Επί 25 χρόνια (στη Χρήστου Λαδά αρχικά, στη Μιχαλακοπούλου μετά) ο Βασίλης Μουλόπουλος περιφερόταν ανάμεσά μας πάντα χαμογελαστός για να πει αστεία, να κρίνει και να επικρίνει, να σχολιάσει την επικαιρότητα, να αναθέσει δουλειές, να συγκρίνει το τι είχαμε εμείς σε σχέση με τις ανταγωνιστικές εφημερίδες και επομένως να συγχαρεί ή να μεμφθεί.
Δεν ήταν από τα διευθυντικά στελέχη που κλείνονται στο γραφείο τους και οργανώνουν συσκέψεις ή περιμένουν επισκέψεις των «υφισταμένων» ο Βασίλης Μουλόπουλος. Η αριστερή δημοκρατική κουλτούρα του ήταν βαθιά, από οικογενειακή παράδοση, και είχε βέβαια επηρεαστεί από τη θητεία του κατά τη δεκαετία του 1970 στη «Lotta Continua», την εφημερίδα της ομώνυμης επαναστατικής οργάνωσης, που ήταν η «ιταλική «Liberation»», γέννημα της εκρηκτικής περιόδου που κωδικοποιήθηκε ως «το 1968». Δεν θα μπορούσε άλλωστε να έχει ξεκινήσει κάπου αλλού τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του, αφού νωρίτερα, φοιτητής ακόμη στη Ρώμη, ανήκε στην «Ανεξάρτητη Αριστερά» και έγραφε πύρινα αντιδικτατορικά άρθρα στην πολυγραφημένη εφημεριδούλα «Επίθεση».

Διπλή επιτυχία

Ηρθε στο «Βήμα» ως συντάκτης ύλης το 1984, με αφορμή την επανέκδοση του ημερήσιου φύλλου. Εκείνη η προσπάθεια διήρκεσε έναν χρόνο, «Το Βήμα» ξανάγινε μόνο κυριακάτικο, αλλά ο Βασίλης ρίζωσε στην εφημερίδα και έγινε πολύ γρήγορα βασικό μέλος της επιτελικής ομάδας που με επικεφαλής τον φίλο και κουμπάρο του Σταύρο Ψυχάρη υπερδιπλασίασε την κυκλοφορία του (την οδήγησε σε περισσότερα από 200.000 φύλλα) και το έφερε από την τέταρτη στην πρώτη θέση χάρη στον πλούτο και στην ποιότητα του περιεχομένου του. Εμεινε εκεί για πάρα πολλά χρόνια –και μετά τις περιπέτειες, βρίσκεται πάλι. Ομως, εκτός από δημοσιογραφική, ήταν και προσωπική επιτυχία του Βασίλη η θητεία του στο «Βήμα», αφού εδώ γνώρισε την αγαπητή μας Μαρία Βύνιου, που εργαζόταν στο ατελιέ και έγινε η γυναίκα του και σύντροφος της ζωής του.

Ηταν διευθυντής Σύνταξης, υπεύθυνος μάλιστα για αυτό που θεωρείται «η καρδιά» των εφημερίδων, το πολιτικό ρεπορτάζ. Αποχώρησε με ιδιαίτερα τιμητικό τρόπο το 2009, όταν τον επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ για επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας και έγινε βουλευτής. Αλλά παρά τις γνώσεις του για την πολιτική, τη δημόσια και την παρασκηνιακή, ο Βασίλης δεν ήταν επαγγελματίας πολιτικός για να επικρατήσει στη «μάχη του σταυρού», ήταν αριστερός διανοούμενος δημοσιογράφος. Μετά τις εκλογές του 2012 επέστρεψε στη δημοσιογραφία: ήταν πρόεδρος του ΔΣ της «Αυγής» και αρθρογραφούσε στις σελίδες της, από την αντίπερα όχθη. Αλλά η εκτίμηση για το πρόσωπό του παρέμεινε αδιατάρακτη –νομίζουμε ότι και από τη δική του πλευρά ίσχυε το ίδιο.

«Θεσμικός αριστεριστής»

Πέρα όμως από τις συγκυρίες των πολιτικών αντιπαραθέσεων, ο Βασίλης Μουλόπουλος και στο «Βήμα», ως αρθρογράφος, ήταν πάντα ο επαναστάτης αριστερός της νεότητάς του: ως «θεσμικό αριστεριστή» τον έχει περιγράψει επιτυχημένα στο βιβλίο του Μεταξύ Γουτεμβέργιου και Μαρξ ο συνεργάτης μας Ανδρέας Παππάς, που είχε συνυπάρξει με τον Βασίλη στη συντακτική επιτροπή του θεωρητικού περιοδικού της ανανεωτικής Αριστεράς «Αντιθέσεις». Ηταν καυστικός, επιθετικός και αδιάλλακτα αριστερός στην αρθρογραφία του. Αλλά ως διευθυντικό στέλεχος γνώριζε πολύ καλά πως ήταν άλλο η διατύπωση απόψεων και άλλο η δημοσιογραφική δουλειά σε εφημερίδα που μακρόχρονα, και με συνέπεια, ανήκε στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Γνώριζε επίσης πολύ καλά ότι υπηρετούσε και δικούς του ιδεολογικούς στόχους εργαζόμενος εδώ και ότι οι καταγγελίες περί «διαπλοκής» και «κέντρου διαφθοράς» που εκτοξεύονταν ακόμα και εναντίον του από κάποιους Συριζαίους, όταν δεν ήταν φύλλο συκής για δικά τους αμαρτήματα, ήταν απλώς φθόνος και επιθυμία κατάκτησης.

