Ο  Εμανουέλ Μακρόν είναι γνωστό πως έχει μια ιδιαίτερη ροπή όχι μόνο στη ρητορική (κάτι που παραμένει, άλλωστε, ίδιον της γαλλικής πολιτικής τάξης) αλλά και σε ένα είδος οραματικού στοχασμού που συχνά απουσιάζει από την πολιτική ζωή των περισσότερων δημοκρατιών.

Ίσως αυτό να είναι και αποτέλεσμα της φιλοσοφικής παιδείας που διαθέτει, σε μια Ευρώπη όπου σπανίζουν οι ηγέτες με ευρύτερες διανοητικές αναφορές. Βέβαια, αυτό κάποιες φορές έχει και το τίμημα το οραματικό στοιχείο να καταλήγει κάποιες φορές στη γενικολογία των καλών προθέσεων.

Τα χαρακτηριστικά αυτά επιβεβαιώνονται και στη συνέντευξη που έδωσε στους Financial Times και στην οποία συζητάει  τους αναγκαίους κατά τη γνώμη του μετασχηματισμούς που πρέπει να επέλθουν στον καπιταλισμό, με βάση και την εμπειρία της πανδημίας.

Να στοχαστούμε το αδιανόητο

Για τον Εμανουέλ Μακρόν βρισκόμαστε σε ένα ριζικά νέο τοπίο. Ετσι και η αναφορά του στο «αδιανόητο», για να δείξει την ανάγκη να στοχαστούμε καινοτόμα σε ένα περιβάλλον που δεν σφραγίζεται μόνο από μια μεγάλη υγειονομική κρίση αλλά και από μια τεράστια οικονομική ύφεση που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη Μεγάλη Κρίση που ακολούθησε το κραχ του 1929.

Ο Μακρόν επαναλαμβάνει προτάσεις που έχει κάνει τον τελευταίο καιρό, όπως είναι αυτή που αφορά ένα ευρωπαϊκό επενδυτικό ταμείο εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα από το οποίο οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, που μέχρι τώρα παραμένουν επιφυλακτικές, θα υποστήριζαν την Ισπανία και τη Γαλλία που έχουν πληγεί περισσότερο, ή όπως αυτή που αφορά τη βοήθεια την Αφρική με ένα άμεσο μορατόριουμ στις διμερείς και πολυμερείς  πληρωμές χρέους.

Όμως, ταυτόχρονα υπογραμμίζει και την αβεβαιότητα: «Δεν γνωρίζω εάν είμαστε στην αρχή ή στο μέσο της κρίσης – κανείς δεν γνωρίζει. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα και αυτό πρέπει να μας κάνει πολύ ταπεινούς».

Άλλωστε, και ο ίδιος έχει χαμηλώσει τον πιο πολεμικό τόνο των πρώτων εβδομάδων της πανδημίας, όταν κήρυττε τον πόλεμο στο ιό και δήλωνε με αυτοπεποίθηση ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να μην καταστραφούν εταιρείες και θέσεις εργασίας. Τώρα παραδέχεται ότι υπήρξαν και σοβαρά προβλήματα στην προμήθεια και διάθεση μασκών αλλά και τεστ, εκθέτοντας σε κίνδυνο το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.

Ο Μακρόν υποστηρίζει ότι η κρίση είναι ένα υπαρξιακό συμβάν για την ανθρωπότητα που θα αλλάξει τη φύση της παγκοσμιοποίησης και την δομή του διεθνούς καπιταλισμού. Θέλει να χρησιμοποιήσει τα καταλυτικά αποτελέσματα της πανδημίας και τον τρόπο που υποχρέωσαν τις κυβερνήσεις να βάλουν τις ανθρώπινες ζωές πάνω από την οικονομική ανάπτυξη ως αφετηρία για να βρούμε τρόπους να αντιμετωπίσουμε τις περιβαλλοντικές καταστροφές και τις κοινωνικές ανισότητες που κατά τη γνώμη του απειλούν την παγκόσμια σταθερότητα. Ωστόσο, παράλληλα φοβάται ότι θα μπορούσε η συγκυρία της πανδημίας να οδηγεί στην ενίσχυση λαϊκιστικών και αυταρχικών πολιτικών που θα προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την οικονομική αναστάτωση και την απώλεια εμπιστοσύνης στη δημοκρατία.

Οι διατυπώσεις που χρησιμοποιεί είναι πολύ χαρακτηριστικές. «Είναι ένα βαθύ ανθρωπολογικό σοκ. Σταματήσαμε τον μισό πλανήτη για να σώζουμε ζωές. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία μας […] Όμως θα αλλάξει τη φύση της παγκοσμιοποίησης […] ήταν σαφές ότι αυτό το είδος παγκοσμιοποίησης έφτανε στο όριο του κύκλου του και υπονόμευε τη δημοκρατία».

