Αφορμή για την παρούσα επιφυλλίδα ήταν το ένθετο του Βήματος της προπερασμένης Κυριακής με τίτλο «Οι επέτειοι του 2020: Πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την πολιτική, τον πολιτισμό και τη ζωή μας». Καθώς το 2020 είναι και η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση (σαν αύριο) του Φεντερίκο Φελίνι (20 Ιανουαρίου 1920), η επιφυλλίδα αυτή θα μπορούσε να διαβαστεί και ως συμπλήρωμα του «Αφιερώματος».

Ο Φελίνι είναι ένα από τα πρόσωπα που σημάδεψαν τον πολιτισμό και τη ζωή μας, γι’ αυτό και στην Ιταλία το 2020 ονομάστηκε «Ετος Φελίνι». Η έναρξή του ξεκίνησε ήδη από τις 14 Δεκεμβρίου στο Ρίμινι, όπου ο Φελίνι γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, με τα εγκαίνια μιας μεγάλης «Εκθεσης Φελλίνι» στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλης. Οι τιμητικές εκδηλώσεις – περισσότερες από εβδομήντα – θα κλιμακωθούν κατά τη διάρκεια του έτους σε όλη την Ιταλία και στο εξωτερικό, με αποκορύφωμα τα εγκαίνια ενός «Διεθνούς Μουσείου Φελίνι» στο Ρίμινι τον Δεκέμβριο του 2020.

Ο πανηγυρικός τρόπος με τον οποίο αναγγέλθηκε η επέτειος υπερβαίνει σε θερμότητα εκείνον της συνήθους ονομασίας καλλιτεχνικών ετών ως επετειακών, πράγμα που νιώθει κανείς ότι αντανακλά τα αισθήματα των επαϊόντων Ιταλών για τη σημερινή κατάσταση του ιταλικού κινηματογράφου (και της πολιτισμικής ζωής της Ιταλίας γενικότερα) σε σύγκριση με εκείνη της μεγάλης εποχής του, της περιόδου 1950-1970, που θεωρείται – και είναι – η σημαντικότερη εποχή της ιστορίας του κινηματογράφου.

Ο Φελίνι είναι, βέβαια, ένας από τους κορυφαίους – θα έλεγα, ο κορυφαίος – από τους σκηνοθέτες εκείνης της εποχής, η οποία, εκτός από τα άλλα μεγάλα ονόματά της που είναι ευρέως γνωστά (Ρομπέρτο Ροσσελίνι, Λουκίνο Βισκόντι, Βιττόριο ντε Σίκα, Μικελάντζελο Αντονιόνι) έχει, για όσους την έζησαν, να επιδείξει και έναν μεγάλο αριθμό δημιουργών πρώτου μεγέθους (Μάριο Μονιτσέλι, Φραντσέσκο Ρόζι, Πιέτρο Τζέρμι, Μάουρο Μπολονίνι, Φλορεστάνο Βαντσίνι, Κάρλο Λιτσάνι, Λουίτζι Κομεντσίνι, Ερμάνο Ολμι, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι), ανάλογο με τον οποίο δεν θα μπορούσε να βρει κανείς στον κινηματογράφο άλλης χώρας. Κάποιοι από αυτούς, οι νεότεροι – ανάμεσα σε αυτούς και ο Φελίνι, που παράμεινε ακατάβλητος ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1980 – συνέχισαν μετά το 1970, υποκύπτοντας στην ολοένα αυξανόμενη ανάγκη της εμπορικότητας, την οποία πλέον καλλιεργούν οικειοθελώς οι περισσότεροι από τους σημερινούς Ιταλούς σκηνοθέτες, με επικεφαλής τον φανταχτερό Πάολο Σορεντίνο, που έχει μάλιστα αποκληθεί από ορισμένους «Φελίνι της εποχής μας».

Δεν χρειάζεται κανείς να αναλωθεί σε μιαν ενδελεχή σύγκριση ανάμεσα στους δύο σκηνοθέτες για να φανεί η διαφορά ανάμεσα στην κινηματογραφική εποχή του Φελίνι (όχι μόνο την ιταλική) και στη σημερινή.

