Συμπτωματικά η «Μισαλλοδοξία» που σκηνοθετεί η Ιώ Βουλγαράκη στη Στέγη συμπίπτει με την επέτειο των 100 χρόνων από την ομώνυμη ταινία του βωβού κινηματογράφου του David Wark Griffith (1875-1948), στην οποία και βασίζεται η παράσταση. Η ιδέα προέκυψε από μια ανάγκη της ομάδας ΠΥΡ, την οποία ίδρυσε το 2012 η σκηνοθέτρια μαζί με τον Αργύρη Ξάφη και τη Δέσποινα Κούρτη, να ψάξει λίγο το θέμα του εμφυλίου πολέμου. Μετά τους «Ληστές» του Σίλερ που ανέβασαν στο Φεστιβάλ Αθηνών, άρχισαν να φτιάχνουν το καινούργιο τους υλικό. Διαβάζοντας, και έχοντας ως προϋπόθεση να αποφύγουν την παράσταση-ντοκουμέντο, «έπεσαν πάνω» στον Γκρίφιθ, στη «Γέννηση ενός έθνους», και από εκεί κατευθείαν στη «Μισαλλοδοξία» του.

«Νιώσαμε ότι είμαστε στην καρδιά του θέματος, στην υπαρξιακή του διάσταση, κι όχι μέσα στο πλαίσιο μιας χώρας. Ο Γκρίφιθ ανοίγει το θέμα ποιητικά, το βαθαίνει»
λέει η Ιώ Βουλγαράκη. «Ομολογώ ότι δεν είχαμε στόχο να κάνουμε μια παράσταση πιστή μεταφορά της ταινίας ούτε, φυσικά, να αναμετρηθούμε μαζί της. Για εμάς η ταινία άνοιξε ένα πεδίο φαντασίας που δεν είχε πια να κάνει με την εικόνα του Γκρίφιθ αλλά με τις εικόνες που είχαν αφορμή την ίδια την ταινία του».
Νέα σκηνική γλώσσα


Βασικό συστατικό το στοιχείο του βωβού (κινηματογράφου): «Πράγμα που σημαίνει, ηθοποιοί χωρίς κείμενο. Πώς λοιπόν θα αφηγηθούμε μια ιστορία χωρίς λόγια αλλά και χωρίς παντομίμα, χωρίς βιρτουοζιτέ… Κληθήκαμε να ξεχάσουμε τις αναφορές και τα κλισέ μας και να ανακαλύψουμε μια νέα σκηνική γλώσσα. Κι αυτή τη σκηνική γλώσσα δεν την έχουμε ξαναδοκιμάσει. Δεν πατάει σε κάτι προηγούμενο, ούτε καν στο βωβό σινεμά. Εδώ οι όροι του παιχνιδιού είναι άλλοι» εξηγεί. Η παράσταση βασίζεται στην τέταρτη ιστορία, η οποία και επανεκδόθηκε, μόνη της, από τον Γκρίφιθ το 1919.
Η Ιώ Βουλγαράκη δεν δυσκολεύθηκε να συνθέσει τον θίασο, μια που επισημαίνει ότι «μέρος του ταλέντου είναι να γοητεύεσαι από προκλητικά και άγνωστα πράγματα. Κι εδώ μιλάμε για μια ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών, που είχαν και έχουν πίστη και έλξη προς το άγνωστο. Αλλωστε ήταν για όλους μας κάτι καινούργιο». Οι πρόβες τους ξεκίνησαν την 1η του περασμένου Σεπτεμβρίου –η δουλειά είχε αρχίσει νωρίτερα.
Αλήθεια, πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα έναν αιώνα μετά; «Οι βασικές συγκρούσεις δεν διαφέρουν πολύ. Και ο Γκρίφιθ ακριβώς για αυτό είχε μιλήσει. Οι αιώνες περνούν, αλλά η ανθρωπότητα δεν αλλάζει. Υπάρχει πάντα ο φόβος για το διαφορετικό, το καινούργιο, το άλλο, το ξένο. Υπάρχει πάντα η ανάγκη για πόλεμο, κι αυτή η ανάγκη δεν σβήνει. Μπορεί να αλλάζουν τα μεγέθη, αλλά η ανάγκη να φαγωθούμε μεταξύ μας είναι πάντα ίδια». Και προσθέτει: «Κάθε γενιά πιστεύει ότι βρίσκεται στα πρόθυρα του τέλους του κόσμου και κάπως έτσι βιώνει το παρόν της».
Το μεγάλο παραμύθι


«Από τα επτά μου χρόνια έλεγα ότι θα κάνω θέατρο κι αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Ούτε έτυχε ούτε ήρθε αναπάντεχα» λέει, και ξέρει ότι χρωστά στους γονείς της και στην αγάπη τους για την τέχνη ένα μερίδιο της επιλογής της. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι με πατέρα δικηγόρο και μητέρα φαρμακοποιό, η μεγάλη της αδελφή, η Αλλέγρη, έγινε μουσικός και η ίδια σκηνοθέτρια.

