Η Μαμπία Χατούμ είναι δεν είναι τριάντα χρόνων… Η όψη της φαίνεται πολύ πιο γερασμένη και τα μάτια της όταν κοιτούν τον φακό είναι υγρά από το κλάμα. Πρόσφυγας της μειονότητας των Ροχίνγκια, η Μαμπία έφθασε πριν από 10 μήνες στο Μπανγκλαντές, αφήνοντας πίσω στη Μιανμάρ ό,τι είχε απομείνει από τη ζωή της… Μιλά στον φακό και περιγράφει τη φρίκη που βίωσε από τον στρατό της ασιατικής χώρας: «Δεν μπορούσαμε να βρούμε ηρεμία στη Μιανμάρ. Ο στρατός έκαιγε τον κόσμο ζωντανό, τους έριχνε στη φωτιά. Το χωριό μου το βομβάρδισαν. Είδαμε μόνο το αίμα. Δεν μπορούσαμε να δούμε τα πτώματα. Τα έβαλαν σε σάκους και τα πήραν μέσα στη νύχτα. Οταν το σκέφτομαι, τα χέρια και τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν. Ζαλίζομαι. Δεν μπορώ να κοιμηθώ».
Η Ροχίμα Χατούν κρατά το μωρό της αγκαλιά. Το χαμόγελο από το πρόσωπό της έχει σβήσει για πάντα: «Στην επαρχία Ρακίν μάς βασάνιζαν, μας έλεγαν «Αυτή δεν είναι η πατρίδα σας, δεν είστε από εδώ». Περισσότεροι από 200 άνθρωποι σκοτώθηκαν, πάνω από τα μισά ήταν παιδιά. Τα παιδιά μπορεί να ήταν και 150. Τις γυναίκες τις βασάνιζαν και τις βίαζαν. Τον εξάχρονο γιο μου και τον άντρα μου τους σκότωσαν. Οταν θυμάμαι τι έγινε στη Μιανμάρ θέλω να κλαίω δυνατά». Η αφήγηση σταματά καθώς η Ροχίμα δακρύζει. «Το παιδί το πήραν και το έριξαν μέσα στη φωτιά. Μετά τράπηκα σε φυγή. Δεν μπήκα στο σπίτι. Είδα εκεί κάποιες γυναίκες μαζεμένες και φοβήθηκα μήπως με βιάσουν. Αλλαξα δρόμο για να μη με βρουν, μη με βιάσουν. Τις γυναίκες τις σκότωναν, τις βασάνιζαν. Σε πολλές έκοβαν το στήθος τους. Οταν έφυγε ο στρατός οι περισσότερες είχαν πεθάνει από τα βασανιστήρια και τον πόνο».
Η Ταϊμπά Χατούν μιλά στον φακό με κρυμμένο το πρόσωπο. Η ίδια νιώθει ντροπή και ενοχή για όσα έχουν δει τα μάτια της και έχει βιώσει: «Ηρθαν στο σπίτι πέντε στρατιωτικοί. Οι δύο με βίασαν και οι τρεις κρατούσαν έξω σκοπιά, μήπως περάσει κάποιος και τους σταματήσει. Ο άνδρας μου προσπάθησε να με τραβήξει, έπεσε πάνω τους. Τον σκότωσαν ενώ προσπαθούσε να με σώσει. Είδα με τα μάτια μου να τον σκοτώνουν. Εδώ (στον καταυλισμό) απλά κάθομαι με τα παιδιά μου και κλαίω. Σκέφτομαι όσα έγιναν. Οταν μιλάω με κόσμο ξεχνιέμαι για λίγη ώρα. Τα παιδιά μου δεν τρώνε καλά. Καμιά φορά βλέπουν άλλα παιδιά να τρώνε λιχουδιές και έρχονται και μου ζητάνε να τους αγοράσω, αλλά δεν μπορώ γιατί δεν έχω άντρα. Νιώθω ντροπιασμένη και φοβάμαι».
Αυτές είναι μόνο τρεις από τις πολυάριθμες μαρτυρίες των Ροχίνγκια που έζησαν τη φρικαλεότητα των επιχειρήσεων του βιρμανικού στρατού σε αντίποινα για τις επιθέσεις μουσουλμάνων ανταρτών σε συνοριακούς σταθμούς της χώρας. Πάνω από 700.000 έχουν εγκαταλείψει τη Μιανμάρ τον τελευταίο χρόνο, καταφεύγοντας οι πιο πολλοί σε τεράστιους αυτοσχέδιους καταυλισμούς στο γειτονικό Μπανγκλαντές, μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου.

