Οι έξι από τους 12, μέχρι στιγμής, υποψηφίους για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020 είναι γυναίκες. Ο δρόμος μπροστά τους είναι πιο δύσκολος από εκείνον των ανδρών υποψηφίων γιατί έχουν να αντιμετωπίσουν τα στερεότυπα για τα δύο φύλα.

Ελάχιστοι Αμερικανοί παραδέχονται ότι θα δίσταζαν να ψηφίσουν γυναίκα. Ομως η προεκλογική εκστρατεία έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά και αυτό, σύμφωνα με έρευνες, είναι φανερό στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι ψηφοφόροι για να περιγράψουν άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, στα χαρακτηριστικά που αναζητούν οι ψηφοφόροι από έναν υποψήφιο και στα μειονεκτήματα που είναι διατεθειμένοι να παραβλέψουν.

Για παράδειγμα, στην προεκλογική εκστρατεία του 2016 οι ψηφοφόροι καταλόγιζαν στη Δημοκρατική υποψήφια Χίλαρι Κλίντον ότι ήταν τραχιά και απότομη, ότι δεν ήταν συμπαθητική. Τα ίδια επίθετα χρησιμοποιούν σήμερα για τις υποψήφιες για το χρίσμα των Δημοκρατικών Ελίζαμπεθ Γουόρεν, γερουσιαστή από τη Μασαχουσέτη, Κίρστεν Γκίλιμπραντ, γερουσιαστή από τη Νέα Υόρκη, και Καμάλα Χάρις, γερουσιαστή από την Καλιφόρνια. Τέτοια στερεότυπα αναμένεται να παίξουν πολύ στη γυκαικοκρατούμενη αυτή προεκλογική εκστρατεία.

«Επί 20 χρόνια ακούμε τους ερωτόμενους στις δημοσκοπήσεις μας να λένε ότι βεβαίως θα ψήφιζαν γυναίκα, απλώς όχι τη συγκεκριμένη» είπε στους «New York Times» η Αμάντα Χάντερ, από το Barbara Lee Family Foundation που υποστηρίζει τις γυναίκες στην πολιτική.

Αφότου η Αμι Κλόμπουτσαρ, γερουσιαστής από τη Μινεσότα, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για το χρίσμα των Δημοκρατικών πριν από λίγες ημέρες, τα μέσα ενημέρωσης την κατηγορούν ότι είναι «δύσκολο αφεντικό». Το γραφείο της στη Γερουσία έχει μεγάλο ποσοστό εναλλαγής υπαλλήλων. Αλλά και οι συνεργάτες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζουν εξίσου υψηλό ποσοστό αποχώρησης.

Το πόσο όμως ο σεξισμός επηρεάζει τελικά τις επιλογές των ψηφοφόρων είναι συζητήσιμο. Στις γενικές εκλογές, το κόμμα παίζει μεγαλύτερο ρόλο από όσο οτιδήποτε άλλο, σύμφωνα με την Κάθλιν Ντόλαν, πολιτική επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν-Μιλγουόκι.

Αλλά οι έρευνες για τις προκαταρκτικές εκλογές για το χρίσμα ενός κόμματος, όπου το κόμμα δεν παίζει κανέναν ρόλο στην επιλογή των ψηφοφόρων, είναι λίγες. Και δεν έχουν ερευνηθεί οι τρόποι με τους οποίους ο σεξισμός μπορεί να εκδηλωθεί στην προεκλογική εκστρατεία, επηρεάζοντας όχι μόνο το πώς οι ψηφοφόροι βλέπουν τους υποψηφίους αλλά και το πώς οι υποψήφιοι παρουσιάζουν τον εαυτό τους στους ψηφοφόρους.

