Αυτές οι κοινωνίες που συνηθίσαμε από παλιά να ονομάζουμε «αστικές» δεν είχαν και δεν μπορούν να έχουν ενιαία πολιτική και νομική μορφή. Είχαν επίσης διαφορετικά ηθικά και πολιτισμικά υποστρώματα. Πριν ακόμα γίνει λόγος για τον καπιταλισμό οι αστικές κοινωνίες χαρακτηρίστηκαν «εμπορικές κοινωνίες» (commercial societies). Οι επικριτές τους πρόβαλλαν τη διαίσθηση (που έγινε βεβαιότητα κατά τις τελευταίες δεκαετίες) πως στις αστικές κοινωνίες η οικονομία υπερισχύει μοιραία της πολιτικής και το κράτος αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, εργαλείο εξυπηρέτησης επιμέρους αναγκών, συμφερόντων και παθών. Το δημόσιο υποτάσσεται στο ιδιωτικό, το πολιτικό υποκύπτει μοιραία στις προτιμήσεις, πιέσεις και μορφές πίεσης της κοινωνίας και των πιο ισχυρών ομάδων της. Αυτή είναι η σταθερή, σχεδόν κοινότοπη περιγραφή της «αστικής κοινωνίας» που έχει εξαπλωθεί σε διαφορετικά τμήματα της κοινής γνώμης και στις ίδιες τις πολιτικές και ακαδημαϊκές ελίτ.

Προκύπτει όμως ένας ιός και μαζί του μια σοβαρή κρίση που γρήγορα απαιτεί δραστικές αλλαγές συνηθειών και οργάνωσης της καθημερινότητας. Η πανδημία, όπως ακριβώς μια πολεμική σύγκρουση, κλονίζει την οικονομία και την κουλτούρα της αναψυχής, της κατανάλωσης και των τρόπων ζωής. Η συνέπεια αυτού του κλονισμού είναι ότι βλέπουμε να αντιστρέφεται η σχέση κοινωνίας και κράτους: ενώ, κανονικά, το κράτος και οι δημόσιες εξουσίες περιορίζονται με διάφορους τρόπους, στις κρίσεις σαν αυτή που ζούμε το κράτος και οι εντεταλμένες αρχές επαναβεβαιώνουν την ισχύ τους.

Ο ιός, με άλλα λόγια, ωθεί τις φιλελεύθερες δημοκρατίες να ασπαστούν ένα ήθος συλλογικής κινητοποίησης και μαχόμενης, «υπαρξιακής» αυτοσυντήρησης. Οταν για παράδειγμα ένα αγαθό καθορίζεται σαφέστατα ως ανώτερο όλων των άλλων (τώρα: η δημόσια υγεία), το κράτος ιεραρχεί τις αξίες και ενθαρρύνει ορισμένες στάσεις (μένουμε σπίτι) αποτρέποντας κι ενδεχομένως ποινικοποιώντας άλλες (το να μην τηρούνται τα πρωτόκολλα, το να εκδηλώνονται ανεύθυνες συμπεριφορές). Αυτό που στην ειρηνική ρουτίνα δημιουργεί σκάνδαλο, τώρα γίνεται η ουσία της δημόσιας εξουσίας ως προστάτης της συνολικής κοινωνίας και της αναπαραγωγής της. Μέσα στη βδομάδα διαβάσαμε το μήνυμα ότι αναστέλλονται όλες οι θρησκευτικές τελετές όλων των δογμάτων. Με μια κοινή υπουργική απόφαση νεκρώνουν ολόκληροι τομείς της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών. Η επίταξη ιδιωτικών μονάδων υγείας είναι κοντά. Στην Ιταλία και αλλού μιλούν για εθνικοποιήσεις. Η συνθήκη αυτή ανατρέπει λοιπόν τα πολιτικά στερεότυπα με τον ίδιο τρόπο που αποδιοργανώνει την καθημερινότητα επινοώντας μιαν άλλη.

