Σε μια δύσκολη περίοδο όπως αυτή που διανύουμε, όπου μεταξύ άλλων πρέπει να τηρούμε τις αποστάσεις, η μουσική μάς έφερε πιο κοντά. Μέσα στους περίπου δύο μήνες της καραντίνας σημαντικοί άνθρωποι της μουσικής σκηνής, είτε μέσω των social media είτε μέσω της τηλεόρασης, κράτησαν συντροφιά στον κόσμο δίνοντάς του κουράγιο με τα τραγούδια τους.

Ο Γιώργος Νταλάρας δίνει ραντεβού με τους τηλεθεατές του Mega σήμερα Παρασκευή 8 Μαΐου στις 23.00, μέσα από την εκπομπή «Μένουμε στο σπίτι με τον Γιώργο Νταλάρα και τα μεγάλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Βασίλη Τσιτσάνη». Πρόκειται για μια αλλιώτικη συναυλία-αφιέρωμα στα τραγούδια των δύο μεγάλων συνθετών. Μαζί του στο studio, κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις, θα τραγουδήσουν αγαπημένοι καλλιτέχνες.

Με αφορμή τη συναυλία αυτή, ο Γιώργος Νταλάρας μίλησε στο «Βήμα της Κυριακής» για το εγχείρημα αυτό, τη σχέση του με τους δύο μεγάλους συνθέτες, τη δύσκολη περίοδο που βιώνει ο καλλιτεχνικός κλάδος λόγω της κρίσης του κορωνοϊού και την επόμενη μέρα της καραντίνας.

 

Την ερχόμενη Παρασκευή θα σας συναντήσουμε σε μια ζωντανή, αλλιώτικη, συναυλία χωρίς κοινό, μέσα από τη συχνότητα του Mega. Η αίσθησή σας;

«Η αξία της μουσικής και των τραγουδιών σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που βιώνουμε σκληρά όλοι μας τώρα αλλά και την περίοδο που θα ακολουθήσει, το γεγονός ότι θα παίξω με σπουδαίους μουσικούς και με άρτιο ήχο ωραία τραγούδια είναι για εμένα το κίνητρο. Και επίσης να αναλογιστούμε μια φορά ακόμα την αξία της μουσικής και των μουσικών που πολλές φορές μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο, ενώ αυτοί παίζουν μουσική. Είναι συνδημιουργοί. Και είναι η μόνη δουλειά μαζί με τους τεχνικούς που δεν μπορεί να γίνει in vitro. Είναι παρόντες με την τέχνη τους, με τη δεξιότητά τους, με την ψυχή τους, με την ανάσα τους. Το λέω αυτό για να τονίσω άλλη μια φορά την ανάγκη να αντιμετωπίσει η πολιτεία το πρόβλημά τους και αυτών και των ηθοποιών και όλων των κλάδων γιατί είναι πρόβλημα επιβίωσης».

Το ρεπερτόριό σας θα επικεντρωθεί σε δύο μεγάλους συνθέτες της χώρας. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;

«Προετοιμάζοντας το ρεπερτόριο για αυτή την «παράξενη» συναυλία δεν προβληματίστηκα καθόλου για το υλικό. Προσπέρασα όλα αυτά τα υπέροχα τραγούδια που μου έχουν εμπιστευτεί οι συνθέτες, οι ποιητές, οι στιχουργοί της ζωής μου όλα αυτά τα χρόνια και πήγα πίσω στην αρχή. Στον Μίκη Θεοδωράκη και στον δάσκαλο του, όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, τον Βασίλη Τσιτσάνη. Δύο θεμέλιους λίθους του τραγουδιού μας. Εχω την αίσθηση ότι όσο περνάει ο χρόνος τόσο πιο πολύ βαθαίνει η σχέση μας με το έργο του Μίκη. Ειδικά σε δύσκολες περιόδους, όπως αυτή που περνάμε, υπάρχουν τραγούδια που εμφανίζονται από το παρελθόν, ισχυρά και απαιτητικά, σαν να μας δοκιμάζουν. Δοκιμάζουν όχι μόνο την ικανότητα να τα τραγουδήσουμε, αλλά και τη δυνατότητα να συμπαρασταθούμε, να ενωθούμε στα δύσκολα, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Πέρα από τη μουσική του ιδιοφυΐα, ο Μίκης μετέφερε τον λόγο των ποιητών και των στιχουργών με έναν τρόπο ιερό. Θέλω μέσα απ’ αυτή τη συναυλία να μεταφέρουμε στους τηλεθεατές αυτό το ήθος και το όραμα που διατηρούν αυτά τα τραγούδια μέχρι σήμερα, γιατί οριοθετούν ένα κομμάτι της ιστορίας μας για το οποίο δεν θα μετανιώσουμε ποτέ».

Η σχέση σας με τον Βασίλη Τσιτσάνη;

«Το όνομα του Τσιτσάνη το θυμάμαι από πολύ μικρό παιδί. Συνυπάρχει ακατάστατα με τις πρώτες μου μνήμες. Τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι στη ζωή μου είναι τραγούδια και ονόματα μουσικών, φίλων του πατέρα μου, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας. Ο Τσιτσάνης είχε ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους. Τους πιο πολλούς μουσικούς, τους άκουγα στο σπίτι με τα μικρά τους ονόματα ή με το όνομα και το επίθετό τους. Μόνο ο Τσιτσάνης ήταν πάντα σκέτο, ο Τσιτσάνης! Νιώθω ακόμα μέσα μου αυτή την απορία. Το πόσο σπουδαίος είναι άρχισα να το συνειδητοποιώ λίγο αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω τα τραγούδια του. Το δεύτερο μέρος αυτής της συναυλίας ανήκει στον πιο δημοφιλή και πολυγραφότερο λαϊκό συνθέτη. Αυτόν τον επαναστάτη που κατόρθωσε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Εναν αναμορφωτή μουσικό της εποχής του που μίλησε στην ψυχή των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη μόρφωση και την κοινωνική τους τάξη. Εθεσε τα θεμέλια του λαϊκού τραγουδιού με τα μεγαλειώδη τραγούδια του».

Δεν θα είστε όμως μόνος σε αυτή τη διαφορετική συναυλία. Θα έχετε μαζί σας στο στούντιο και αγαπημένους σας καλλιτέχνες.

«Βεβαίως, και αυτό έχει έναν συμβολισμό. Τραγούδια σαν αυτά του Τσιτσάνη και του Θεοδωράκη είναι σαν κλασικά θεατρικά έργα. Είναι τραγούδια που θα μείνουν, και αξίζει να ερμηνεύονται από άξιους καλλιτέχνες κάθε γενιάς. Γι’ αυτό πρότεινα και σε μερικούς νέους, άξιους ερμηνευτές να «δοκιμάσουν» αυτά τα τραγούδια. Παράλληλα θα είναι και αγαπημένοι φίλοι και συνεργάτες που εκτιμώ και σέβομαι για το ταλέντο τους, το ήθος τους και την πορεία τους».

Οι συνεργασίες αυτές είναι κάτι που κάνετε συχνά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ο διπλός σας δίσκος με τη συναυλία που δώσατε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο με αγαπημένους φίλους και συναδέλφους.

«Σε αυτή τη ζωντανή ηχογράφηση, την οποία επεξεργαστήκαμε σε δεύτερη φάση με πολύ μεράκι και αφιερώσαμε πολύ χρόνο στο στούντιο, αποτυπώθηκε πραγματικά μια ξεχωριστή βραδιά. Μια βραδιά γεμάτη όμορφα τραγούδια, από αυτά που μου έχουν εμπιστευτεί όλα αυτά τα χρόνια οι αγαπημένοι συνθέτες, ποιητές και στιχουργοί και αποτελούν τη φωνή μου. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε τίποτα. Από την άλλη, πολλοί αγαπημένοι φίλοι και συνάδελφοι – θα μπορούσαν, θα πρέπει να σημειώσω εδώ, να ήταν άλλοι τόσοι αλλά θα έπρεπε να κάνουμε 5ωρη συναυλία – που ήρθαν με τόση γενναιοδωρία, αγάπη και κέφι να τραγουδήσουμε παρέα. Αυτή η συναυλία δεν είναι μόνο δική μου, είναι και δική τους και κυρίως όλου του κόσμου που την παρακολούθησε στο Ηρώδειο και τραγούδησε τόσο σθεναρά μαζί μας σε όλη τη διάρκεια. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι είμαι πολύ επιφυλακτικός και αυστηρός στις ηχογραφήσεις και στις κινηματογραφήσεις αλλά πραγματικά αυτή τη φορά θα συμφωνήσω με τα σχόλια πολλών ακροατών πως είναι κρίμα που αυτή η συναυλία δεν οπτικοποιήθηκε».

