Διαμαρτύρονται πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ, με επίσημους ή όχι ρόλους, ότι σε μία τέτοια περίοδο γίνεται αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση, επειδή κάνει αντιπολίτευση.

Ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα θέλουν και τα παθαίνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα στο Εθνος της Κυριακής.

Ξεκινά με την παραπλανητική επισήμανση: «Αυτό που προέχει τούτη την ώρα είναι να δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη, ενωμένοι σε ένα μέτωπο ζωής, για να υπάρξουν όσο γίνεται λιγότερες ανθρώπινες απώλειες. Αυτό σημαίνει, με ψυχραιμία, και χωρίς πανικό, να τηρήσουμε ευλαβικά τις οδηγίες των επιστημόνων». Δεν έβγαινε εύκολα να προστεθούν στην παρότρυνση οι λέξεις «και της κυβέρνησης», αλλά ας μην ζητούμε πολλά…

Συνεχίζει όμως ο κ. Τσίπρας σαν να μην μπορεί να αντισταθεί στον έμφυτο πειρασμό: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επικεντρώσει τις παρεμβάσεις του σε προτάσεις εποικοδομητικές προς την κυβέρνηση. Τι περισσότερο μπορεί να κάνει και ποια μέτρα πρέπει κατά τη γνώμη μας να λάβει, για να προστατεύσει τους πολίτες. Και όχι στην καταγγελία για τα λάθη και τις παραλείψεις της, αν και έδωσε και δίνει άπειρες ευκαιρίες όλο αυτό το διάστημα»…

Υπερασπίζεται τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ στην Υγεία, όπως κάποιος θα ανέμενε και κάποια στιγμή και κάνει ευπρόσδεκτες προτάσεις για την επιβεβελημένη ενίσχυση του συστήματος Υγείας με προσωπικό και εξοπλισμό.

Ενώ όμως ισχυρίζεται ότι δεν θέλει να αντιπαρατίθεται, κάνει μία επίθεση στον Κυρ. Μητσοτάκη, με αυτές τις φράσεις: «Με αυτά τα δεδομένα, όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν κακίζω τον κ. Μητσοτάκη που αδυνατεί να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των επιπτώσεων που θα έχει η κρίση στην οικονομία και το βάθος των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Δεν τον κακίζω γιατί ο άνθρωπος δεν φταίει. Απλά, δεν έχει το ιδεολογικό υπόβαθρο και τα ερμηνευτικά εργαλεία, τόσο για να αναλύσει και να καταλάβει τη νέα πραγματικότητα όσο και για να συνειδητοποιήσει τι πρέπει να κάνουμε από δω και στο εξής».

Αν αυτό δεν είναι στείρα και άσκοπη αντιπαράθεση, τότε τι είναι; Πέραν του αναληθούς της διαπίστωσης και του υποτιμητικού ύφους, το οποίο εν τέλει τον ίδιο αφήνει εκτεθειμένο, τι ακριβώς θέλει να πει ο κ. Τσίπρας;

Πιθανώς ο βασικός λόγος για τον οποίο γράφτηκε το άρθρο, να είναι αυτό το απόσπασμα του άρθρου του: «(…) Είναι πλέον εκτός τόπου και χρόνου οι κυρίαρχες αντιλήψεις πως όλα μπορεί να τα ρυθμίζουν αποτελεσματικά οι αγορές, οι κυρίαρχες μεταρρυθμίσεις συρρίκνωσης του δημόσιου και της δημόσιας υγείας προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, το κυρίαρχο μοντέλο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Τα σκότωσε όλα ο κορονοϊός, μαζί, δυστυχώς, με χιλιάδες συνανθρώπους μας, που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν αυτά τα μοντέλα, αυτές οι αντιλήψεις και αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν είχαν επιβληθεί σχεδόν σε όλο το Δυτικό κόσμο, είτε οικειοθελώς από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όπως η σημερινή δική μας, του κ. Μητσοτάκη, είτε υπό τον εκβιασμό του ΔΝΤ και των αγορών».

Μπορεί να κάνει κάποιος πολλές ερμηνείες για αυτές τις φράσεις, πολιτικές και άλλου είδους. Θα μπορούσε π.χ. κάποιος να επισημάνει ότι οι θάνατοι περιγράφονται περίπου σαν παράπλευρες απώλειες του πολέμου του κορονοϊού με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό…

Το θέμα είναι ότι ακόμη και αν ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είχε πεθάνει, ο κ. Τσίπρας δεν θα είχε κάνει τίποτε γι’ αυτό. Παίζει τώρα εν ου παικτοίς και διαπιστώνει κάτι που άλλοι έχουν διαπιστώσει πριν από εκείνον. Όχι για τον θάνατο του καπιταλισμού, αλλά για μία ιστορικής διάστασης κρίση, την οποία και πάλι διαβάζει με λάθος τρόπο.

Εν τέλει, όντως, δεν είναι ώρα για τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις. Οπότε, καλό είναι να μην τις ξεκινά κανείς και να μένει στην κατάθεση προτάσεων.

Αλλιώς δικαιολογεί και την κριτική για όσα λέει, κρίνοντας άλλους και σε τελική ανάλυση, περιορίζει ακόμη περισσότερο την όποια αξιοπιστία του…