Οι αλλαγές στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε συνδυασμό με τις πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη για το ρόλο της Εκκλησίας στην Κατοχή και την Αντίσταση που προκάλεσαν την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε κλείσει πότε. Προφανώς και η καταλλαγή που έχει επέλθει μετά την πρόσφατη συνάντηση της εκκλησιαστικής με την πολιτική ηγεσία είναι πρόσκαιρη.

Καθώς το ζήτημα αυτό είναι ευρύτατο και συνδέεται με γενικότερα ζητήματα θέσμισης της ελληνικής κοινωνίας, θα περιοριστούμε εδώ στη διερεύνηση της σχέσης της θρησκείας με το ελληνικό σχολείο, η οποία επιδρά καταλυτικά στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Καταρχάς, είναι σκόπιμο να τονισθεί το γεγονός ότι η θρησκεία αποτελεί ισχυρό παράγοντα διαφοροποίησης των συλλογικών ταυτοτήτων στο σύγχρονο κόσμο, κυρίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν πολιτικές ιδεολογίες με ισχυρά λαϊκά ερείσματα αποδυναμώθηκαν ή κατέρρευσαν.

Επίσης, η «συμπλοκή» του Κράτους με την Εκκλησία στην Ελλάδα έχει αποδειχτεί αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν (λ.χ. στο θέμα ταυτοτήτων) αναιρώντας στην πράξη τη βιβλική ρήση «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».

Στο πλαίσιο αυτό και με βάση τις αρχές της νεωτερικότητας, θα περίμενε κανείς τα εκπαιδευτικά προγράμματα των ευρωπαϊκών χωρών να αποτυπώνουν μια συστηματική προσπάθεια εκκοσμίκευσης και απαγκίστρωσης του Κράτους από την Εκκλησία, με ταυτόχρονο κρατικό έλεγχο της εκπαίδευσης.

Πράγματι, το εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας είναι μοναδικό στην Ευρώπη ως προς τον αμιγώς κοσμικό χαρακτήρα του ανεξάρτητα από το πόσο ικανοποιητικά διαχειρίζεται η γαλλική πολιτεία το ζήτημα της ανεκτικότητας προς την ετερότητα. Σημαντική, εξάλλου, πρόοδο προς την κατεύθυνση του αποχρωματισμού των σχολικών προγραμμάτων από τον κατηχητικό χαρακτήρα τους έχουν σημειώσει και η Ιταλία και Πορτογαλία.

Το ίδιο όμως δε συνέβη στη χώρα μας καθώς και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Αγγλία, Δανία, Αυστρία και άλλες), με την ειδοποιό διαφορά ότι στην ελληνική περίπτωση η ενδογμάτιση και ο προσηλυτισμός έχουν προσλάβει έντονα χαρακτηριστικά.

Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται εύκολα εάν αναλογιστεί κανείς ότι η ορθόδοξη πίστη αποτελούσε διαχρονικά έναν από τους βασικούς πυλώνες του ελληνικού έθνους, καθώς η ιστορική του ενότητα σφυρηλατήθηκε πάνω στο τρίπτυχο Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νεώτερη Ελλάδα, το οποίο πρόταξε ως συνεκτικό στοιχείο την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό σχολείο έχει αλλάξει εκ βάθρων λόγω της διαφορετικής κουλτούρας και ιδεολογίας των μαθητών, με αποτέλεσμα το παλαιό κατηχητικό μοντέλο να είναι ανεφάρμοστο. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι εξαιτίας των πολιτικών ανακατατάξεων των τελευταίων δεκαετιών η παραδοσιακή ελληνική κοινωνία μεταλλάχθηκε σε σημαντικό βαθμό σε πολυπολιτισμική (κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα).

Συνεπώς, με δεδομένη τη μεταβολή στη σύνθεση του μαθητικού δυναμικού, η διδασκαλία του μαθήματος με τον παραδοσιακό τρόπο του κατηχητισμού και της ενδογμάτισης θεωρείται παρωχημένη, καθώς δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η δυναμική της συστηματικής αγωγής στη διαμόρφωση της ταυτότητας του ατόμου.

Από την άλλη πλευρά, η θρησκειολογική οπτική που προκρίνει το Υπουργείο Παιδείας για τη διδασκαλία του μαθήματος έναντι της ομολογιακής ενέχει αρκετούς κινδύνους. Για παράδειγμα, πόσο σίγουροι είμαστε ότι οι μαθητές του Γυμνασίου διαθέτουν την κριτική ικανότητα να επιλέξουν οι ίδιοι το δόγμα που θα υιοθετήσουν λαμβάνοντας την κατάλληλη πληροφόρηση για τα επιμέρους χαρακτηριστικά των διαφόρων θρησκειών στο σχολείο; Προφανώς με τη λογική της παραχώρησης του δικαιώματος της ψήφου σε δεκαεφτάρηδες, είμαστε πεπεισμένοι για την ορθοφροσύνη και των μικρότερων ηλικιών.

Επίσης, η θεματική διαρρύθμιση της ύλης που προβλέπεται στα νέα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών εγκυμονεί τον κίνδυνο τα παιδιά να πελαγοδρομούν, καθώς δεν θα έχουν στο μυαλό τους τη γραμμική διάταξη των γεγονότων από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, που θα τα διευκόλυνε να προχωρήσουν σε συνθετότερους συνειρμούς.

Συμπερασματικά, το πλαίσιο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών και τα προγράμματα σπουδών στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι αναγκαίο να αναμορφωθούν, γιατί τα μέχρι πρότινος ισχύοντα καθιστούσαν δυσχερή την επίτευξη διδακτικών στόχων, με αποτέλεσμα η διδασκαλία του μαθήματος σε αρκετές περιπτώσεις να στερείται το χαρακτήρα μιας ευχάριστης παιδαγωγικής περιπλάνησης για τους διδάσκοντες και να προσλαμβάνεται ως ανιαρή εμπειρία από τους διδασκόμενους.

Ωστόσο, παρά την αναγκαιότητα της προσαρμογής του μαθήματος των Θρησκευτικών στις νέες κοινωνικές συνθήκες και τη διάθεση του Υπουργείου Παιδείας να προβεί σε τομές στη διδασκαλία του, ο κίνδυνος οι νέες γενιές να υιοθετήσουν ταυτότητες αλλότριες προς τις αξίες και τις παραδόσεις του έθνους είναι υπαρκτός.

Στη διατύπωση του παραπάνω προβληματισμού, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και η μετα-νεωτερική αντίληψη που φαίνεται να επικρατεί στο σύγχρονο κόσμο και επιβάλλει απόλυτη ομοιομορφία ιδεών, αξιών, ηθών, με διαφαινόμενη κατάληξη την απώλεια της ιδιοσυστασίας και της εθνικής ταυτότητας.