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που το ξέρουμε όλοι, δίχως να χρειαζόμαστε τις υποδείξεις κάποιου θεωρητικού. Η «αστική κοινωνία» δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι για πολύ. Χωρίς εκτεταμένες ελευθερίες και την κινητικότητα των προσώπων και των ενδιαφερόντων τους (για να μην πούμε για τα ταξίδια και τις κάθε είδους επαφές), αυτός ο πολιτισμός συρρικνώνεται και τελικά δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Γι’ αυτό και οι αιφνίδιες καταστροφικές απειλές φέρνουν πάντα στην επιφάνεια το φάντασμα της δικτατορίας και του αυταρχισμού. Ορισμένοι, ας πούμε, θεωρούν τώρα πως η επιβολή ενός κράτους δημόσιας σωτηρίας σε «αυτόνομους» θεσμούς όπως η Εκκλησία ή οι αγορές, πρέπει να γίνει καθοδηγητικό νήμα της πολιτικής σε μόνιμη βάση. Αλλοι φοβούνται ή έχουν την υποψία ότι αυτή η πρωτοφανής μαζική κινητοποίηση και η όξυνση των εθνικών κρατικών ελέγχων στον πληθυσμό είναι μια πρόβα για αλλαγή καθεστώτος.

Πέρα από τον ίδιο τον ιό και τους κινδύνους του, αξίζει να διαψευστούν αυτές οι «προβολές», είτε ξεκινούν από έναν αυταρχικών τόνων κρατισμό, είτε από έναν διανοουμενίστικο αντικρατισμό. Αλλα είναι τα στοιχεία που θα άξιζε να αντλήσουμε από αυτές τις στυφές μέρες και την εμπειρία τους. Στέκομαι, τηλεγραφικά, σε λίγα σημεία: στη σημασία, για παράδειγμα, των δημόσιων υποδομών και μιας πολιτικής προστασίας που εξοπλίζεται καλύτερα και χρηματοδοτείται πολύ πιο γενναιόδωρα. Οχι όμως μόνο αυτό. Σημαντική είναι και η σχέση ανάμεσα στην ατομική ευθύνη και σε μια συλλογική αφύπνιση που η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την έχει αποκαλέσει νέο πατριωτισμό. Η «αστική κοινωνία», όταν περνάει η κατάσταση υπαρξιακού κινδύνου για αυτήν, έχει φυσικά την τάση να επιστρέφει στην business as usual. Ο Μαρξ ισχυριζόταν ότι οι αστικές πολιτικές επαναστάσεις κάνουν θόρυβο για να καταλήξουν να υπηρετούν τον «εγωιστή άνθρωπο», δηλαδή την απολίτικη ρουτίνα των συναλλαγών μας. Τι υπενθυμίζουν λοιπόν στιγμές σαν αυτές που ζούμε και θα ζήσουμε ίσως για κάποιον καιρό; Οτι χρειαζόμαστε πια μια καινούργια σύνθεση ικανή να αντιμετωπίσει υβριδικούς πολέμους, γεωπολιτικές προκλήσεις, υγειονομικές και περιβαλλοντικές καταστροφές. Η εξίσωση είναι δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη (για να «δανειστώ» τον λόγο της Προέδρου): το κοινωνικό κράτος δικαίου μπορεί να εμπνεύσει ξανά εμπιστοσύνη και οι πολίτες να δεσμεύονται και να δρουν υπεύθυνα. Οχι διαρκώς, ούτε πάντα με επιτυχία και αποτελεσματικότητα. Ο COVID-19 δεν πρέπει να γίνει αφορμή «κινεζοποίησης» των κοινωνιών μας αλλά σημείο αφετηρίας μιας νέας δέσμευσης σε ισχυρούς δημόσιους στόχους και στα μέσα για να τους στηρίξουμε.