Τον τελευταίο καιρό πέφτω όλο και πιο συχνά πάνω στην ίδια διαφήμιση-προτροπή στο Facebook: «Θέλετε να ζήσετε στην Ελβετία; Βρείτε εύκολα και γρήγορα δουλειά στην Ελβετία!». H συγκεκριμένη ιστοσελίδα υπόσχεται να σου βρει τη δουλειά που επιθυμείς σε μια ονειρεμένη χώρα, γεγονός που πιστοποιεί και το World Happiness Report του 2015 που ανακοίνωσε τα πλούσια πορίσματά του τον περασμένο Μάρτιο σχετικά με το ποιες χώρες έρχονται πρώτες και ποιες έσχατες στη λίστα των περισσότερο και λιγότερο ευτυχισμένων.

Για τις χρονιές 2012-2014, η Ελβετία έχει τα πρωτεία της ευτυχίας, με την Ισλανδία και τη Δανία να ακολουθούν με μικρή διαφορά, κερδίζοντας το αργυρό και το χάλκινο μετάλλιο αντίστοιχα. Την ευτυχισμένη δεκάδα συμπληρώνουν η Νορβηγία, ο Καναδάς, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία, ενώ για να εντοπίσουμε την Ελλάδα χρειάστηκε να φτάσουμε στο κάτω μέρος της δεύτερης σελίδας των αποτελεσμάτων και να τη βρούμε στη θέση 102, μετά τη Μογγολία και τη Σουαζιλάνδη και λίγο πριν από τον Λίβανο και την Ουγγαρία. Από το 107 και μετά συναντούμε χώρες που μαστίζονται από πολέμους και σαρωτική φτώχεια, όπως η Αιθιοπία (122), η Ουγκάντα (141), το Αφγανιστάν (153), η Ρουάντα (154), η Συρία (156) και το Τόγκο, που τερματίζει τελευταίο, στη θέση 158 της παγκόσμιας λίστας της ευτυχίας.
Συζητώντας με τρεις ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά πώς είναι να ζεις σε τρεις από τις πιο ευτυχισμένες χώρες του κόσμου, πιάνεις συχνά τον εαυτό σου να ζηλεύει όλες αυτές τις αφηγήσεις περί ευημερίας, κρατικών μηχανισμών που λειτουργούν σαν ελβετικό ρολόι, περί αξιοκρατίας και επιδομάτων τα οποία σου εξασφαλίζουν κάτι παραπάνω από μια αξιοπρεπή διαβίωση. Αρκετά χρόνια –που μοιάζουν αιώνες –μετά τις αντίστοιχες έρευνες που ήθελαν την Ελλάδα να αποτελεί συνώνυμο της ξεγνοιασιάς και της ευτυχίας μόνο και μόνο επειδή βρέχεται από θάλασσα και κατοικείται από ανθρώπους που ξέρουν να κοιτάζονται στα μάτια, με την οικονομική κρίση και όλα τα κοινωνικά και ψυχολογικά δεινά που ακολούθησαν να μας κάνουν πιο ανασφαλείς και δυστυχείς από ποτέ, η φαντασίωση της απόδρασης αποτελεί βασανιστική καθημερινότητα. Πόσο ευτυχισμένοι άραγε νιώθουν εκείνοι που ζουν σε ευτυχισμένες χώρες; Η ευδαιμονία μιας χώρας είναι πάντα ανάλογη εκείνης των πολιτών της; Ή μήπως μπορείς να έχεις ευτυχισμένες στιγμές ακόμη και σε μια όχι και τόσο χαρούμενη χώρα, φτάνει να έχεις συμφιλιωθεί με τον Νο 1 κριτή και δυνάστη –τον εαυτό σου;
Η ζωή στην Ελβετία
