Συχνά η δημόσια διοίκηση δέχεται κριτική τόσο ως προς την ταχύτητα με την οποία ανταποκρίνεται στην αποστολή της, όσο και ως προς την αποτελεσματικότητα της. Ιδίως ως προς το ζήτημα της αποτελεσματικότητας διατυπώνονται απόψεις, όχι μόνο στο πλαίσιο μιας τρέχουσας συζήτησης, αλλά και σε επίπεδο διοικητικών θεωριών (βλ. New Public Management), σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότερες λειτουργίες που επιτελούνται από τη δημόσια διοίκηση θα έπρεπε να ανατεθούν σε ιδιώτες. Το δε κράτος θα έπρεπε να περιορισθεί στο minimum minimorum της παρέμβασης του, όπως για παράδειγμα στους τομείς της εθνικής άμυνας, των εξωτερικών υποθέσεων ή της εσωτερικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης.

Η δυναμική αυτής της ενίοτε ισοπεδωτικής κριτικής, συνήθως αμβλύνεται σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διανύουμε σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο, ελέω Covid19. Τότε μετατοπίζεται σε αντίστροφες κατευθύνσεις, δηλαδή στα κενά που αφήνει η επιχειρούμενη κρατική παρέμβαση. Το κράτος τότε οφείλει να βρει τρόπους και πόρους ώστε να παρέμβει, θεραπεύοντας κάθε αδυναμία που προκύπτει από την τραυματισμένη από την κρίση αγορά.

Σε αυτές τις έκρυθμες περιόδους, η κριτική – ιδίως όταν προέρχεται από φωνές εμφορούμενες από ιδεοληψία – μετατοπίζεται. Το κράτος τώρα μας χρειάζεται για να υπερβούμε αδυναμίες και περιορισμούς της αγοράς, αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να υποστούν περικοπές, τουλάχιστον αντίστοιχες με αυτές υπαλλήλων επιχειρήσεων που πλήττονται από την κρίση. Στην περίπτωση αυτή, ο προτεινόμενος κοινωνικός αυτοματισμός που επιχειρεί να τραυματίσει από άλλη διαδρομή τον θεσμό από τον οποίο ζητά την επίλυση των προβλημάτων και αδυναμιών της κρίσης, εμβαπτίζεται στην κολυμβήθρα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και έτσι παραδόξως τέτοια επιχειρήματα αποκτούν μια κοινωνιστική επίφαση.

Η τρέχουσα κρίση αποτελεί κατά την άποψη μου μια σημαντική ευκαιρία για ψύχραιμη και ορθολογική εξέταση αυτού του προβλήματος. Η αξιολόγηση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης σε όλες τις διαστάσεις της, ιδίως σε περιόδους κρίσης, καθίσταται ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό ζήτημα. Για παράδειγμα, χωρίς να αμφισβητώ την οφειλόμενη πίστωση προς την κυβέρνηση (αλλά και την αντιπολίτευση για την υπεύθυνη στάση της) για την αποφασιστικότητα, το θάρρος και την ταχύτητα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, δεν είναι δυνατό να αγνοήσουμε τη συμβολή του κρατικού μηχανισμού στο σχεδιασμό, την τεκμηρίωση και κυρίως στην εφαρμογή τους. Κι αυτό τόσο στην περίπτωση της κρίσης που προκάλεσε η Τουρκία στον Έβρο, όσο και σε αυτήν που προέκυψε από τον Covid19. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, αν και η δημοσιότητα επικεντρώθηκε στον μεν Έβρο αποκλειστικά στους ένστολους, στη δε περίπτωση της κρίσης του Covid19 στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, είναι βέβαιο ότι ο κρατικός μηχανισμός πέτυχε μια αποτελεσματική παρέμβαση ως αποτέλεσμα ευρύτερης κινητοποίησης.

Το πρωί της Δευτέρας ανακοινώθηκε σειρά μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών του Covid19. Οι επικεφαλής τριών υπουργείων, Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας προέβησαν στις σχετικές ανακοινώσεις. Για όποιον όμως έχει έστω και στοιχειώδη γνώση της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού είναι προφανές ότι απαιτήθηκε εντατική προετοιμασία και συνεργασία των υπηρεσιών όχι μόνο αυτών, αλλά και άλλων συναρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών. Η επεξεργασία μιας ρύθμισης, η εξέταση των συνεπειών που αυτή επιφέρει στο συνολικό σύστημα, η κανονιστική διατύπωση και κυρίως η εφαρμογή ενός πλέγματος πολιτικών, δεν μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την εντολή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, όσες αρετές κι αν αυτή διαθέτει.