Για τον Μακρόν η εγκατάλειψη των ελευθεριών για να αντιμετωπιστεί η πανδημία όντως θα αποτελούσε απειλή για τις δυτικές δημοκρατίες και παραδέχεται ότι αυτό κάνουν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, υπαινισσόμενος την Ουγγαρία, όμως επιμένει ότι «δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Δεν εγκαταλείπεις το θεμελιώδες DNA επειδή υπάρχει μια υγειονομική κρίση».

Η ευθύνη των πιο εύπορων χωρών της Ευρώπης

Ο Μακρόν ανησυχεί ιδιαίτερα για το εάν η Ευρώπη θα μπορέσει να δώσει αλληλεγγύη προς τις χώρες που πλήττονται περισσότερο. Φοβάται ότι θα αρχίσουν οι πολίτες να πιστεύουν ότι «αυτοί δεν θα σε προστατεύσουν σε μια κρίση, ούτε μετά από αυτή, δεν  έχουμε καμιά αλληλεγγύη προς εσένα» και ότι αυτό θα ενισχύσει τις λαϊκιστικές φωνές.

Για τον Μακρόν είναι μια «στιγμή αλήθειας» για την ΕΕ στην οποία θα κριθεί «εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα πολιτικό σχέδιο ή απλώς ένα σχέδιο αγοράς». Και γι’ αυτό επιμένει ότι χρειάζεται «χρηματοοικονομικές μεταβιβάσεις και αλληλεγγύη», δηλαδή αυτά που οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά θεωρούν αιτία αναθέματος.

Οι εσωτερικοί πολιτικοί υπολογισμοί

Όλα αυτά προφανώς έχουν και εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς. Ο Εμανουέλ Μακρόν πρέπει το 2022 να διεκδικήσει την επανεκλογή του. Η θητεία του μέχρι τώρα, παρότι ξεκίνησε με μια προσπάθεια γρήγορων μεταρρυθμίσεων, κυρίως ως προς την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων και την αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος, συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις και στιγματίστηκε από την ιδιαίτερα αυταρχική αντιμετώπιση του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων».

Η προσπάθεια του Μακρόν είναι τώρα κάπως να αποφύγει την ταύτιση με μια εικόνα υποστηρικτή σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών και να μπορέσει να κερδίσει ψήφους από τα αριστερά και από το κοινό των οικολόγων, ώστε να κερδίσει άλλη μια αναμέτρηση απέναντι στην Μαρίν Λεπέν και την ακροδεξιά.

Μάλιστα, ειδικά για την κλιματική αλλαγή υποστηρίζει ότι εάν οι άνθρωποι μπόρεσαν πάρουν προηγουμένως αδιανόητες επιλογές ως προς την οικονομία για να επιβραδύνουν την πανδημία, θα πρέπει να μπορούν να κάνουν το αντίστοιχο και για την κλιματική αλλαγή.

Η προσπάθειά του επομένως να παρουσιαστεί ως ο πολιτικός που κατεξοχήν στοχάζεται τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού αποσκοπεί και στην προσπάθειά του να απευθυνθεί σε ακροατήρια με ευρύτερες κοινωνικές και οικολογικές ευαισθησίες.

Τα όρια των οραματισμών

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Εμανουέλ Μακρόν διατυπώνει την ανάγκη για ένα άλλο όραμα για τον κόσμο. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσο πολύ έχει επιμείνει για την ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση για την αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών. Βέβαια, ταυτόχρονα είναι καλό να θυμηθούμε ότι μέχρι τώρα η προσπάθειά του να γίνει αυτή η συζήτηση είτε σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργάνων, είτε σε επίπεδο ευρωπαϊκών ηγετών έχει αποτύχει.

Αυτή είναι και η πραγματική δοκιμασία των οραμάτων του και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γαλλίας. Στο εσωτερικό της Γαλλίας, μπορεί να μην έχει ισχυρό αντίπαλο ούτε από την κεντροαριστερά ούτε από την κεντροδεξιά, όμως δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι αυτό που προτείνει δεν είναι η συνέχεια της γαλλικής παραλλαγής νεοφιλελευθερισμού, έστω και με πιο «κεντρώα» ρητορική, την ώρα που πληρώνει πολιτικό κόστος για την έλλειψη προετοιμασίας για την πανδημία και καλείται να διαχειριστεί την προοπτική μιας ύφεσης 8% και των κοινωνικών επιπτώσεων που αυτή συνεπάγεται.

Αντίστοιχα, στο εξωτερικό το γεγονός ότι μέχρι τώρα έχει αποτύχει να πείσει τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά για την ανάγκη μιας  πιο αλληλέγγυας Ευρώπης θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ένδειξη αποτυχία να περάσει τη δική του ατζέντα ακόμη και στο πιο συγκριτικά ευνοϊκό πεδίο που είναι αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.