«Θυμάμαι χαρακτηριστικά να βλέπω, κοριτσάκι, πρώτη φορά αρχαίο δράμα, και συγκεκριμένα τον «Προμηθέα Δεσμώτη», στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου με τον Νικήτα Τσακίρογλου και τη Λήδα Τασοπούλου. Ηταν ένα σοκ για μένα. Το κατάλαβα σαν ένα μεγάλο παραμύθι. Κι είχε μέσα και μια Ιώ…»
θυμάται και προσθέτει ότι κάπως έτσι της δόθηκε το όνομά της, όταν μια προηγούμενη φορά, παρακολουθώντας πάλι μια παράσταση του «Προμηθέα», η αδελφή της είπε στην έγκυο μητέρα τους «θα κάνεις κοριτσάκι και θα το πούμε Ιώ», όπερ και εγένετο.
Μαθήτρια του Αρσακείου, αργότερα, συμμετείχε στον θεατρικό όμιλο του σχολείου της, υπό την ευθύνη του Δημήτρη Λιγνάδη. «Κάναμε παραστάσεις, ταξιδεύαμε και στο εξωτερικό με ένα σημαντικό ρεπερτόριο. Ηταν μια σημαντική εμπειρία η επαφή με τα μεγάλα κείμενα». Ακολούθησαν οι σπουδές στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Εκανε ένα πέρασμα από τη σκηνή ως ηθοποιός, για να αλλάξει, τελικά, θεατρική κατεύθυνση: συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Σκηνοθεσίας του Ρωσικού Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Η πορεία της ως τώρα περιλαμβάνει σκηνοθεσίες στην Αθήνα και στη Ρωσία. Δύο χρόνια μάθαινε ρωσικά και αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα: «Στην αρχή ένιωσα μια απελπισία λόγω γλώσσας, γιατί ό,τι είχα μάθει δεν ήταν αρκετό και δεν μιλούσε κανείς αγγλικά. Ομως τελικά τα πράγματα έγιναν τόσο γρήγορα που έμαθα πολύ γρήγορα τη γλώσσα». Πέντε χρόνια σπουδών και ένας έκτος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ιώ Βουλγαράκη δούλεψε και ανέβασε παράσταση.
Πώς και διάλεξε τη Ρωσία; «Νομίζω από ένα ένστικτο, από μια ανάγκη να πάω σε κάτι άγνωστο. Πηγαίνοντας στην Αγγλία ήξερα τι να περιμένω. Στη Μόσχα όμως βρήκα κάτι πολύ δικό μου» λέει, καθώς αναφέρεται και στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και στον Στάθη Λιβαθινό που την είχαν ήδη επηρεάσει στις επιλογές της.
«Η Ρωσία με διαμόρφωσε»


«Η Ρωσία είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Προσωπικά μού πήγε πάρα πολύ. Με διαμόρφωσε. Εχω αφήσει ένα κομμάτι της ζωής μου εκεί, ανθρώπους, δασκάλους, συνεργασίες –ενώ η παράστασή μου παίζεται ακόμη».
Μετρημένη και σοβαρή η Ιώ Βουλγαράκη μπολιάζει το ελληνικό θέατρο με τον δικό της τρόπο: «Πιστεύω σε αυτό που κάνω. Κατάλαβα εγκαίρως ότι ήμουν πολύ πιο δημιουργική παρατηρώντας. Ηθελα να οδηγώ εγώ την αφήγηση. Τώρα πρέπει να πω ότι αντιστέκομαι σε έναν ρυθμό αγοράς. Χρειάζομαι κάποια κενά. Δεν βιάζομαι. Πάω βήμα-βήμα. Γιατί πώς θα σε ακολουθήσουν οι άλλοι, πώς θα είμαστε όλοι μαζί, αν εσύ δεν δώσεις τον βηματισμό» αναρωτιέται, έχοντας την απάντηση.

πότε & πού:

Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Ως 31.1.2016 (20.30).
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη.
Σκηνικά – Κοστούμια: Αννα Φιόντοροβα.
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής.
Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου.
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου.
Βίντεο: Νίκος Πάστρας.
Παίζουν: Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Αργύρης Ξάφης, Σωκράτης Πατσίκας, Εύη Σαουλίδου, Ναταλία Τσαλίκη, Νίκος Χατζόπουλος

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