Αντίστοιχα παραδείγματα μπορεί να συναντήσει κανείς και σε άλλα επίπεδα του διοικητικού μας συστήματος. Η λειτουργία των κοινωνικών δομών που λειτουργούν με ευθύνη κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης, επαφίεται σε μέγιστο βαθμό στην ενσυνείδητη άσκηση των καθηκόντων του προσωπικού και μάλιστα όχι μόνο αυτών που καλύπτουν πάγιες ανάγκες και οργανικές θέσεις, αλλά και των συμβασιούχων οι οποίοι συχνά με αυταπάρνηση συμβάλουν καθοριστικά στην επιτυχή λειτουργία αυτών των δομών. Ας σκεφθούμε για μια στιγμή δομές όπως τα υπνωτήρια αστέγων και άλλες αντίστοιχες κοινωνικές υπηρεσίες και θα κατανοήσουμε την συχνά διακριτική αλλά σημαντική παρουσία του κρατικού μηχανισμού. Η διαχείριση του μεταναστευτικού εν μέσω διπλή κρίσης καθ’ όλη αυτή την περίοδο υπήρξε επίσης αποτέλεσμα συντονισμένης δράσης του διοικητικού και εν γένει κρατικού μηχανισμού και όχι μόνο αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση της διαχείρισης της κρίσης του Covid19 στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Υγείας, δε θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η λειτουργία ενός νοσοκομείου δεν κρίνεται μόνο στην πρώτη γραμμή, αλλά εξίσου σημαντική είναι η αποτελεσματική διοίκηση και διαχείριση της μονάδας στο πλαίσιο μάλιστα ενός συστήματος.

Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει πως η δημόσια διοίκηση και οι άνθρωποι που τη στελεχώνουν, οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, μπορεί συχνά να θεωρούνται η αυτονόητη προϋπόθεση της αποτελεσματικής παρέμβασης του κράτους ιδίως σε περιόδους κρίσης, η δράση τους όμως και η δουλειά που επιτελούν, δεν θέλγει τη δημοσιότητα. Αντιθέτως, συχνά γίνονται αποδέκτες μιας περίτεχνα διατυπωμένης κριτικής, βασισμένης σε επιστημονικοφανή επιχειρήματα περί ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων αποδοτικότητας, τα οποία αγνοούν (εκουσίως ή ακουσίως) τον ρόλο της δημόσιας διοίκησης σε περιόδους κρίσεων όπως αυτή που διανύουμε.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η απαξίωση του δημοσίου τομέα δεν προσδίδει αίγλη στον ιδιωτικό. Ούτε ο κοινωνικός αυτοματισμός που απευθύνεται στο θυμικό και όχι στη λογική μπορεί να αμβλύνει τις επιπτώσεις της κρίσης σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που πλήττονται καίρια από αυτήν. Αντιθέτως, η συνέπεια θα είναι περαιτέρω μείωση κρατικής αρωγής την ώρα που η κοινωνία την έχει περισσότερο ανάγκη. Η συνεργασία όλων των δυνάμεων της κοινωνίας αποτελεί ιδίως σε αυτή την περίοδο μονόδρομο. Δημόσια διοίκηση, ιδιωτική οικονομία και κοινωνία οφείλουν να συμπράξουν τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης τώρα, όσο και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της στο μέλλον. Και αυτή η οφειλόμενη συνέργια απαιτεί ειλικρινή σχέση και όχι υπονόμευση, ώστε το αποτέλεσμα να είναι το μέγιστο δυνατό. Από αυτή την άποψη το εγχείρημα απαιτεί τη στήριξη και της πολιτικής ηγεσίας (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης), ώστε να ενταχθεί στον στρατηγικό σχεδιασμό αντιμετώπισης της κρίσης. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας και στην κοινωνία μας.

*Ο δρ. Γεώργιος Δίελλας διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης