Οι πλούσιοι Βορειοευρωπαίοι, και ιδιαιτέρως οι Γερμανοί, οι Oλλανδοί και οι Φινλανδοί, επιμένουν ακόμη και στις παρούσες συνθήκες της θανατηφόρου πανδημίας να αρνούνται την υιοθέτηση πιο δυναμικών πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης.

Θέτουν όπως και στην προηγούμενη, τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ζήτημα ηθικού κινδύνου κατηγορώντας τις περισσότερες των χωρών της ευρωζώνης ότι στις «καλές ημέρες» των παχιών αγελάδων δεν έλαβαν τις απαιτούμενες πρόνοιες να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας, παρά ξόδευαν ασυστόλως τους διαθέσιμους πόρους των κρατών σε καταναλωτικές δαπάνες για εκλογικούς κατά βάση σκοπούς και τώρα διεκδικούν πλήρη βοήθεια χωρίς ανάληψη υποχρεώσεων και ευθυνών.

Ουσιαστικά κατηγορούν τις πολιτικές ηγεσίες κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου για αφροσύνη και απαιτούν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, όπως συνέβη με τα προγράμματα διάσωσης στη διάρκεια της κρίσης χρέους που προηγήθηκε. Κατά βάση διαμηνύουν ότι δεν αποδέχονται να δώσουν αφειδώς χρήματα χωρίς ανάληψη υποχρεώσεων.

Είναι αυτή στάση δογματική, σχεδόν θεολογική, η οποία παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες τούτης της κρίσης μην αναγνωρίζοντας καμία αρχή αλληλεγγύης. Μάλιστα οι τρεις προαναφερθείσες χώρες ήγειραν ακόμη και συνταγματικά θέματα που πηγάζουν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία έχει ενσωματωθεί στα Συντάγματά τους και δεν επιτρέπει την ανάληψη χρεών άλλων χωρών. Το μυστικό είναι ότι δεν θέλουν επ’ ουδενί τη λεγόμενη αμοιβαιοποίηση των ευρωπαϊκών χρεών, ούτε την ανάληψη πρόσθετων κινδύνων.

Σφάλλουν χαρακτηριστικά οι πλούσιοι του Βορρά, υπερασπίζονται τον κεκτημένο πλούτο τους, δεν κατανοούν ότι στην παρούσα κρίση του κορωνοϊού δεν υφίστανται οι ασυμμετρίες της κρίσης χρέους, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι το παρόν εξωγενές σοκ είναι συμμετρικό, πλήττει τους πάντες, απειλεί την υγεία και τον δυναμισμό της ενιαίας αγοράς, η οποία αύριο πιθανόν να αποδιαρθρωθεί πλήρως και να μην επιτρέπει σε εκείνους να διατηρήσουν ανέπαφη τη θεωρούμενη κεκτημένη ευημερία τους.

Προϊόντος του χρόνου ωστόσο αποκαλύπτεται η κενότητα των επιχειρημάτων τους και ο ανείπωτος δογματισμός που διακρίνει τις ηγεσίες τους.

Εξελισσόμενη η νόσος, αυξανόμενα τα κρούσματα, πολλαπλασιαζόμενοι οι θάνατοι και διευρυνόμενες οι πληγές και στις δικές τους αυλές πια δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών και αναστολών. Η πανδημία δεν κάνει εξαιρέσεις, δεν θα αφήσει κανέναν αλώβητο, όλες οι χώρες και όλα τα σχήματα και συστήματα θα δοκιμασθούν πολλαπλώς, θα φθάσουν στα όρια της κατάρρευσης και εν τέλει θα κλονισθούν αν δεν συγκροτηθούν εγκαίρως καθολικές και ολοκληρωμένες πανευρωπαϊκές πολιτικές, ικανές να καλύψουν τους πάντες.

Ηδη όσοι αψήφησαν τις προειδοποιήσεις των επιδημιολόγων και υιοθέτησαν αντιανθρωπιστικές θεωρίες των περασμένων αιώνων περί «ανοσίας της αγέλης» τώρα δεν ξέρουν πού και πώς να κρυφτούν. Το ίδιο θα συμβεί και με όλους εκείνους που σήμερα απορρίπτουν την εκδοχή της αλληλεγγύης και της συλλογικής αντιμετώπισης της πανδημίας και οχυρώνονται, ή καλύτερα κρύβονται, πίσω από τον λεγόμενο ηθικό κίνδυνο.

Γιατί απλούστατα όσοι τούτες τις ώρες επικαλούνται τον ηθικό κίνδυνο δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να φανερώνουν τον ανάλγητο ατομικισμό τους και την ανόητη ιδιοτέλειά τους, μη αντιλαμβανόμενοι ότι άπαντες είμαστε θνητοί και τρωτοί.

Χωρίς αλληλεγγύη, κοινή δράση και συνολική ανάληψη των κινδύνων δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε διάσωση.

Η Ευρώπη αν δεν ομονοήσει και αν δεν αποδεχθεί αρχές αλληλεγγύης θα περιπέσει σε χρόνους σκοτεινούς και σε καιρούς απόλυτης υποβάθμισης.

Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες ημέρες στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη επικρατούν δεύτερες και τρίτες σκέψεις και αναζητούνται συμβιβαστικές λύσεις για ενιαίες, δυναμικές ευρωπαϊκές πολιτικές.

Ο Πρωθυπουργός – και η ελληνική κυβέρνηση – που με ευθυκρισία και αποφασιστικότητα αντιμετώπισε τούτη την κρίση και εξαρχής τοποθετήθηκε υπέρ τέτοιων δυναμικών ευρωπαϊκών λύσεων επιβάλλεται να επιμείνει και να ασκήσει όλη τη διαθέσιμη πίεση και επιρροή στους ομολόγους του.

Γιατί, πέραν των άλλων, είναι κρίμα να χαθεί εν μέσω ιδεοληψιών και δογματισμών το ευγενέστερο μεταπολεμικό πολιτικό οικοδόμημα του πλανήτη.