«Ο,τι έχει κάνει το Τwitter ισχυρό προέρχεται από τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν» ήταν η, πολιτικής χροιάς, απάντηση του Τζακ Ντόρσεϊ, όταν ερωτήθηκε, στις 7 Αυγούστου του 2020, από τον παρουσιαστή του podcast των «New York Times» Μάικλ Μπαρμπάρο αν θεωρεί ότι είναι ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στη Γη.

Ερώτηση που σήμερα, πέντε μήνες αργότερα, μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, αφού ο CEO του εν λόγω μέσου κοινωνικής δικτύωσης κατάφερε να κάνει κάτι που κανένας άλλος δεν είχε κατορθώσει έως τώρα. Να «φιμώσει» τον Ντόναλντ Τραμπ, κόβοντας τον δίαυλο επικοινωνίας του με τους 88 εκατομμύρια ακολούθους του. Και μάλιστα με απόφαση που ανακοίνωσε διά τηλεφώνου στους συνεργάτες του από τη Γαλλική Πολυνησία όπου έκανε διακοπές.

Ο αινιγματικός «Mr. Twitter»

Ο CEO του Twitter και της Square, μιας εταιρείας οικονομικών υπηρεσιών και πληρωμών που ίδρυσε το 2009, ανέκαθεν ως προσωπικότητα προκαλούσε αντιφατικά συναισθήματα, κυρίως εξαιτίας του πολυτελούς βίου του, τη στιγμή που παρουσιαζόταν ως απλός άνθρωπος με «σπαρτιατική» πειθαρχία.

Από τη μια κυκλοφορεί με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τρώει μόνο ένα γεύμα ανά 24ωρο, ξυπνάει καθημερινά στις 5 το πρωί προκειμένου να κάνει λουτρά πάγου εναλλασσόμενα με σάουνα, να γυμναστεί και να διαλογιστεί δύο φορές, περπατάει καθημερινά 8 χλμ. για να πάει στο γραφείο του και από την άλλη μένει σε υπερπολυτελή βίλα αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με πανοραμική θέα στη Γέφυρα Golden Gate του Σαν Φρανσίσκο, διασκεδάζει με πάμπλουτες διασημότητες, όπως το (πλέον εν διαστάσει) ζεύγος Κιμ Καρντάσιαν και Κάνιε Γουέστ – οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, είναι ένθερμοι υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ -, και βγαίνει με μοντέλα μέχρι και 20 χρόνια νεότερά του.

Διαλογισμός στη Μιαμάρ

Το 2018 ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων η απόφασή του να γιορτάσει τα γενέθλιά του με ένα δεκαήμερο ταξίδι αυστηρού διαλογισμού στη Μιανμάρ, όπου οι συμμετέχοντες παίρνουν όρκο σιωπής, αποφεύγοντας ακόμη και το να κοιταχτούν στα μάτια, την ώρα που η ασιατική χώρα είχε βρεθεί στην κορυφή της διεθνούς επικαιρότητας λόγω της έξαρσης της θρησκευτικής βίας σε βάρος της μουσουλμανικής εθνοτικής ομάδας Ροχίνγκια τη διετία 2016-17. Ακόμη και η εμφάνισή του – σκουλαρίκι στη μύτη, αθλητικά ρούχα και παπούτσια, υπερβολικά μεγάλο μούσι – συχνά-πυκνά γίνεται αντικείμενο συζήτησης και χλευασμού του ευειδούς επιχειρηματία.

Το φιλανθρωπικό έργο

Επικρίσεις έχει δεχτεί και για το φιλανθρωπικό του έργο. Κατηγορείται ότι, την ίδια στιγμή που διαφημίζει τα αστρονομικά ποσά των δωρεών του, αποφεύγει να πληρώνει τους φόρους που του αναλογούν, απειλώντας μέχρι και με αλλαγή έδρας των επιχειρήσεών του. Ο ίδιος, πάντως, όπως κάθε mega-billionaire της τεχνολογίας που σέβεται τον εαυτό του, έχει δεσμευτεί να μοιράσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του (που αυτή τη στιγμή ξεπερνά τα 12 δισ. δολ.) στη διάρκεια του βίου του.

Τον περασμένο Απρίλιο, μάλιστα, μετέφερε μετοχές αξίας 1 δισ. δολαρίων από τη Square στο νεοσύστατο φιλανθρωπικό του ίδρυμα Start Small, το οποίο έχει ως αποστολή την ανακούφιση από τις καταστροφικές συνέπειες της COVID-19. Εχει δηλώσει δε ότι ασχολείται με τη φιλανθρωπία για καθαρά εγωιστικούς λόγους, επειδή πιστεύει ότι οι καλές πράξεις επιστρέφουν σε αυτόν που τις κάνει και γιατί το να μοιράζεται τα χρήματά του τον κάνει να νιώθει πολύ όμορφα.