Ο Σορεντίνο, που η φιλοδοξία του να αναμετρηθεί με τον Φελίνι δεν κρύβεται ούτε και θεματικά, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί την αριστοτελική έννοια της αληθοφάνειας, που αποτελεί βασική αρχή του Φελίνι: ότι αυτό που φαίνεται πιθανό, έστω και αν είναι αδύνατον να συμβεί, είναι καλλιτεχνικά πειστικότερο από το δυνατόν να συμβεί που φαίνεται απίθανο. Εξ ου και η ποιητικότητα του ενός και ο ποιητικισμός του άλλου: ο μαγευτικός ρεαλισμός του Φελίνι και οι ποζάτες καρικατούρες του Σορεντίνο. Αρκεί να παραβάλει κανείς το «Η τέλεια ομορφιά» και το «Loro» με τη «Γλυκιά ζωή», το «Νιότη» με το «8½», και τον «Νεαρό Πάπα» με τις παπικές σκηνές από το «Ρόμα» για να αισθανθεί ότι ο Σορρεντίνο διακατέχεται από ένα φελινικό – και αξεπέραστο – «άγχος της επίδρασης», βαρύτερο από κάθε άλλου σημερινού Ιταλού σκηνοθέτη. Και δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς ότι η θερμή υποδοχή των ταινιών του από το ιταλικό αλλά και το διεθνές κοινό («Η τέλεια ομορφιά» έφτασε να πάρει και Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το ίδιο βραβείο που πήρε για το «8½» ο Φελίνι) αντανακλά το επίπεδο της καλλιτεχνικής προσληπτικότητάς του, δηλαδή τη διαφοροποίηση της συλλογικής ευαισθησίας που έχει ώς σήμερα συντελεστεί σε σύγκριση με την ευαισθησία της περιόδου 1950-1970. Είναι ενδεικτικό ότι οι περισσότερες από τις έξοχες ταινίες εκείνης της εποχής – με την εξαίρεση εκείνων των ευρύτερα γνωστών δημιουργών – δεν υπάρχουν σήμερα στα ράφια με τα κινηματογραφικά DVD, ακόμη και των καταστημάτων της Ιταλίας.

Για τον Φελίνι, που πίστευε ότι η φαντασία είναι η υψηλότερη μορφή σκέψης, ο κινηματογράφος είναι «το όνειρο ενός μυαλού εν εγρηγόρσει, μια ανάμνηση πριν από τη μνήμη». Διαποτίζοντας από τις πρώτες του κιόλας ταινίες τον νεορεαλισμό της εποχής με μιαν υποφώσκουσα ποιητικότητα· προσδίδοντας κατόπιν στη βιωματική οπτική του τη διάσταση μιας επινοημένης μνήμης, με τις προσμείξεις της οποίας το λαϊκό προσγειώνει το αισθητικό και το αισθητικό εξευγενίζει το δύσμορφο· αντισταθμίζοντας το άγχος της ζωής μ’ ένα διεγερτικό χιούμορ που ενίοτε – όταν δεν συνομιλεί με τη σάτιρα – μεταβάλλεται σε αυτοειρωνεία· κάνοντας τέχνη την «απέραντη νοσταλγία του για τα χαμένα πράγματα» και την τρυφερότητά του για εκείνα που πρόκειται αναπότρεπτα να χαθούν, συνέθεσε την τοιχογραφία μιας πραγματικότητας πραγματικότερης από αυτήν που βλέπουμε γύρω μας, χαρίζοντάς μας ένα έργο υπεράνω σχολών, που αποτελεί κινηματογραφικό είδος από μόνο του.

Σε αυτό συντέλεσε και η σύμφυτη με το αίσθημα των εικόνων του – υποτιθεμένως ντεμοντέ – μελωδικότητα του Νίνο Ρότα, σε μιαν εποχή που η «σύνθεση» από τον Τζον Κέιτζ τεσσεράμισι λεπτών απόλυτης σιωπής χαιρετιζόταν από τους ιεροφάντες της «Νέας Μουσικής» ως η πεμπτουσία της μουσικής πρωτοπορίας.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.