Η Χριστίνα Κίτσου γεννήθηκε από έλληνες γονείς στην Ελβετία. Οταν της ζήτησα να μου στείλει για τις ανάγκες του ρεπορτάζ μία φωτογραφία από τη ζωή της εκεί η οποία να αποτυπώνει την απόλυτη ευτυχία, η αυθόρμητη απάντησή της ήταν: «Δεν ξέρω τι να σου στείλω. Οι πιο όμορφες και ευτυχισμένες στιγμές μου είναι από τα καλοκαίρια στην Ελλάδα…». Με έδρα τη Γενεύη, στα 34 της, εργάζεται στο υπουργείο Υγείας, Αθλητισμού και Πολιτισμού και ασχολείται ιδιαίτερα με παιδιά που καταφέρνουν να φτάσουν στην Ελβετία χωρίς τους γονείς τους, από χώρες όπως η Συρία και η Ερυθραία. Τα καθήκοντά της επικεντρώνονται στην ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία, καθώς «αν ένα παιδί δεν έχει σωστές συνθήκες διαβίωσης, είναι αδύνατον να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του και να εξελιχθεί σε έναν υγιή ενήλικο». Τη ρώτησα πόσα παιδιά φτάνουν ετησίως στη Γενεύη. «Θα γελάσεις… Είναι πολύ λίγα, ξέρω ότι στην Ελλάδα έρχονται χιλιάδες και οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι πολύ δύσκολες στη χώρα σας. Εδώ παίρνουν πολύ λίγα, γύρω στα 80».
Η Χριστίνα είναι εκλεγμένη πολιτικός της Γενεύης και αυτό την κάνει να νιώθει ότι ζει σε μια αξιοκρατική χώρα. «Η Γενεύη είναι σαν μικρογραφία της Νέας Υόρκης, υπάρχουν 184 υπηκοότητες και στα σχολεία περίπου 160. Τα παιδιά που έρχονται από αλλού μαθαίνουν την επίσημη γλώσσα, αλλά κάνουν μαθήματα και στη μητρική τους. Εγώ, ως Ελληνίδα, δεν ένιωσα ποτέ ότι δεν θα είχα ίσες ευκαιρίες και το γεγονός ότι είμαι ενεργή πολιτικός το αποδεικνύει».
Τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα, καταλαβαίνει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα προς το χειρότερο. «Πώς είναι λοιπόν να ζεις στην πιο ευτυχισμένη χώρα του κόσμου;» τη ρωτάω πράσινη από ζήλια. «Ολα είναι σχετικά» απαντάει. «Οταν βρίσκομαι στην Ελλάδα και έπειτα γυρίζω στην Ελβετία, δυσκολεύομαι πολύ. Για εμένα ευτυχία σημαίνει ελευθερία και στην Ελλάδα πάντα νιώθω πιο ελεύθερη. Ο κόσμος δεν παρεξηγείται αν του μιλήσεις στον δρόμο, η πρώτη επαφή είναι πιο εύκολη, υπάρχει χιούμορ και χαμόγελο. Κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελβετία από την Ελλάδα, νιώθω σαν να πέφτω σε έναν τοίχο».
Ταυτόχρονα, βέβαια, συνειδητοποιεί πως η κρίση έχει επηρεάσει την ψυχολογία των Ελλήνων: «Οταν βλέπεις ότι η προσωπική ζωή των φίλων σου, για παράδειγμα το αν θα κάνουν παιδί ή όχι ή αν θα συζήσουν, εξαρτάται πλέον απόλυτα από την οικονομία της χώρας, αντιλαμβάνεσαι με θλίψη ότι η ευτυχία είναι πλέον έρμαιο των χρημάτων, ακόμη και στην πιο ερωτική και ερωτεύσιμη χώρα του κόσμου. Αντιθέτως, στην Ελβετία έχουμε πολύ καλές δουλειές, αλλά ψάχνουμε την ευτυχία σε λάθος μέρη. Στη Γενεύη πολύ συχνά θα δεις ανθρώπους με πολύ καλή θέση να θέλουν μια ακόμη καλύτερη, να πλήττουν και να κάνουν μακρινά ταξίδια στη Σινγκαπούρη, να έχουν εμμονή με το πώς θα βγάλουν περισσότερα χρήματα, ξεχνώντας ότι η βάση της ευτυχίας είναι η αγάπη. Ξεχνούν τα βασικά και αναζητούν περιττές πολυτέλειες».
