Ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975, μετά από θυελλώδεις συζητήσεις στη Βουλή που αναδείχθηκε μετά την κατάρρευση της απριλιανής δικτατορίας, αποφάσισε ότι δεν είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων των οποίων ο λόγος ή και οι πράξεις αποσκοπούν στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι μνήμες των διώξεων κατά της Αριστεράς ήταν τότε ακόμη νωπές. Το ΚΚΕ είχε μόλις νομιμοποιηθεί. Η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων φάνταζε, στο πλαίσιο αυτό, ως διακινδύνευση της δημοκρατίας και όχι ως όπλο κατά των αντιπάλων της.

Το κρίσιμο ερώτημα που απασχόλησε τον νομικό και τον πολιτικό κόσμο έκτοτε ήταν πώς μπορεί η δημοκρατία να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της, ιδίως εκείνους που χρησιμοποιούν τις ελευθερίες και τις εγγυήσεις που η ίδια απλόχερα προσφέρει, όπως η ελευθερία ίδρυσης και η χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, η ελευθερία διάδοσης των ιδεών, τα προνόμια που απολαμβάνουν οι ενεργοί πολίτες, καθώς και μια σειρά άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το ερώτημα αυτό έγινε αμείλικτο όταν η παρ’ ολίγον χρεοκοπία του κράτους το 2009 και η συνακόλουθη κρίση του πολιτικού συστήματος προκάλεσαν την ανάδυση περιθωριακών ακροδεξιών μορφωμάτων, που υπό ομαλές συνθήκες θα ήταν αδιανόητο να αποκτήσουν ρόλο στον δημόσιο βίο.

Σε αυτό ακριβώς το ερώτημα έδωσε την απάντηση η Δικαιοσύνη, με την ιστορικής σημασίας απόφαση της περασμένης Τετάρτης. Μετά από μια ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε πεντέμισι χρόνια και 453 ημέρες συζήτησης, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έκρινε ότι η Χρυσή Αυγή είναι μια εγκληματική οργάνωση που περιενδύθηκε τον μανδύα πολιτικού κόμματος, καταδικάζοντας τα ηγετικά της στελέχη για τη διεύθυνσή της. Οι δολοφονίες και οι άλλες εγκληματικές ενέργειες που διέπραξαν μέλη της Χρυσής Αυγής δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά, εν αγνοία των ηγετικών στελεχών της, όπως υποστήριξε στην αγόρευσή της η Εισαγγελέας, αλλά είχαν πολιτικά κίνητρα και κεντρικό σχεδιασμό.

Η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εγκληματική δράση των εκπαιδευμένων στην ωμή βία ταγμάτων εφόδου, που επιχειρούσαν στοχευμένες επιθέσεις κατά μεταναστών, αριστερών και εν γένει όσων θεωρούσαν ιδεολογικούς-πολιτικούς αντιπάλους. Η ανετοιμότητα ή η αδράνεια του πολιτικού, του μιντιακού και του δικαστικού συστήματος μπροστά στον ναζιστικό λόγο και τις εγκληματικές ενέργειες ενός μορφώματος που βρέθηκε, ξαφνικά, το 2012 να συγκεντρώνει στις βουλευτικές εκλογές 7% των ψήφων και εξέλεξε 21 βουλευτές (18 τον Ιούνιο), αποθράσυναν την εγκληματική οργάνωση. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 ήταν ο καταλύτης για την αφύπνιση των δικαιοκρατικών μηχανισμών αυτοπροστασίας της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της.

Η Χρυσή Αυγή δέχθηκε στο Εφετείο ένα συντριπτικό χτύπημα. Είχε προηγηθεί η αποδοκιμασία της από το εκλογικό σώμα το 2019, όπου πάντως έφτασε πολύ κοντά στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ωστόσο η μάχη με τους αντιπάλους της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει τελειώσει. Ακόμη και αν δούμε την ηγετική της ομάδα στη φυλακή, ακόμη και αν η δίκη σε δεύτερο βαθμό δεν μεταβάλει την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου, ακόμη και αν όλα αυτά οδηγούν στην πολιτική της εξαφάνιση, η δράση και ο λόγος της εγκληματικής οργάνωσης αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα και βαθιά τραύματα στο σώμα της ελληνικής πολιτείας.

Ποιος ευθύνεται για την πολιτική άνοδο της Χρυσής Αυγής; Γιατί καθυστέρησαν τόσο τα «αντανακλαστικά» της δημοκρατίας και χρειάστηκε η δολοφονία ενός νέου ανθρώπου για να αμυνθεί; Πώς φτάσαμε να δίνεται απεριόριστο βήμα σε στελέχη της από τα ΜΜΕ ή να στηρίζονται από συγκεκριμένα κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος; Πώς δέχονταν να συνομιλούν ή να συνυπάρχουν σε δημόσιες εκδηλώσεις με τους διευθύνοντες της εγκληματικής οργάνωσης οι εκπρόσωποι του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου»; Γιατί καθυστέρησε τόσο η απόφαση της Δικαιοσύνης; Πώς έφτασε η Χρυσή Αυγή να έχει τόση επιρροή στα σχολεία;

Τόσο το βούλευμα των 1.109 σελίδων, με το οποίο στοιχειοθετήθηκε η παραπομπή στο δικαστήριο της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, όσο και η μακρά και με ευρεία δημοσιότητα δίκη αποκάλυψαν σε όλους το πραγματικό της πρόσωπο. Πράγματι, η καταδίκη της ήταν μια νίκη της δημοκρατίας με τεράστια νομική και συμβολική σημασία. Ωστόσο για την οριστική εξαφάνιση του αβγού του φιδιού χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα από την πολιτεία. Η δημοκρατία χρειάζεται να επιδεικνύει διαρκώς εγρήγορση απέναντι στους εχθρούς της.

*Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.