Την περίοδο της καραντίνας οι συναυλίες μέσω Social media αποτέλεσαν μια εναλλακτική πρόταση την οποία αγκάλιασαν οι πολίτες. Από το εφετινό καλοκαίρι όμως θα απουσιάσουν οι ζωντανές συναυλίες. Μουσικοί και τραγουδιστές ήδη βιώνουν μια δύσκολη περίοδο που ίσως κρατήσει έως τις αρχές του 2021. Ποια θα μπορούσε να είναι η φροντίδα της πολιτείας;

«Νομίζω ότι αυτά τα ζωντανά τραγούδια ήταν μια ένδειξη αγάπης και αλληλεγγύης από τους καλλιτέχνες και ορισμένα μάλιστα ήταν πολύ καλοφτιαγμένα και άρτια μουσικά. Οπως τα τραγούδια του Σωκράτη Μάλαμα, που είναι μια πραγματική παρακαταθήκη, ή της Φωτεινής Βελεσιώτου. Ορισμένα δεν ήταν και τόσο πετυχημένα αλλά είχαν συναισθηματική αξία γιατί πιστεύω ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα όλες αυτές οι κινήσεις έγιναν με αγάπη και τη λαχτάρα της επικοινωνίας με το κοινό. Το σοβαρό όμως έρχεται τώρα. Στην αχαρτογράφητη περίοδο της αμφιβολίας, της απομόνωσης, της αγωνίας και της πραγματικής ανέχειας που θα αντιμετωπίσουν οι περισσότεροι άνθρωποι της δουλειάς μας. Και αυτοί ειδικά που δεν είναι στην εμπροσθοφυλακή πάντα αλλά χωρίς αυτούς δεν γίνεται τίποτα∙ οι μουσικοί και οι τεχνικοί. Φανταστείτε έναν κόσμο και πιο συγκεκριμένα ένα καλοκαίρι χωρίς θέατρο και χωρίς τραγούδι. Θα είναι ζοφερό σκοτάδι. Η δουλειά αυτή έχει καταρρακωθεί γιατί δεν είναι μόνο οι συναυλίες αλλά και οι ηχογραφήσεις που έχουν σταματήσει. Η μουσική μας κυριολεκτικά είναι σε απραξία. Με μηδέν εισόδημα. Καταλαβαίνετε το ηθικό, το ψυχικό και το οικονομικό βάρος. Η πολιτεία λοιπόν, μια και ρωτάτε, οφείλει πρώτα από όλα να αποδώσει αυτό το μικρό αλλά εντελώς απαραίτητο επίδομα σε όλους τους μουσικούς. Χωρίς αστερίσκους και τυπικές προδιαγραφές. Οι μουσικοί είναι μουσικοί, τους γνωρίζουμε όλοι και μπορούμε να προσυπογράψουμε. Αλλιώς μπαίνουμε σε μια ανούσια, σκληρή και άδικη γραφειοκρατία. Μου θυμίζει αυτό τον εφιάλτη των ανθρώπων με αναπηρία που έπρεπε κάθε δύο χρόνια να περάσουν από ιατρική επιτροπή για να αποδείξουν το αυτονόητο. Είναι εξευτελιστικό και παράλογο. Αμεσα λοιπόν η πολιτεία πρέπει να φροντίσει αυτό το θέμα. Είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει και όλοι εμείς πρέπει να σταθούμε αλληλέγγυοι, ο καθένας όπως μπορεί, χωρίς τυμπανοκρουσίες».