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αγνοεί όλες τις ευκαιρίες και τις διευκολύνσεις που της παρέχει ο ελβετικός τρόπος ζωής: «Ξέρω ότι είμαι τυχερή που μένω εδώ. Η ανεργία δεν ξεπερνά το 5%, ο καθένας μπορεί να βρει εύκολα δουλειά, κι αν ακόμη δεν βρει, παίρνει ένα καλό επίδομα. Η Ελβετία είναι μια πολύ δημοκρατική χώρα, γίνονται διαρκώς δημοψηφίσματα για ό,τι μπορείς να φανταστείς. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ψηφίσαμε για το αν αντί για πέντε εβδομάδες διακοπών πρέπει να έχουμε έξι και η πλειοψηφία αποφάνθηκε «Οχι». Οι Ελβετοί έχουν πολύ υψηλό αίσθημα ευθύνης, νιώθουν πραγματικά κομμάτι του κράτους και θεώρησαν ότι η μία έξτρα εβδομάδα διακοπών θα έπληττε την οικονομία, θα αποδιοργάνωνε τους μηχανισμούς κ.τ.λ.».
Οι άνθρωποι απομακρύνονται λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ελβετική ευημερία τούς φέρνει πιο κοντά: «Είναι πολύ δύσκολο να γνωρίσεις κάποιον εκτός μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και τα ψυχολογικά προβλήματα είναι πολλά. Πιστεύω ότι η Γενεύη είναι η πόλη με τους περισσότερους ψυχολόγους –αν πας σε ένα café, κανείς δεν θα σου πει τη δική του άποψη, όλοι μιλούν εξ ονόματος του ψυχοθεραπευτή τους. Μερικές φορές είναι σαν να αναρωτιούνται όλοι ταυτόχρονα: «Τώρα εγώ είμαι ευτυχισμένος;»».
Ισως οι άπειρες επιλογές να σε αποπροσανατολίζουν χωρίς να σε χαροποιούν: «Ξεπετάγονται διαφημίσεις από παντού, πέφτεις επάνω τους σε κάθε σου βήμα. Το παρατηρώ και στα παιδάκια που παθαίνουν κρίση επειδή δεν ξέρουν ποια από τις δεκάδες γεύσεις παγωτού να διαλέξουν. Και καλά αν είσαι παιδί. Αν όμως είσαι ενήλικος και δεν μπορείς να διαλέξεις τρόπο ζωής, επάγγελμα, σύντροφο, σπίτι, αυτοκίνητο επειδή τα έχεις όλα σε αφθονία; Εκεί υπάρχει πρόβλημα. Σε ένα ταξίδι μου στην Κούβα, βλέποντας ότι στα ράφια υπήρχε μόνο ένα είδος σαπουνιού ή αλευριού, συνειδητοποίησα ότι το άγχος για τα ασήμαντα πράγματα ήταν πολύ μικρότερο. Οταν ζεις στην Ελβετία, είναι σαν να ζεις σε ένα παλάτι που σου παρέχει τα πάντα. Καμιά φορά, όμως, πρέπει να σκέφτεσαι εκτός παλατιού. Στη δουλειά μου έρχονται πολλοί εθελοντές και βοηθούν τα παιδάκια που καταφθάνουν από άλλες χώρες. Μου λένε ότι αυτό τους έχει αλλάξει τη ζωή, επειδή ακριβώς βοηθούν και παίρνουν ως αντάλλαγμα αγάπη και χαμόγελα, όχι χρήματα. Κάτι τέτοιες στιγμές, λοιπόν, αναρωτιέσαι: η ευτυχία μου είναι υπαρκτή ή καλά σκηνοθετημένη; Αν βρούμε κάπου πραγματική ουσία, θα βρούμε και ευτυχία. Αλλιώς, θα νιώθουμε φρικτό άγχος, ακόμη και μέσα στην ευημερία».
