«Εκλογές; Ποιες εκλογές;»
«Από νομικής άποψης είναι σωστό ότι δεν συμμετέχει, αλλά πολιτικά, εκλογές χωρίς τον Ναβάλνι είναι ημιτελείς» συνοψίζει ο επιχειρηματίας Μπόρις Τιτόφ, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ναβάλνι, είναι υποψήφιος. Είναι ένας εκ των 7 υποψηφίων εκτός από τον Πούτιν. «Σε όλους είναι σαφές ότι τις καλύτερες πιθανότητες έχει ο νυν πρόεδρος. Εγώ κατεβαίνω υποψήφιος για να δείξω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμμερίζονται την πολιτική Πούτιν» δηλώνει στη DW.
Αυτήν ή σχεδόν αυτή τη φράση επαναλαμβάνουν και οι δύο αντίπαλοί του, ο φιλελεύθερος Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι και οι εθνικολαϊκιστής Βλάντιμιρ Σιρινόφκσι. Και οι δύο είναι γνωστοί στη Συρία από τη δεκαετία του 90. Ο Γιαβλίνσκι προειδοποιεί ότι η Ρωσία προωθεί μια πολύ επικίνδυνη πολιτική που στο εσωτερικό οδηγεί στη φτώχεια και στο εξωτερικό σε στρατιωτική διένεξη. Ο Σιρινόφκσι πάλι απειλεί ο ίδιος τη Δύση με πόλεμο. «Εάν νικήσω, θα ξυπνήσουν 100 εκ. Ρώσοι με ένα χαμόγελο στα χείλη, η Δύση θα τρέμει, εάν δεν σταματήσει να δασκαλεύει τους Ρώσους πώς να ζουν».
Και πώς ζουν οι Ρώσοι; Πολλοί που στηρίζουν τον Πούτιν ζουν καλά, πολύ καλά μάλιστα. Ζουν στη Μόσχα και καλοπληρώνονται, όπως η Μαρία Κατασόνοβα, που εργάζεται στη βουλή και είναι παθιασμένη οπαδός του Πούτιν. «Ο Πούτιν είναι σύμβολο της σταθερότητας, του χρωστώ τα πάντα», λέει. Άλλοι διακατέχονται από το φόβο μήπως χάσουν τη στέγη πάνω από το κεφάλι τους, όπως η Ντάρια Νταας από την Γιεκατερίνενμπουργκ. Οι αρχές ανακάλυψαν ότι το σπίτι της χτίστηκε από το κράτος παράνομα πριν 25 χρόνια. «Εκλογές; Ποιες εκλογές;» διερωτάται. «Η απόφαση ελήφθη προ πολλού». Το σπίτι της είναι κρύο, η θέρμανση δεν λειτουργεί. «Έτσι μας αφήνει το κράτος, στα κρύα του λουτρού», λέει.
Σιωπή των κρατικών ΜΜΕ
Άλλοι πάλι θέτουν σε κίνδυνο την ελευθερία τους, τολμώντας να επικρίνουν την εξωτερική πολιτική του Πούτιν, όπως ο Παβέλ Νικουλίν, που βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος δημοσίευσε μια συνέντευξη με έναν πρώην Ρώσο μαχητή του ISIS και την επόμενη δέχθηκε επίσκεψη από τις μυστικές υπηρεσίες. Βέβαια στη Ρωσία δεν υπάρχει λογοκρισία, επίσημα τουλάχιστον, αλλά πολλοί δημοσιογράφοι φοβούνται αντίποινα και πράξεις εκφοβισμού, εάν γράψουν εναντίον του Πούτιν.
Ο Ντμίτρι Σκορομπουτόφ εργάστηκε για 15 χρόνια στην κρατική τηλεόραση. Μια μέρα ένας μεθυσμένος συνάδελφός του τον σαπίζει στο ξύλο. Του κάνει λοιπόν μήνυση, αλλά ο σταθμός ήθελε να συγκαλύψει το επεισόδιο και έθεσε υπό πίεση το δικαστήριο. Ο Σκορομπούτοφ έχασε τη δουλειά του, πούλησε το σπίτι του για να κρατήσει τη μητέρα του στη ζωή και σύντομα σκοπεύει να φύγει από τη χώρα. «Όταν γίνονται διαδηλώσεις κατά του Πούτιν, ο σταθμός μας σιωπά στην κυριολεξία», λέει. «Το όνομα Ναβάλνι, του διοργανωτή, απαγορευόταν να το προφέρουμε, παρά το ότι οι διαδηλώσεις γίνονταν σε 102 πόλεις».
Και οι διαδηλώσεις, όπως αυτή που πήγαινε η Γιούλια Φεντοτόβα, αποκτούσαν ακόμη μεγαλύτερο παλμό, όσο τα ελεγχόμενα από το κράτος ΜΜΕ έθαβαν τις διαδηλώσεις, ή τις διαμαρτυρίες εναντίον της ισχυρής ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας, που αποκτά όλο και μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική και στην κοινωνία. Επικριτές της εκκλησίας θεωρούν ότι αυτή η επιρροή έχει αλλάξει την κοινωνία, που γίνεται όλο και πιο συντηρητική.
Γιούρι Ρεσέτο/Ειρήνη Αναστασοπούλου