Η κυβέρνηση του Παρισιού αποδοκιμάζει, αλλά το… αφτί του δημάρχου δεν ιδρώνει. Λέει ότι θα συνεχίσει να φιλοξενεί αφρικανούς μετανάστες που διασχίζουν τα σύνορα από την Ισπανία και περνούν στη Γαλλία. Γιατί για τον Ζαν Ρενέ Ετσεγκαρέ, δήμαρχο της Μπαγιόν, μιας ήσυχης και όμορφης πόλης στη γαλλική Χώρα των Βάσκων, μόλις 22 μίλια από τα σύνορα, είναι ζήτημα ανάγκης και ανθρωπιάς.

Καθώς η Ιταλία έκλεισε τα σύνορά της και η Γαλλία επιχείρησε να κλείσει τα δικά της στους μετανάστες που έρχονται από την Ιταλία, η πρώτη πύλη εισόδου στην Ευρώπη για τους μετανάστες από την Αφρική έχει γίνει η Ισπανία, με περισσότερους από 57.000 να φθάνουν πέρυσι.

Πολλοί είναι τώρα εκείνοι που διασχίζουν τη Γαλλία και φθάνουν στην Μπαγιόν, ένα μέρος όπου, όπως έγραφε ο γάλλος συγγραφέας του 19ου αιώνα Σταντάλ, «τα πάντα είναι λογικά». Πλην όμως, αυτό που ο Ετσεγκαρέ αντιλαμβάνεται ως λογικό τον έχει βάλει σε πόλεμο με την κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν. Σήμερα, ο δήμαρχος έχει γίνει «case study», μελέτη περίπτωσης δηλαδή, για τις αντιφάσεις της γαλλικής κυβέρνησης στο πώς διαχειρίζεται τη μεταναστευτική κρίση.

Ο ίδιος δεν επιθυμεί απαραίτητα αυτοί οι νέοι άνθρωποι που προέρχονται κυρίως από τις γαλλόφωνες χώρες της Δυτικής Αφρικής όπως η Γουινέα, το Μάλι και η Ακτή Ελεφαντοστού να περιμένουν εσαεί στην πόλη του. Ταυτόχρονα όμως δεν θέλει να κατασκηνώνουν έξω στους δρόμους. Θέλει να υπάρχουν μετανάστες στην πόλη του «σε κατάσταση αξιοπρέπειας», όπως λέει, προσθέτοντας πως «δεν νομίζω ότι μπορώ να κάνω λιγότερα».

Αυτό που έκανε ο Ετσεγκαρέ ήταν να μαζέψει τους νεαρούς μετανάστες από τους δρόμους, να «επιτάξει» ένα παλιό στρατόπεδο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, να βάλει ράντζα, να φέρει ζεστά γεύματα και να φροντίσει τη θέρμανσή τους. Οι πρόσφυγες τον χαιρετούν με μεγάλη εγκαρδιότητα όταν πηγαίνει να τους δει: «Είναι καλός άνθρωπος. Είναι κοντά στον κόσμο» λέει ο 29χρονος Αμπντούλ Σίλα από τη Γουινέα που ήρθε στη Γαλλία με το όνειρο να σπουδάσει.

Ωστόσο η κυβέρνηση κουνάει το δάχτυλό της στον δήμαρχο. Ο Ζιλμπέρ Παγέ, μέχρι πρότινος περιφερειακός εκπρόσωπος του Μακρόν για το υπουργείο Εσωτερικών, ανέφερε τον περασμένο μήνα σε δημοσιογράφους της περιοχής πως «δεν τίθεται καν θέμα το κράτος να βοηθήσει στην προσπάθεια αυτή, έστω και στο παραμικρό».

«Είδα ότι τα σύνορα έκλειναν. Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχουν κάποια θεμελιώδη δικαιώματα που δεν μπορούν να καταπατηθούν» αναφέρει ο δήμαρχος στους «New York Times», κάνοντας έμμεση αναφορά στην κληρονομιά της Μπαγιόν. Η πόλη υπήρξε καταφύγιο για τους Εβραίους που θέλησαν να ξεφύγουν από την ισπανική Ιερά Εξέταση, αλλά και γενέτειρα του Ρενέ Κασέν, ο οποίος βοήθησε στη δημιουργία ενός προσχεδίου της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η στάση του γαλλικού κράτους απέναντι στον δήμαρχο καταδεικνύει τα «ήξεις αφήξεις» του Μακρόν σε ό,τι αφορά το Προσφυγικό. Από τη μια πλευρά, θέλει να εκθειάζει τις ανθρωπιστικές παραδόσεις της Γαλλίας, ζητώντας από την αστυνομία να μεταχειρίζεται δίκαια τους μετανάστες. Από την άλλη, η κυβέρνησή του αρνείται την είσοδο πλοίων με μετανάστες στα λιμάνια της Γαλλίας και καυχιέται για τον αριθμό των αλλοδαπών που έχει απελάσει ή έχει αναγκάσει να επιστρέψουν στα σύνορα.

Οι Ιταλοί κατηγορούν τους Γάλλους για υποκρισία και ο Ετσεγκαρέ χρησιμοποιεί την ίδια ακριβώς λέξη, ενώ συνεχίζει να διανέμει κουβέρτες, να ενδιαφέρεται για το καλό των προσφύγων, να πληρώνει τα πάντα από τον δημοτικό προϋπολογισμό. Πολλοί τού λένε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσει ένα νέο Καλαί στον Νότο της Γαλλίας, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχθεί κάτι τέτοιο και ο ίδιος δεν θεωρεί ότι κάνει κάτι που αντίκειται στον νόμο.

Το περασμένο φθινόπωρο, με το που άρχισαν τα κρύα, ο Ετσεγκαρέ έλεγε ότι οι μετανάστες δεν μπορούσαν να κοιμούνται στις πλατείες της πόλης: «Είχε κρύο και βροχή. Δεν έπρεπε να τους αφήσουμε εκεί. Πεινούσαν, κρύωναν και είχαν αρρωστήσει». Πήγε λοιπόν ο ίδιος – όπως αναφέρει μια εθελόντρια – και μάζεψε τους πρόσφυγες από τον δρόμο, τους μετέφερε σε έναν υπόγειο χώρο στάθμευσης της δημοτικής αστυνομίας, τους έδειξε πού είναι οι τουαλέτες και τους εγκατέστησε προσωρινά εκεί μέχρι να βρεθεί κάτι καλύτερο.

Λίγους μήνες μετά, δεν φανταζόταν ότι η ιστορία θα είχε αυτή την κατάληξη, ένα κέντρο για μετανάστες δηλαδή, το οποίο θα χρηματοδοτούσε ο δήμος. Ο Ετσεγκαρέ το τόλμησε. Και όπως αναφέρει, κάνει απλώς το καθήκον του: «Το κράτος δεν θέλει να ξέρει. Αλλά εγώ πρέπει να ξέρω. Και αυτό είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης» λέει χαρακτηριστικά.