Εχει αρχίσει να γίνεται μία συζήτηση για το κατά πόσον η κρίση που έχει προκληθεί από την πανδημία αλλάζει και τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού.

Προφανώς και τους αλλάζει, το θέμα είναι πώς. Θα μπορούσε να συμβαίνει μία αλλαγή προς το καλύτερο, άλλες προς το χειρότερο και εν τέλει μένει να φανεί ποιες από αυτές τις ανατροπές θα επικρατήσουν και θα επιδράσουν στο διάστημα που θα ακολουθήσει το τέλος της πανδημίας.

Λέγεται από κάποιους ότι δεν θα αλλάξει και το πολίτευμα και ότι η αντιπολίτευση νομιμοποιείται να συμπεριφέρεται όπως και πριν ή εν πάση περιπτώσει, περίπου όπως πριν.

Μπορεί επ’ αυτού να γίνει κάποια συζήτηση, ο καθένας να εκφράζει τις απόψεις του, ούτως ή άλλως μέσα από τα σπίτια τους και με άφθονο χρόνο στην διάθεσή τους, οι περισσότεροι μοιραία θα διαμορφώνουν μία κάποια άποψη.

Το ζήτημα είναι λοιπόν τι είδους αντιπολίτευση θα ασκείται. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα πακέτο στήριξης των εργαζομένων και της οικονομίας και λέει «καμία απόλυση» (σωστά, το έχει πει όμως και η κυβέρνηση και προσπαθεί σε αυτήν την κατεύθυνση), «να πληρώσει το κράτος όλους τους μισθούς και το δώρο Πάσχα στους εργαζομένους» (!) και όλα αυτά με την εξής αιτιολόγηση: «Το σύμφωνο σταθερότητας έχει ανασταλεί. Οι δαπάνες για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού δεν μετράνε στους δημοσιονομικούς στόχους. Η χώρα έχει μαξιλάρι ασφαλείας που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση».

Αν αφήσουμε κατά μέρος το παραμύθι με το μαξιλάρι ασφαλείας (το οποίο δηλαδή είναι πολύ μικρότερο απ’ ό,τι ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ), οι οικονομικοί φωστήρες της Κουμουνδούρου κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν.

Μπορεί να έχει ανασταλεί το σύμφωνο σταθερότητας, όμως έχει ανασταλεί και η λειτουργία της οικονομίας. Δεν υπάρχει δραστηριότητα, παραγωγή, κέρδη κλπ. Υπό αυτές τις συνθήκες, πώς φαντάζονται ότι μπορούν να αυξηθούν οι δαπάνες κατά τον τρόπο που περιγράφουν;
Υπάρχει ως γνωστόν το παραμύθι του «λεφτόδεντρου», το οποίο όμως σε αυτήν την φάση ούτε γοητεύει κανέναν, ούτε και εχει κανείς όρεξη να το ακούει.

Ως προς τούτα, δεν πρόκειται για άσκηση αντιπολίτευσης με αθέμιτο τρόπο, αλλά απλώς με ανόητο.