Αναζητώντας τη χαμένη Αριστερά

Η συζήτηση και οι καβγάδες που γίνονται στην Αριστερά για την Αριστερά ξεκινούν από το αξίωμα ότι υπάρχει μόνο μία, η δική μας. Της παρέας μας, της οργάνωσής μας. Αλλος λίγο, άλλος πολύ, ο καθένας μας είναι θεματοφύλακας της καθαρότητας, έχει τη λύση έτοιμη στην τσέπη του. Τον περισσότερο χρόνο μας τον αναλώνουμε να πείσουμε ο ένας τον άλλον. Και προτιμάμε το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» αν δεν είναι η δική μας (αριστερή) ψυχή αυτή που κερδίζει.

Αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν χρησιμεύει σε τίποτε να την κρύψουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις αιτίες.

Αλλιώς ακόμη και οι πιο ανιδιοτελείς εκκλήσεις στην ενότητα, οι πιο γενναιόδωρες προσπάθειες συνασπισμού και συμμαχιών είναι καταδικασμένες να παραμένουν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

Η Αριστερά, οι κομμουνισμοί, υπήρξαν και είναι περισσότεροι από ένας. Οι ανταγωνιστικοί αντικαπιταλισμοί ακόμη περισσότεροι. Ποιοι είναι οι σωστοί; Οι δικοί μας ή οι δικοί τους; Ερώτηση χωρίς απάντηση.

Η γενιά μου (αυτοί που πολιτικοποιήθηκαν μεταξύ του ‘68 και του ‘77) είναι δέσμιοι μιας πολιτικής κουλτούρας που απαιτεί να «ηγεμονεύσει» (θα έλεγα: να εξοντώσει) όποιον εκφράζει οπτικές διαφορετικές από τις δικές μας.
Εφαρμόζει το αντίθετο από αυτό που επαγγέλλεται: μια κοινωνία ελευθερίας και αλληλεγγύης. Επιπλέον, όπως διδάσκουν οι επιστήμονες της οργάνωσης (και όπως έλεγε ο πρόεδρος Μάο), υπάρχει η αρχή της επιβίωσης που μεταλλάσσει τις ηγετικές ομάδες, ακόμη και των πιο μικρών γκρουπούσκουλων, σε ολιγαρχίες. Τις πιο αντιεξουσιαστικές στα λόγια ομάδες σε σκληρούς στην πράξη εξουσιαστές.

Πέρα όμως από τις παρέες, τις οργανώσεις, τα κόμματα, τους αρχηγούς και τους μηχανισμούς. Πέρα από τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ο «λαός της Αριστεράς». Αυτός που δεν έχει άλλους λόγους να είναι μαζί εκτός από τις κοινές ιδέες, ελπίδες, οράματα.

Οπως έλεγε ο Εκεχαρτ Κνίπεντορφ: «Το πρωταρχικό κίνητρο της Αριστεράς είναι η ηθική εξέγερση». Πιστεύω ότι αυτός ο «λαός της Αριστεράς» είναι στη βάση πολύ πιο ομοιογενής, πολύ πιο «πολιτικός» από τις διάφορες «μοναδικές Αριστερές» που τον διεκδικούν. Ζητεί κατάργηση της επισφαλούς εργασίας, διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, αξιοκρατία, πρόσβαση όλων στην Υγεία και στην Παιδεία, κατάργηση των προνομίων της κάστας (πολιτικής, οικονομικής και μεντιακής) που κυβερνά τη χώρα. Ζητεί από την Αριστερά να πει τι θα έκανε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα αν ήταν κυβέρνηση: για την άνοδο του εισοδήματος, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την εκπροσώπηση στις αποφάσεις των αδύναμων ομάδων και τάξεων. Ισως σε πολλούς τα παραπάνω φανούν λίγα, ρεφορμιστικά, σοσιαλδημοκρατικά. Καθόλου επαναστατικά.

Ισως για άλλους είναι αριστερότερο το ποιος θα ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ και πώς θα τιμαροποιηθεί η εξουσία μεταξύ των φεουδαρχών του. Θα επιβεβαιώσουν έτσι ότι το «φάντασμα της ελπίδας» (όπως έγραψε χθες η Πέπη Ρηγοπούλου στην «Ελευθεροτυπία») δεν θα είναι υποψήφιο όχι μόνο στις επόμενες αλλά σε πολλές, πάρα πολλές εκλογικές αναμετρήσεις του μέλλοντος.

Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα» στις 2.9.2009

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