Υστερα από πάνω από έξι μήνες κράτησης σε μια τουρκική φυλακή, οι δύο έλληνες στρατιωτικοί που είχαν την κακή τύχη να εισέλθουν στην τουρκική επικράτεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους αισίως βρίσκονται σπίτια τους.
Γιατί απελευθερώθηκαν τη δεδομένη χρονική στιγμή; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι παράγοντες, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν μπορούν και δεν πρέπει να περιοριστούν στο στενό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Εάν η αρχική πρόθεση της Τουρκίας ίσως ήταν να εξαναγκάσει την Ελλάδα να της παραδώσει τους οκτώ τούρκους στρατιωτικούς, στους οποίους έχει χορηγηθεί άσυλο, τα δεδομένα άλλαξαν με τη σημερινή ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών, τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας και τη σοβαρή οικονομική ύφεση. Η απελευθέρωση των δύο ελλήνων στρατιωτικών εξασφαλίζει την προοπτική στην Τουρκία να στραφεί προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Με άλλα λόγια, η απελευθέρωσή τους αίρει ένα σοβαρό εμπόδιο για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση προς την ΕΕ και τα πιο σημαντικά για την Αγκυρα κράτη-μέλη της.
Η διεθνοποίηση του θέματος της σύλληψης των δύο συνέβαλε στο να τεθεί το ερώτημα εάν η Τουρκία είναι ένα κράτος δικαίου. Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της 26ης Ιουνίου αντανακλούν τον προβληματισμό των χωρών-μελών της ΕΕ εάν τηρούνται οι αρχές του κράτους δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης στην Τουρκία. Η άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης τον Ιούλιο δεν έκαμψε τις ανησυχίες τους. Σε πρόσφατο άρθρο του στους «New York Times», ο πρόεδρος Ερντογάν τόνισε την ανάγκη να γίνει σεβαστή η δικαστική διαδικασία στη χώρα του από τον πρόεδρο Τραμπ, εφόσον αντανακλά τις κοινές δημοκρατικές αξίες μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Επομένως, η απελευθέρωση των δύο, καθώς και του επικεφαλής του τουρκικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, αποσκοπεί να αποδείξει εμπράκτως πως η Δικαιοσύνη στην Τουρκία είναι τυφλή και δεν επηρεάζεται από πολιτικές παρεμβάσεις όπως στην περίπτωση του αμερικανού πάστορα Branson και όσων περιμένουν να τους αποδοθούν κατηγορίες ή να δικαστούν.
Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα, στο ελάχιστο, σε κράτη-μέλη της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία να αναζητήσουν ένα modus vivendi με την Τουρκία στην προσπάθεια υπεράσπισης των εθνικών και οικονομικών συμφερόντων τους, χωρίς να παραβιάζουν τις πιο κανονιστικές πτυχές της προσέγγισης της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία. Τόσο η ΕΕ όσο και η Τουρκία έχουν βάσιμους λόγους για αυτή την επιδίωξη, καθώς και στις δύο πλευρές έχουν επιβληθεί δασμοί στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την κυβέρνηση Τραμπ. Επιπροσθέτως, για την Τουρκία, η ανάγκη να σταθεροποιηθεί η οικονομία της και να περιορίσει την περαιτέρω φυγή ευρωπαϊκών άμεσων ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων έχει λάβει υπαρξιακές διαστάσεις. Ταυτόχρονα, ένα άνοιγμα στην ΕΕ δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να εξισορροπήσει την αυξανόμενη εξάρτησή της από μια ολοένα και πιο επιβλητική Ρωσία.
Η επιστροφή σε μια θετική ατζέντα ΕΕ – Τουρκίας, έστω και μερική, με επίκεντρο τα ζητήματα απελευθέρωσης των θεωρήσεων βίζας για τους τούρκους πολίτες, το Μεταναστευτικό, τον καθορισμό ρόλων στην ενδεχόμενη ανασυγκρότηση της Συρίας, όπως, σε δεύτερη φάση, και την εξεύρεση μιας λύσης αναφορικά με τα διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν στην Ανατολική Μεσόγειο, που συνδέονται με την επίλυση του Κυπριακού, δικαιολογούν την προσπάθεια επαναπροσέγγισης μεταξύ των δύο πλευρών.
Καθώς η Ευρώπη αγωνίζεται να αντιμετωπίσει την εσωτερική της συνοχή, τον αυξανόμενο λαϊκισμό και τάσεις εξαιρετισμού, είναι σημαντικό τα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας να μην έχουν αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία και να μην υπονομεύσουν την ανάκαμψη χωρών όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Για την Τουρκία, αυτή η επανασύνδεση με την Ευρώπη υποδηλώνει τα όρια της αντιδυτικής πολιτικής του μεμονωμένου λύκου, καθώς δεν υπάρχουν σήμερα αξιόπιστες εναλλακτικές στην οικονομική και πολιτική σταθερότητα που προσφέρει η ευρωπαϊκή Δύση.
Τέλος, τόσο η ΕΕ όσο και η Τουρκία συνειδητοποιούν τη μεταβαλλόμενη φύση του σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος, όπου η ρευστότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό, καθώς οι αρχές, οι κανόνες και οι αξίες επαναπροσδιορίζονται συνεχώς. Ως εκ τούτου, η τρέχουσα διαμάχη μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών αντικατοπτρίζει έναν ολοένα και περισσότερο συναλλακτικό και ρευστό κόσμο (για να χρησιμοποιηθεί η ορολογία του περίφημου πολωνού διανοουμένου Zigmund Bauman) όπου οι ρευστές (liquid) συμμαχίες και οι συμμαχικοί σχηματισμοί διαμορφώνουν το «νέο φυσιολογικό» (new normal).
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η αιφνιδιαστική απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών.
Ο κ. Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