Τα παιδιά των Ροχίνγκια

Οι περισσότεροι ζουν μεταξύ ζωής και θανάτου, φέρουν ψυχικά τραύματα, είναι υποσιτισμένοι. Τα μικρά παιδιά έχουν για πάντα σημαδευτεί. Πολλά βλέπουν εφιάλτες και άλλα νομίζουν κάθε τόσο ότι έρχεται ο στρατός να τα σκοτώσει. Μελέτη ερευνητών των αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών οι οποίοι εξέτασαν 269 παιδιά, ηλικίας έξι μηνών έως πέντε ετών στον καταυλισμό προσφύγων Κουτουπαλόνγκ τον Οκτώβριο του 2017, αναφέρει ότι ένα στα τέσσερα παιδιά βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρού υποσιτισμού και ένα στα δύο έχει έλλειψη σιδήρου.
Από τα τέλη Αυγούστου του περασμένου έτους, οπότε και ξεκίνησε ο μαζικός ξεριζωμός τους, 12.000 παιδιά περνούν τα σύνορα κάθε εβδομάδα από το Ρακίν προς το Μπανγκλαντές. Εκατοντάδες είναι ασυνόδευτα ή ορφανά και χρήζουν άμεσης φροντίδας καθώς κινδυνεύουν από μολυσματικές ή άλλες ασθένειες, ασιτία αλλά και να πέσουν θύματα διακινητών.

Εκθεση-κόλαφος και το Facebook

Η πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ που βασίστηκε σε συνεντεύξεις 857 θυμάτων –μιας και δεν επετράπη η είσοδος στη Μιανμάρ –αλλά και στοιχεία από δορυφορικές εικόνες, περιγράφει με λεπτομέρειες τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των Ροχίνγκια, οι οποίοι θεωρούνται ως η κατεξοχήν κυνηγημένη θρησκευτική μειονότητα σε όλον τον κόσμο.
Δολοφονίες, βασανιστήρια, φυλακίσεις, βιασμοί, σεξουαλική βία και διώξεις είναι μερικά στον μακρύ κατάλογο του ΟΗΕ που αναφέρει ότι βρήκε αδιάσειστα στοιχεία ότι οι ενέργειες των ενόπλων δυνάμεων της Μιανμάρ, γνωστές με την ονομασία Τατμαντό, «χωρίς καμία αμφιβολία προχώρησαν στα πιο σοβαρά εγκλήματα βάσει του διεθνούς δικαίου» στα κρατίδια Ρακίν, Κατσίν και Σαν, ενώ υπολογίζει ότι περί τους 25.000 ανθρώπους έχουν σκοτωθεί στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων.
Η έκθεση του ΟΗΕ καταγγέλλει μεταξύ άλλων και την πολιτική ηγεσία της χώρας και σημειώνει πως η βραβευμένη με το Νομπέλ Ειρήνης Αουνγκ Σαν Σούου Κίι «δεν έκανε χρήση της de facto θέσης της ως επικεφαλής της κυβέρνησης ούτε του ηθικού της κύρους στην αντιμετώπιση ή την πρόληψη των γεγονότων». Ο διεθνής Οργανισμός συστήνει στο Συμβούλιο Ασφαλείας να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο και ζητεί στοχευμένες κυρώσεις κατά των δραστών και την επιβολή εμπάργκο όπλων.
Λίγα λεπτά μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, το Facebook αφαίρεσε 18 λογαριασμούς και 52 σελίδες που σχετίζονται με τον στρατό της Μιανμάρ, μια κίνηση που έρχεται μετά από μήνες σφοδρών επικρίσεων για την αποτυχία του να καταπολεμήσει τη διάδοση μίσους στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης από τις ένοπλες δυνάμεις της Μιανμάρ κατά των Ροχίνγκια. Οι σελίδες και οι λογαριασμοί που καταργήθηκαν είχαν συνολικά σχεδόν 12 εκατ. ακολούθους.
Υπολογίζεται ότι πριν από το καλοκαίρι του 2017, οπότε και ξεκίνησε το μαζικό κύμα εκκαθάρισής τους, περίπου ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι Ροχίνγκια ζούσαν στο περιθώριο, χωρίς να έχουν αναγνωριστεί ποτέ ούτε από τη στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε επί δεκαετίες τη Μιανμάρ, ούτε όμως από την εκλεγμένη το 2015 κυβέρνηση που σχημάτισε το κόμμα της Αούνγκ Σαν Σούου Κίι.

HeliosPlus