Η ζωή στην Ισλανδία
Ο Νίκος Τσιάμης μετακόμισε πρόσφατα στη Στοκχόλμη, όπου εργάζεται στον τομέα της Επικοινωνίας ενός διεθνούς οργανισμού. Εχει ήδη πάρει μια καλή γεύση από την όγδοη πιο ευτυχισμένη χώρα του κόσμου και έχει κάνει και δύο πολύ ενδιαφέροντα ταξίδια, ένα το καλοκαίρι και έναν τον χειμώνα, στη χώρα Νο 2, την Ισλανδία: «Το μοναδικό που έχει η Ισλανδία και δεν μοιάζει με καμία άλλη χώρα της Ευρώπης είναι ότι πρόκειται για ένα ηφαιστειογενές νησί με μοναδική φύση». Ο ίδιος θεωρεί ότι «αυτό που κάνει τους Ισλανδούς ευτυχισμένους είναι το γεγονός ότι είναι λίγοι, μόλις 300.000, και ζουν απομονωμένοι, απολαμβάνοντας αυτά που τους προσφέρει το πολύ οργανωμένο κράτος τους. Η Ισλανδία είναι πρωτοπόρος σε θέματα δικαιωμάτων, διαθέτει πολύ προοδευτική πολιτική σε θέματα ισότητας των δύο φύλων και ταυτόχρονα οι Ισλανδοί είναι ένας λαός πολύ ανοιχτός στην πρόοδο και στην τεχνολογία».
Οι Ισλανδοί, λοιπόν, είναι «λίγοι και καλά οργανωμένοι, δεν ζουν στους αλλοπρόσαλλους ρυθμούς της μεγαλούπολης, ακόμη και το Ρέικιαβικ δεν έχει το στρες μιας μεγάλης πρωτεύουσας. Το ότι κατάφεραν να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση τούς γέμισε αυτοπεποίθηση και εθνική υπερηφάνεια. Η ανεργία έχει μειωθεί σημαντικά και ενώ διαφυλάσσουν την πολύ ιδιαίτερη γλώσσα τους, επινοώντας δικές τους λέξεις για να αντικαταστήσουν ακόμη και τις διεθνείς, παράλληλα εκμεταλλεύονται την εγγύτητά τους στην Ευρώπη και στην Αμερική, αξιοποιώντας όσα παίρνουν από τις δύο ηπείρους αλλά και διατηρώντας μια ολόδική τους προσωπικότητα. Και κάτι ακόμη για αυτό το ιδιόρρυθμο γαλατικό χωριό ή, μάλλον, νησί: «Πρόκειται για μία από τις πιο δημοκρατικές κοινωνίες στον κόσμο, με τον ισλανδικό λαό να έχει πολύ ισχυρή συλλογική συνείδηση, κάτι που λείπει από τους Ελληνες. Παράλληλα, οι Ισλανδοί ξέρουν να διασκεδάζουν σαν Ελληνες, η νυχτερινή τους διασκέδαση μπορεί να αρχίσει στη 1 το βράδυ, την ώρα που στη Σουηδία και σε άλλες ευρωπαϊκές και προνομιούχες χώρες τα μπαρ θα έχουν κλείσει».
Οσο για την εμπειρία του από τον τρόπο ζωής στη Σουηδία, «Εχουν έρθει πολλοί Ελληνες εδώ, υπάρχει έντονο ρεύμα και αυτό φαίνεται ακόμη και από το γεγονός ότι η Aegean έχει προσθέσει απευθείας πτήσεις Αθήνα – Στοκχόλμη όλον τον χρόνο και όχι πλέον μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Μάλιστα, υπάρχουν πολλοί έλληνες γιατροί, το σουηδικό κράτος τούς προσφέρει πολύ καλές θέσεις με πολύ καλούς μισθούς –η πιο συχνή ερώτηση που μου κάνουν οι Σουηδοί όταν λέω ότι είμαι Ελληνας, είναι αν είμαι γιατρός».
