Οι εκλογές που διεξάγονται σήμερα στη γειτονική Τουρκία είναι από τις πιο σημαντικές στην ιστορία της χώρας και όχι μόνο. Οι λόγοι είναι πολλοί και αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτούς ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Οι εκλογές απορρέουν από την εμμονή του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει το πολίτευμα της χώρας από προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική, με αυξημένες εξουσίες για τον πρόεδρο και ουσιαστική ακύρωση της διάκρισης των εξουσιών.
Σύμφωνα με το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017, το αποτέλεσμα του οποίου ήταν η έστω και με ισχνή πλειοψηφία έγκριση των αλλαγών αυτών, οι εκλογές αυτές ήταν προγραμματισμένες για το τέλος του 2019. Ωστόσο ο πρόεδρος Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, προτίμησαν να τις επισπεύσουν έτσι ώστε, από τη μία, να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες από μια διαφαινόμενη διολίσθηση της οικονομίας και, από την άλλη, να εκμεταλλευθούν την προφανή ανετοιμότητα μιας διασπασμένης αντιπολίτευσης να τις διεκδικήσει. Για να εξασφαλίσουν δε την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία, προχώρησαν στη δημιουργία μιας λαϊκής συμμαχίας με δύο εθνικιστικά και συντηρητικά κόμματα.
Το πολωτικό αφήγημα του Ερντογάν είναι ότι οι εκλογές αυτές αφορούν την επιλογή μεταξύ σταθερότητας και αβεβαιότητας, πόσω μάλλον καθώς η τακτική της πόλωσης υπήρξε το πιο αποτελεσματικό του όπλο κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων. Η τακτική αυτή τού επέτρεψε να παρουσιάζει τον εαυτό του και το κόμμα του ως το προπύργιο κατά οποιασδήποτε ανασφάλειας και προκλήσεων, είτε εσωτερικής είτε εξωτερικής προέλευσης.
Ομως, η αντιπολίτευση εξέπληξε με την ικανότητά της να προσπεράσει το αρχικό της μούδιασμα με τη δημιουργία μιας ετερόκλητης Εθνικής Συμμαχίας. Η συμμαχία αυτή στέγασε το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, που εκφράζει ένα κεμαλικό και κοσμικό ιδεολόγημα, με φιλελεύθερες, ισλαμικές αλλά και εθνικιστικές παρατάξεις σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουν ένα περισσότερο ενωτικό αφήγημα για τη χώρα, υπονοώντας ότι έτσι μπορεί να ξεπεραστούν η πόλωση και ο διχασμός.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις τελευταίες εβδομάδες να μετακινήσει το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης προς άλλη κατεύθυνση, αναπτύσσοντας ζητήματα όπως η διάκριση των εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, και δικαστικής), η υπεράσπιση των ανεξαρτήτων αρχών, όπως της Κεντρικής Τράπεζας, η αποκέντρωση και η ισονομία των πολιτών. Ο τρίτος πόλος είναι το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, ένα αριστερό κόμμα που αντιπροσωπεύει πολλούς ψηφοφόρους κουρδικής καταγωγής, του οποίου ο υποψήφιος για την προεδρία, ο Selahattin Demirtas, διεξάγει τον εκλογικό του αγώνα έγκλειστος.
Στην ουσία, η αντιπολίτευση απευθύνεται στις ανησυχίες πολλών πολιτών οι οποίες αφορούν το προεδρικό σύστημα made in Turkey που προωθεί ο Ερντογάν, στο οποίο όλη η εξουσία είναι συγκεντρωμένη στον προεδρικό θώκο ως τον μόνο τρόπο για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι προκλήσεις και απειλές με τις οποίες η Τουρκία είναι αντιμέτωπη. Σε αντιδιαστολή, υπόσχεται να εποικοδομήσει ένα δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα το οποίο θα αποκαταστήσει θεσμικά αντίβαρα, υπονοώντας την επιστροφή στη διαδικασία εκδημοκρατισμού, η οποία διακόπηκε μετά τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας του Γκέζι την άνοιξη του 2013.
Η αντίθεση στα σχέδια του Ερντογάν έχει πολλές παραμέτρους.
l Στην πραγματικότητα, η αποτελεσματικότητα της πολωτικής πολιτικής του πηγάζει από το γεγονός ότι προσφέρει στη συντηρητική και βαθιά θρησκευόμενη εκλογική του βάση ένα διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο για τη χώρα, μακριά από την κοσμικότητα και τις δυτικές αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος από την ίδρυσή του το 1923 και κάτω από την καθοδήγηση του Κεμάλ Ατατούρκ, και προς ένα εναλλακτικό εθνικο-θρησκευτικό μοντέλο, που θα προσδιορίζεται από μια σουνιτική μουσουλμανική ταυτότητα. Εν όψει και της εκατοστής επετείου από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, η εκλογική επικράτηση του Ερντογάν και του κόμματός του θα συνιστούσε την ολοκλήρωση της μεταλλαγής της ταυτότητας της χώρας. Και αυτό φοβίζει ένα μεγάλο μέρος του τουρκικού εκλογικού σώματος, πόσω μάλλον καθώς ο Ερντογάν δεν έχει άλλη επιλογή παρά να παραμείνει στην εξουσία που σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να σημάνει τη διαπόμπευσή του αλλά και του οράματός του για τη χώρα.
l Αν και ανέκαθεν το υπόβαθρο του δημοσίου και πολιτικού διαλόγου ήταν εθνικιστικό, σήμερα εκφράζεται με ακραίες αποχρώσεις από τη συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος. Ως εκ τούτου, το διακύβευμα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, είναι η διαχείρισή του και η διατήρησή του σε μετριοπαθή επίπεδα.
l Τέλος, σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα το οποίο βιώνει τη σταδιακή αποδόμηση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, όπως διαμορφώθηκε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το πολωτικό εθνικιστικό πλαίσιο του τουρκικού πολιτικού συστήματος θα μπορούσε να έχει τεράστιες αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα και τα συμφέροντά της. Αν αποδεχθούμε το γεγονός ότι το υπάρχον ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον επιτρέπει σε ένα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας να προσαρτήσει εδάφη άλλης χώρας, όπως έπραξε η Ρωσία με την Κριμαία το 2014, ή όπως συμπεριφέρονται οι ΗΠΑ με τη μη νομιμοποιημένη στρατιωτική τους παρουσία στην εδαφική κυριαρχία της Συρίας, αλλά και την αντίστοιχη αμφιλεγόμενη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας εκεί, τότε οι συνέπειες για την Ελλάδα θα μπορούσαν να είναι εφιαλτικές.
Για τους λόγους αυτούς, τα αποτελέσματα των σημερινών εκλογών στην Τουρκία θα έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς της και, κατ’ επέκταση, στη διεθνή της συμπεριφορά και στη συνδιαλλαγή της με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο κ. Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