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται στην Γκίλιμπραντ αφότου ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της αφορά το αν είναι συμπαθητική. «Πολλοί σας θεωρούν συμπαθητική. Θα το «πουλήσετε» αυτό στους ψηφοφόρους;» τη ρώτησε ένας δημοσιογράφος. Το ίδιο ισχύει για τη Γουόρεν: το «Politico» αναρωτήθηκε αν θα μπορέσει να αποφύγει μια επανάληψη αυτού που συνέβη στην Κλίντον – ότι οι ψηφοφόροι την είχαν ξεγράψει ως αντιπαθητική προτού ακόμη ξεκινήσει η προεκλογική της εκστρατεία. Ενα από τα πιο υποκειμενικά χαρακτηριστικά, το πόσο συμπαθής είναι κάποιος, επηρεάζεται βαθιά από τις προκαταλήψεις για το φύλο. «Εχουμε διαπιστώσει ότι οι ψηφοφόροι δεν υποστηρίζουν μια γυναίκα που βρίσκουν αντιπαθητική, ακόμη και αν πιστεύουν ότι έχει τα προσόντα για τη θέση» είπε η Χάντερ στην αμερικανική εφημερίδα. «Αλλά ψηφίζουν έναν άνδρα που βρίσκουν αντιπαθητικό όταν πιστεύουν ότι έχει τα προσόντα για τη θέση». Το 2016, για παράδειγμα, υπήρχε πολύ υψηλότερο ποσοστό ψηφοφόρων που έβρισκε αντιπαθητικό τον Τραμπ από όσο την Κλίντον.

Σύμφωνα με έρευνα του Χάρβαρντ το 2010, οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που είναι «διψασμένες για εξουσία» με περιφρόνηση και οργή, αλλά οι άνδρες που διψούν για εξουσία θεωρούνται δυνατοί και ικανοί. Η φιλοδοξία κάνει τις γυναίκες ψηφοφόρους αντιπαθητικές. Αν η ρητορική για το πόσο αντιπαθής είναι μια υποψήφια καθιερωθεί, είναι δύσκολο η υποψήφια να αποτινάξει την ταμπέλα. Ο πιο προφανής τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες κρίνονται διαφορετικά από τους άνδρες είναι η εμφάνισή τους – όχι μόνο πόσο ελκυστικές είναι αλλά και πώς ντύνονται, ποιες είναι οι εκφράσεις του προσώπου τους, η γλώσσα του σώματός τους και η φωνή τους. Οταν η Κλίντον κατηγορήθηκε το 2015 ότι «φωνάζει» για το θέμα της ένοπλης βίας, απάντησε: «Πρώτα απ’ όλα, δεν φωνάζω. Απλώς όταν μιλούν γυναίκες, μερικοί πιστεύουν ότι φωνάζουμε».

Η Κάρλι Φιορίνα διεκδίκησε το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2016. «Κοιτάξτε τη φάτσα της» είπε ο Τραμπ, αντίπαλός της τότε για το χρίσμα, χλευάζοντάς την. «Θα ψήφιζε κανείς αυτό το πράγμα; Μπορείτε να φανταστείτε ότι ο επόμενος πρόεδρος θα έχει αυτή τη φάτσα;». Η Φιορίνα απάντησε: «Πιστεύω ότι οι γυναίκες όλης της χώρας άκουσαν πολύ καθαρά τι είπε ο κ. Τραμπ». Επί 230 χρόνια οι ΗΠΑ έχουν άνδρα πρόεδρο. Αυτό έχει επηρεάσει τα κριτήρια με τα οποία κρίνονται οι γυναίκες υποψήφιες. «Είναι αναγκασμένες να ακολουθούν τη συνταγή: φόρα ένα κοστουμάκι, μίλα για το βιογραφικό σου, αλλά μην αναφέρεσαι στην προσωπική σου ζωή ούτε στα παιδιά σου γιατί τότε ο κόσμος θα αρχίσει να αναρωτιέται ποιος προσέχει αυτά τα παιδιά» είπε η Ντέμπι Γουόλς, διευθύντρια του Κέντρου Αμερικανών Γυναικών και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Ράτγκερς.

Ομως στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 για το Κογκρέσο πολλές γυναίκες υποψήφιες παρέμειναν ο εαυτός τους, ανατρέποντας τα στερεότυπα των προεκλογικών εκστρατειών. Μερικές εμφανίστηκαν με τα μικρά παιδιά τους, άλλες έδειξαν τα τατουάζ τους και πολλές μίλησαν με προσωπικό ύφος για τις διακρίσεις και την παρενόχληση.