Ο Νίκος Τσιάμης άρχισε να μαθαίνει σουηδικά όταν ήταν ακόμη φοιτητής και το διδασκαλείο του Πανεπιστημίου Αθηνών προσέφερε μαθήματα και «περίεργων» γλωσσών: «Είχα αρχίσει να τα μαθαίνω για πλάκα. Στη Σουηδία μπορείς άνετα να ζήσεις και μόνο με τα αγγλικά, αν και είναι σίγουρο ότι για μια καλή θέση θα προτιμηθείς αν ξέρεις την επίσημη γλώσσα. Είναι ένα κράτος πολύ ανοιχτό στο να δέχεται υπηκόους άλλων χωρών και πολύ οργανωμένο στο να τους δεχτεί και να τους απορροφήσει. Δυστυχώς, όμως, η άνοδος και στη Σουηδία του ακροδεξιού κόμματος που είναι τρίτη δύναμη αυτή τη στιγμή στο Κοινοβούλιο (σ.σ.: και πρώτη σε δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων) σε κάνει να αναρωτιέσαι κατά πόσο θα συνεχίσει να είναι καλοδεχούμενη όλη αυτή η απρόσκοπτη υποδοχή μεταναστών».
Στην ερώτησή μου αν τελικά οι Σουηδοί είναι ένας ευτυχισμένος λαός, η απάντηση έχει πολλά και ενδιαφέροντα σκέλη: «Η ευτυχία δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για όλους τους ανθρώπους, ούτε για όλους τους λαούς. Ενδεχομένως για τα δικά τους δεδομένα να νιώθουν ευτυχείς. Εχουν ένα πολύ καλά οργανωμένο κράτος που τους προσφέρει ασφάλεια και δεν έχουν εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη εδώ και 200 χρόνια, επομένως τόσες και τόσες γενιές δεν έχουν έντονα σημάδια επάνω τους. Η ευτυχία τους, λοιπόν, συνδέεται με την ειρήνη, την ασφάλεια, το σύστημα Υγείας και Παιδείας, εισπράττουν φροντίδα. Υστερα, είναι και η πολύ καλή σχέση τους με τη φύση, γεγονός που τους χαροποιεί. Μπορεί λόγω κλίματος να μην την χαίρονται όλον τον χρόνο, αλλά εκμεταλλεύονται κάθε λεπτό καλοκαιρίας για να κάνουν ηλιοθεραπεία στα βράχια και να βουτήξουν στα κρύα νερά της Βαλτικής».
Ο ίδιος παρατηρεί ένα πρωτοφανές μοίρασμα των Σουηδών μεταξύ του προσωπικού και του εργασιακού τους χρόνου: «Στη Σουηδία είναι απολύτως φυσιολογικό να διακόψεις για μία ώρα τη δουλειά σου και να πας έξω για φαγητό, την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα τρως αγχωμένα ένα σάντουιτς στο γραφείο με τα ψίχουλα να πέφτουν επάνω στο πληκτρολόγιο. Στη Σουηδία μπορούν επίσης να λείψουν όσο θέλουν για να πάρουν τα παιδιά από το σχολείο, και επίσης υπάρχει θεσμοθετημένη άδεια πατρότητας. Πίσω από όλα αυτά συχνά διακρίνεις μια κατάχρηση των ελευθεριών που τους προσφέρονται, οπότε σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι είναι πιο εργατικοί από τους Ελληνες». Παράλληλα, η κατάχρηση ψυχοφαρμάκων στη Στοκχόλμη του 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων, καθώς και σε άλλες εύρωστες σκανδιναβικές πρωτεύουσες, σε κάνει αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που λείπει από αυτούς τους λαούς οι οποίοι φαινομενικά τα έχουν όλα: «Οι Σουηδοί, για παράδειγμα, δεν έχουν μάθει στις δυσκολίες, γι’ αυτό και δεν μπορούν να τις αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο όταν έχουν κάποιο πρόβλημα. Τα κρατάνε όλα μέσα τους. Μπορεί να έχεις έναν συνάδελφο στο διπλανό γραφείο που αντί να σου μιλήσει ανοιχτά, θα σου αφήσει ένα χαρτάκι που θα γράφει «με πείραξε αυτό που έκανες χθες». Αυτό τους καταπιέζει, συσσωρεύουν πολλά μέσα τους, σε αντίθεση με εμάς που έχουμε μάθει να ξεσπάμε και, επειδή ακριβώς έχουμε περάσει και περνάμε δύσκολα, έχουμε καλύτερες άμυνες».