Το χρονικό της ρήξης

Για να επανέλθουμε στις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, ο Τζακ Ντόρσεϊ φαίνεται ότι πιέστηκε αρκετά για να προβεί στον αποκλεισμό του αμερικανού προέδρου από το Twitter. Θα προτιμούσε φυσικά να τον αφήσουν στην ησυχία του να ασχοληθεί με τον διαλογισμό, τις επιχειρήσεις και τα ταξίδια του, παρακολουθώντας παράλληλα τις μετοχές των εταιρειών του – και τα δισεκατομμύριά του – να πολλαπλασιάζονται όσο ο «τουιτερομανής» Τραμπ απογειώνει τη δημοτικότητα της πλατφόρμας του.

Συχνά-πυκνά έκανε προσπάθειες να περιορίσει τη ρητορική μίσους του 74χρονου πλανητάρχη, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον προσωπικό του λογαριασμό στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης για να διαδώσει ψευδείς ειδήσεις και τελικά, στις 6 Ιανουαρίου, για να επιχειρήσει να σταματήσει τη διαδικασία επικύρωσης της εκλογικής νίκης του διαδόχου του στην προεδρία Τζο Μπάιντεν.

Αμέσως μετά την εισβολή των ακροδεξιών υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο ακολούθησε μια ήπια προσπάθεια συνετισμού του προέδρου, με τον Ντόρσεϊ να «κλειδώνει» τον επίμαχο λογαριασμό για 12 ώρες. Εκείνος, όμως, επανήλθε. Συνεχίζοντας την ίδια συμπεριφορά και μετά το πέρας της «ποινής» του. Δύο ημέρες μετά, στις 8 Ιανουαρίου, η διακοπή έγινε οριστική.

Οι πιέσεις για «εξοστρακισμό»

Τότε είναι που ξεκίνησαν οι ακόμη πιο έντονες πιέσεις για «εξοστρακισμό» του Ντόναλντ Τραμπ από διάφορες κατευθύνσεις. Κατ’ αρχάς, από 350 υπαλλήλους του ίδιου του Twitter, οι οποίοι απέστειλαν στον Ντόρσεϊ κείμενο διαμαρτυρίας, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, τη βαρύτητα της ευθύνης σχετικά με τις αποφάσεις τους τις επόμενες ημέρες, καθώς εκείνες θα καθόριζαν τη θέση τους στην Ιστορία «είτε ως προς το καλύτερο, είτε ως προς το χειρότερο».

Καλούσαν επίσης τον CEO τους να μπλοκάρει οριστικά τον λογαριασμό του αυτοαποκαλούμενου «Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ του Τwitter», αλλά και να διερευνηθεί ο ρόλος της πλατφόρμας στην κλιμάκωση των ενεργειών που οδήγησαν στην «ανταρσία» της 6ης Ιανουαρίου.

Η πιο πρωτότυπη διαμαρτυρία προήλθε από μια ομάδα προστασίας των καταναλωτών με το όνομα SumOfUs, που αγκυροβόλησε μια βάρκα στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, σε σημείο που να είναι ορατή από τη βίλα του Ντόρσεϊ, με πανό που έγραφε «Twitter: Ban Trump» («Τwitter: Απόκλεισε τον Τραμπ»). Υπόμνημα προς την ίδια κατεύθυνση υπέγραψαν 70.000 άνθρωποι, ενώ, όπως υποστηρίζεται, συνέβαλε σημαντικά στις εξελίξεις και η δήλωση-παρέμβαση της Μισέλ Ομπάμα για το θέμα.

Η πρώην πρώτη κυρία των ΗΠΑ κάλεσε τους επικεφαλής της Silicon Valley «να σταματήσουν να επιτρέπουν αυτή την τερατώδη συμπεριφορά, αποκλείοντας οριστικά «αυτόν τον άνδρα» από τις πλατφόρμες τους και να θεσπίσουν κανόνες που θα απέτρεπαν τους ηγέτες του έθνους από το να χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες τους για να πυροδοτούν βίαιες εξεγέρσεις».

Το τίμημα και το διακύβευμα του αποκλεισμού

Αμέσως μετά το μπλοκάρισμά του, ο Τραμπ επιδόθηκε σε ένα παιχνίδι εικονικού κυνηγητού, με εκείνον να τουιτάρει από τους επίσημους λογαριασμούς του προέδρου των ΗΠΑ και του Λευκού Οίκου και τους διαχειριστές της πλατφόρμας να τους απενεργοποιούν για το υπόλοιπο της προεδρίας του, διαγράφοντας παράλληλα τις αναρτήσεις του. Εις μάτην ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος έψαχνε να βρει έναν τρόπο να επικοινωνήσει με τους οπαδούς του, απειλώντας μάλιστα ότι θα φτιάξει ο ίδιος το δικό του μέσο κοινωνικής δικτύωσης και ότι θα κινήσει διαδικασίες για να «κλείσει» το Twitter.

