώρων των ιδρυμάτων και γύρω από αυτά; Γιατί χρειάζεται να προσληφθούν 1.000 νέοι αστυνομικοί ενώ ήδη στην Ελλάδα έχουμε μακράν τους περισσότερους αστυνομικούς αναλογικά με τον πληθυσμό από όλες τις χώρες της ΕΕ (πλην Κύπρου και Μάλτας, για προφανείς λόγους); Γιατί η Ελληνική Αστυνομία δεν ανταποκρινόταν τα προηγούμενα χρόνια ούτε σε αυτές τις σποραδικές κλήσεις των πρυτάνεων για βοήθεια; Γιατί επέτρεπε τη συνεχιζόμενη κατάληψη ολόκληρων πανεπιστημιακών κτιρίων; Αν η Ελληνική Αστυνομία και ο αρμόδιος υπουργός ξέρουν την απάντηση, και ξέρουν ότι με τις ΟΠΠΙ θα είναι διαφορετικά, τότε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η κατάσταση. Αν όμως ξέρουν την απάντηση, μήπως πρέπει να την πουν και σε εμάς;

Επί των συγκεκριμένων προτεινομένων διατάξεων, υπάρχει περιθώριο λίγων αλλά σημαντικών βελτιώσεων σε αυτές που αφορούν αμιγώς τα ΑΕΙ, αν βέβαια στόχος είναι η ουσιαστική και όχι τυπική λειτουργία των εισαγομένων θεσμών και σωμάτων. Η δημιουργία Επιτροπής Ασφαλείας και Προστασίας ως χωριστό σώμα από τη Μονάδα Ασφαλείας και Προστασίας θα οδηγήσει σε αυξημένη γραφειοκρατία, διάσπαση αρμοδιοτήτων και μειωμένη λογοδοσία. Θα μπορούσε εναλλακτικά η Μονάδα να έχει ως επικεφαλής τον αρμόδιο αντιπρύτανη, και η Επιτροπή να λειτουργεί όπως η Επιτροπή του ΕΛΚΕ των ιδρυμάτων, ως ανώτερο αποφασιστικό όργανο.

Η μεταβλητή σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΑΕΙ ανάλογα με το Τμήμα (!) του πειθαρχικά κρινόμενου φοιτητή είναι παγκόσμια πρωτοτυπία και θα οδηγήσει σχεδόν νομοτελειακά στη διάβρωση της πειθαρχικής διαδικασίας· το σταθερό για αρκετό χρόνο και για όλους Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι βασική εγγύηση ομοιομορφίας, ανεξαρτησίας και αδέκαστης κρίσης. Επιπροσθέτως, η «δικαστική» ιδιοσυγκρασία και οι διοικητικές και πολιτικές ικανότητες ενός προέδρου Τμήματος δεν είναι απαραίτητο ούτε συχνό ότι θα συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο.

Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα του νομοσχεδίου κρύβεται στην Εκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που αποτυπώνει τις επιπτώσεις στον προϋπολογισμό. Εκεί μαθαίνουμε ότι οι νέες, σημαντικές και απαραίτητες, υποχρεώσεις των ΑΕΙ, για ίδρυση και στελέχωση της Μονάδας Ασφαλείας και Προστασίας Ιδρύματος, για δημιουργία συστήματος ελέγχου πρόσβασης και για την προμήθεια και εγκατάσταση διατάξεων ασφαλείας (π.χ. καμερών), θα καλυφθούν από τους υπάρχοντες, ισχνούς και πολλαπλώς περικομμένους προϋπολογισμούς των ιδρυμάτων, που δεν επαρκούν ούτε για να αλλάξουν οι παμπάλαιοι υπολογιστές των Γραμματειών των Σχολών και των Τμημάτων – ενώ η ίδρυση των ΟΠΠΙ προικοδοτείται με 20 εκατ. ευρώ (δεν θα μπορούσε και αυτή να καλυφθεί από τον υπάρχοντα προϋπολογισμό του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη;). Για να φτιάξεις ομελέτα δεν αρκεί να σπάσεις αβγά. Πρέπει να έχεις ρεύμα, τηγάνι, μια σπάτουλα, ίσως και λίγο αλάτι. Ολα αυτά κάτι κοστίζουν. Ελπίζω να επανορθώσει το υπουργείο την τεράστια αυτή παράλειψη, ταυτόχρονα με την ίδρυση των ΟΠΠΙ.

*Ο κ. Βασίλης Βασσάλος είναι καθηγητής και διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στην Επιστήμη Δεδομένων, Σχολή Επιστημών και Τεχνολογίας της Πληροφορίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.