Αν λοιπόν «όλα αυτά που βιώνουν τώρα οι Ελληνες συνέβαιναν στους Σουηδούς, είναι σίγουρο ότι θα κατέρρεαν. Τους λείπουν οι στενοί δεσμοί με την οικογένεια, έχουν φίλους από τα παιδικά τους χρόνια και από εκεί και πέρα δεν ανανεώνουν τον στενό κύκλο τους με νέους ανθρώπους που θα μπορούσαν να μπουν στη ζωή τους. Στο τέλος της ημέρας, ευτυχία δεν είναι να έχεις μια καλή δουλειά, αλλά να μπορείς να αντιμετωπίζεις τις χαρές και τις λύπες της ζωής σου με την ίδια μεγαλοψυχία και με αγαπημένους ανθρώπους στο πλευρό σου».
Η ζωή στη Δανία
Ο Γιάκομπ Βέρνερ είναι δανός δημοσιογράφος ο οποίος, μεταξύ άλλων, είναι διευθυντής Επικοινωνίας στην Ακαδημία Τεχνολογικών Επιστημών της Κοπεγχάγης. Στις ερωτήσεις μου περί ευτυχίας απαντά με σκανδιναβική εγκράτεια: «Η ευτυχία δεν είναι μετρήσιμο αγαθό. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ζω καλά εδώ. Υπάρχει μια κοινωνία που λειτουργεί, τα πράγματα δουλεύουν σωστά, τα επιδόματα σου παρέχουν ασφάλεια, ακόμη και αν χάσεις τη δουλειά σου δικαιούσαι ιατρική περίθαλψη –έχω ακούσει ότι σε άλλες χώρες πρέπει να έχεις ιδιωτική ασφάλιση. Οπότε αυτή η αίσθηση της ασφάλειας ευνοεί την προσωπική σου ελευθερία».
Η ανεργία στη Δανία δεν ξεπερνά το 5%: «Μολονότι καμία χώρα δεν είναι τέλεια, ξέρω τουλάχιστον ότι ακόμη και αν χάσω τη δουλειά μου, πολύ εύκολα θα βρω μια άλλη. Στη Δανία νιώθω χαρούμενος γιατί κάνω τα πράγματα που μου αρέσουν. Πηγαίνω για τρέξιμο, κάνω ποδήλατο και βόλτες στην εξοχή». Οσο για τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ευκολία να γνωρίζεις νέους ανθρώπους: «Είσαι φίλος με τους φίλους σου. Αν δεν ανήκεις σε αυτόν τον κύκλο, είσαι εκτός». Η αισιοδοξία των ανθρώπων γεννιέται από την ασφάλεια, από το γεγονός ότι «κανείς δεν φοβάται να ανοίξει τη δική του επιχείρηση ή να κάνει τη δική του οικογένεια –ξέρει ότι θα καταφέρει να επιβιώσει. Οταν, λοιπόν, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου αλλού, πραγματικά δυσκολεύομαι να βρω επιχειρήματα ικανά να με κάνουν να μετακομίσω σε μια άλλη χώρα. Φυσικά, η φορολογία και τα ενοίκια είναι πολύ υψηλά, όλα έχουν το τίμημά τους».