Κατέφυγε προσωρινά σε άλλες, ακροδεξιές πλατφόρμες, και συγκεκριμένα στις Parler και Gab, οι οποίες φυσικά δεν είχαν την ίδια εμβέλεια. Παρ’ όλα αυτά, οι οπαδοί του άρχισαν να τις κατεβάζουν, με αποτέλεσμα η Gab να καταγράψει 12 εκατομμύρια επισκέψεις μέσα σε 12 ώρες. Εδώ και σχεδόν μία εβδομάδα η Google, η Αmazon και η Apple αφαίρεσαν από τα διαδικτυακά τους καταστήματα την Parler, ώστε να μην μπορεί κανείς να την κατεβάσει στο κινητό του.

Πόλεμος μηνύσεων

Η πληττόμενη εταιρεία άρχισε πόλεμο μηνύσεων. Το YouΤube, επίσης, έκλεισε το κανάλι του Τραµπ για τις ηµέρες που έµειναν µέχρι την ορκωµοσία. Στον αντίποδα, η YourT1Wifi.com, µια µικρή εταιρεία παροχής υπηρεσιών Ιnternet στο Αϊντάχο, προσφέρει τη δυνατότητα, σε όσους συνδροµητές της το επιθυµούν, να µπλοκάρουν την πρόσβασή τους σε Facebook και Twitter.

Ως προς τις οικονομικές εξελίξεις, στην πρώτη – μετά το block – συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου, η μετοχή του Τwitter κατέγραψε πτώση της τάξης του 6,4%, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας οι απώλειες έφτασαν και το 12%, κάτι που μεταφράζεται στο ποσό των 5 δισ. δολαρίων. Η αβεβαιότητα της αγοράς για το αν η απουσία του πιο δημοφιλούς χρήστη του θα αποδυναμώσει το Τwitter προκάλεσε την αντίδραση των επενδυτών.

Οσο για την κοινή γνώμη, εκείνη βρέθηκε και πάλι διχασμένη. Η πίεση προς τον Ντόρσεϊ ερχόταν πλέον από την άλλη πλευρά, εκείνη των υποστηρικτών του αμερικανού προέδρου, αλλά και όσων θεωρούσαν ότι παραβιαζόταν το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Τιτιβίσματα διαμαρτυρίας κατέκλυσαν τον ιστοχώρο, πολλά κάνοντας λόγο για μια ομάδα, μη αιρετών, μεγιστάνων της τεχνολογίας που ουσιαστικά ελέγχουν την εξουσία και διατυπώνοντας τον προβληματισμό σχετικά με το ποιος και με ποια εξουσιοδότηση έχει το δικαίωμα να φιμώνει έναν νόμιμα εκλεγμένο αρχηγό κράτους. Αποψη με την οποία μάλλον φαίνεται να συντάσσεται και η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, η οποία τοποθετήθηκε ενάντια στον αποκλεισμό του Τραμπ από τα social media, χαρακτηρίζοντάς τον «προβληματικό».

«Να κριθεί με βάση τις δηλώσεις και τις πράξεις του»

Την απάντηση επιχειρεί να μας δώσει ο Σταμάτης Πουλακιδάκος, μέλος του ειδικού εργαστηριακού και διδακτικού προσωπικού στο Εργαστήριο Κοινωνικής Ερευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, ειδικός σε ζητήματα έκφρασης «ρητορικής μίσους» και διασποράς ψευδών ειδήσεων (www.sophism.eu): «Ο αποκλεισμός του απερχόμενου προέδρου από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εφαρμόστηκε ως απάντηση στην επιχειρούμενη συνταγματική εκτροπή εκ μέρους του διά της εισβολής στο Καπιτώλιο την ημέρα και ώρα της συνεδρίασης για την επικύρωση του αποτελέσματος των εκλογών. Μολονότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέτρο «έκτακτης ανάγκης», λόγω του πρωτοφανούς αυτού συμβάντος, το χρονικό σημείο στο οποίο έλαβε χώρα δύναται να ευνοεί επικοινωνιακά τον Τραμπ, ηρωοποιώντας τον περαιτέρω, τουλάχιστον στα μάτια των οπαδών του.

Η εισβολή αυτή ήταν ακόμα μία «επίδειξη δύναμης» εκ μέρους του, μετά τα 74+ εκατομμύρια ψήφων που συγκέντρωσε στις πρόσφατες εκλογές. Κατά την άποψή μου, σε νομικό επίπεδο, ο ακροδεξιός Τραμπ θα πρέπει να κριθεί με βάση τις δηλώσεις και τις πράξεις του. Από τη στιγμή που προέτρεψε σε πολιτειακή εκτροπή τους οπαδούς του, θα πρέπει να δικαστεί τόσο για αυτό, όσο και για τη διασπορά ψευδών πληροφοριών, οι οποίες υποβαθμίζουν συστηματικά τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν θα έπρεπε πάντως να λογοκριθεί και οπωσδήποτε όχι τη στιγμή που ήδη έχει δημιουργήσει τον δικό του «στρατό» ακολούθων, αρκετοί εκ των οποίων είναι διατεθειμένοι ακόμα και να καταλύσουν δημοκρατικές διαδικασίες».