Λένε ότι ευτυχισμένες χώρες, όπως και ευτυχισμένες γυναίκες, είναι εκείνες χωρίς δύσκολο παρελθόν. Την ώρα που εκατοντάδες Ελληνες αναζητούν διακαώς έναν τρόπο να φύγουν από τη χώρα τους ψάχνοντας μια Ιθάκη εκτός συνόρων, μία φωτογραφία έκανε την περασμένη εβδομάδα τον γύρο του κόσμου: ένα πανέμορφο κοριτσάκι από τη Συρία ποζάρει χαμογελαστό, λίγη ώρα αφού έφτασε με βάρκα την ελπίδα σε μια ελληνική ακτή. Και αν αυτή η εικόνα σε κάνει να αναρωτιέσαι, πώς δηλαδή ένα παιδί βρίσκει τη δύναμη να χαμογελάει ύστερα από όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή: είναι ευτυχισμένο επειδή (ξ)έφυγε από τον πόλεμο. Την ίδια στιγμή που ένα παιδί στην Ελβετία μπορεί να πλαντάζει στο κλάμα γιατί δεν ξέρει ποια γεύση παγωτού να επιλέξει από τις δεκάδες που βρίσκονται μπροστά του. Ισως τελικά να υπάρχουν ευτυχισμένες χώρες και όχι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Ή μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που, όπου και αν τους ρίξεις, θα βρουν τον τρόπο να επιβιώσουν. Ακόμη και αν δεν ξέρουν τι θα πει ειρήνη, ασφάλεια, επίδομα.
Πως μετριέται η ευτυχία;
Υπάρχουν μονάδες μέτρησης της ευτυχίας; Το World Happiness Report, που πρωτοέκανε την εμφάνισή του το 2012 με δείγμα από 156 χώρες, διατείνεται ότι υπάρχουν. Για τη συγκεκριμένη έρευνα, έξι είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν με σιγουριά μια χώρα στην ευτυχία: το κατά κεφαλήν εισόδημα, η υγεία, η στήριξη από το κοινωνικό σου περιβάλλον (να έχεις δηλαδή κάποιον/κάποιους στους οποίους μπορείς να βασιστείς σε δύσκολες στιγμές), η εμπιστοσύνη (με την έννοια του κατά πόσον απουσιάζει η διαφθορά στην κυβέρνηση ή στην εταιρεία όπου εργάζεσαι), η ελευθερία που διαθέτεις για να παίρνεις αποφάσεις ζωής και η γενναιοδωρία (αν λαμβάνεις άλλους πόρους που ενισχύουν το εισόδημά σου).
Οι διαφορές στην ψυχική/σωματική υγεία, στο εισόδημα και στην κοινωνική στήριξη είναι οι πιο σημαντικές και εκείνες που τελικά καθορίζουν τις πρωταθλήτριες χώρες στην ευτυχία και στη δυστυχία. Ποιες είναι οι εκδηλώσεις της ευτυχίας; Να νιώθεις πληρότητα, να χαμογελάς ή να γελάς συχνά και όχι προσποιητά, να απολαμβάνεις τις χαρές της ζωής –από ένα καλό φαγητό ως μια εκδρομή -, να νιώθεις ασφάλεια προτού πέσεις για ύπνο, να νιώθεις ξεκούραστος, να έχεις ενδιαφέροντα. Στον αντίποδα, οι έξι εκφάνσεις της δυστυχίας: θυμός, ανησυχία, θλίψη, κατάθλιψη, άγχος και πόνος –ψυχικός ή σωματικός.

Τop 10 ευτυχισμένων χωρών (2012-2014)
1. Ελβετία
2. Ισλανδία
3. Δανία
4. Νορβηγία
5. Καναδάς
6. Φινλανδία
7. Ολλανδία
8. Σουηδία
9. Νέα Ζηλανδία
10. Αυστραλία

Η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση 102, πλαισιωμένη από τον Λίβανο και τη Σουαζιλάνδη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