Εχεις μελετήσει το έργο του μέσα από αμέτρητα αποσπάσματα παραστάσεών του που ευτυχώς κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Εχεις εκστασιαστεί από τον τρόπο με τον οποίο έχει αποδώσει επί σκηνής αριστουργήματα όπως η «Θεία Κωμωδία», ο «Αμλετ», η «Μήδεια» ή ο «Φάουστ» που ανέβασε πρόσφατα στο Εθνικό Θέατρο της Μαδρίτης. Και φτάνει η στιγμή που θα συναντήσεις από κοντά αυτόν τον διεθνούς φήμης σλοβένο σκηνοθέτη, που έχει έδρα την Ισπανία και το όνομά του φιγουράρει στο Top 10 των κορυφαίων σκηνοθετών του πλανήτη, με τον τρόπο δουλειάς του να διδάσκεται στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Και ξαφνικά, όταν φτάνει η στιγμή της συνάντησης, το δέος δίνει αυτομάτως τη θέση του στην άνεση.
Η ζεστή χειραψία του που συνοδεύεται απαραιτήτως από ένα βαλκανικού ταμπεραμέντου χτύπημα στην πλάτη και το δυνατό γέλιο του σε κάνουν να χαλαρώσεις πολύ γρήγορα και να απολαύσεις τη συζήτηση μαζί του. Ο Τομάζ Παντούρ είναι ο άνθρωπος που κλήθηκε να υλοποιήσει ένα από τα μεγαλύτερα όνειρα του Γιώργου Κιμούλη. Ο «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ με τον έλληνα ηθοποιό στον ομώνυμο ρόλο θα φιλοξενείται από τις 16 Απριλίου στην Πειραιώς 260, στους χώρους του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι Στεφανία Γουλιώτη, Κόρα Καρβούνη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιώργος Γάλλος, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Χάρης Τζωρτζάκης και Αργύρης Πανταζάρας απαρτίζουν τον θίασο που δημιουργήθηκε με βάση τη διαίσθηση και την εμπειρία του ίδιου του σκηνοθέτη. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο εντυπωσιακό σκηνικό της παράστασης και στα καθηλωμένα βλέμματα των ηθοποιών που άκουγαν τις οδηγίες του μετά το τέλος της πρόβας, είχες τη χαρά ότι επιτέλους αυτή η σκηνική εμπειρία θα πραγματωθεί σύντομα μπροστά σου και όχι πια μέσα από την ψυχρή οθόνη του υπολογιστή σου.
Ο Τομάζ Παντούρ με τη δημοσιογράφο του ΒΗΜΑgazino Αστερόπη Λαζαρίδου. (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)
Είστε ένας σκηνοθέτης με βαλκανική καρδιά, που βρίσκεται στην Ελλάδα για να ανεβάσει ένα κλασικό βρετανικό έργο με έλληνες ηθοποιούς. Ενδιαφέρουσα μείξη…
«Το timing είναι ιδανικό. Με όλες τις αλλαγές που συντελούνται στην Ελλάδα, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα σας, αυτή η συγκυρία αποτελεί τεράστια έμπνευση για εμένα. Σε καιρούς κρίσης η τέχνη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Το θέατρο εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερό μου όπλο για να πω κάτι για την εποχή στην οποία ζω, να την αλλάξω έστω παροδικά, να την κάνω να φανεί σαν ένα πιο όμορφο μέρος. Και έχω σαφώς εμπνευστεί στη δουλειά μου από τη μακρά παράδοση πόνου, μίσους και πολέμων που κυριάρχησαν στα Βαλκάνια, από όλες αυτές τις τρομακτικές ιστορικές εμπειρίες. Και όλα αυτά, είτε το θέλεις είτε όχι, σου θέτουν συγκεκριμένα γεωμετρικά και χωροταξικά πλαίσια για να αρθρώσεις κάτι σχετικά με όλα όσα καταρρέουν γύρω σου».Παρά την κρίση, το θέατρο στην Ελλάδα περνά αυτή τη στιγμή μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους του… «Αυτό δεν είναι σύμπτωση. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω κάνει ποτέ θέατρο εκτός κρίσης. Δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει αλλιώς. Το θέατρο συχνά αναγκάζεται να βρεθεί στο περιθώριο. Αλλά με το να βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας, σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να δει τα πράγματα πιο σφαιρικά. Και φυσικά, όλο αυτό σου δίνει σχεδόν απόλυτη ελευθερία».
Το να ακούς από έναν διεθνούς φήμης σκηνοθέτη ότι παντού το θέατρο γίνεται με δυσκολία, σε βγάζει από την αίσθηση ότι «στο εξωτερικό όλα είναι καλύτερα». «Αυτό είναι ψευδαίσθηση. Ολοι μας ονειρευόμαστε ιδανικές συνθήκες δουλειάς, ασφαλείς περιοχές, όμως το καλό θέατρο δεν μπορεί να δημιουργηθεί σε καθεστώς ασφάλειας. Οταν υποκύπτεις στην ασφάλεια, είσαι σχεδόν νεκρός. Γι’ αυτό και ακόμη με καθοδηγώ σε συνθήκες όπου το θέατρο είναι είδος πρώτης ανάγκης και όχι πολυτελείας. Και η Ελλάδα είναι ένα τέτοιο μέρος. Κάνω θέατρο για να ικανοποιήσω μια ανάγκη μου. Οχι για το πρεστίζ ή τα χρήματα. Αυτό ακριβώς το όνειρο και αυτό το σκεπτικό με έφεραν στην Αθήνα σε αυτή τη χρονική στιγμή».
Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση όταν πρωτοήρθατε στην Αθήνα; «Τις πρώτες ημέρες, παρατηρώντας τον κόσμο στον δρόμο, το πρώτο πράγμα που εντόπισα ήταν μια γενικευμένη αίσθηση ανασφάλειας, φόβου. Μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν «πού είναι το χαμόγελο; Πού πήγαν το φως, η χαρά για ζωή;». Από την άλλη πλευρά όμως ανακάλυψα ίχνη ενός νέου είδους κομψής αξιοπρέπειας, απλά όλο αυτό είναι πιο κεκαλυμμένο, οι άνθρωποι το κρατούν για τον εαυτό τους, δεν το κραυγάζουν. Ολα αυτά με συγκινούν βαθιά».
Κάνατε μια μεγάλη οντισιόν προκειμένου να επιλέξετε τους ηθοποιούς της παράστασης. Πώς καταλήξατε στους συγκεκριμένους; «Το παν είναι η χημεία που αναπτύσσει σχεδόν αυτόματα ο σκηνοθέτης με τον ηθοποιό. Η επιλογή έχει ρίσκο. Βασίζεσαι στη διαίσθησή σου, σε μια φωνή που σου λέει ότι αυτούς τους ανθρώπους μπορείς να τους κάνεις συνεργούς στο έγκλημα που ετοιμάζεσαι να διαπράξεις. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι οι ηθοποιοί στην Ελλάδα έχουν μια καλώς εννοούμενη πείνα και αυτό είναι πολύ όμορφο: να θες τόσο πολύ να εκφραστείς και να πεις κάτι στον κόσμο».
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο άγχος σας σχετικά με τον ερχομό σας εδώ; «Ηρθα στην Ελλάδα με ταπεινότητα, γνωρίζοντας ότι έρχομαι στο πραγματικό σπίτι του θεάτρου. Στην πατρίδα της τέχνης, της φιλοσοφίας, της ποίησης, της δημοκρατίας. Στη χώρα από όπου ουσιαστικά ξεκίνησαν όλα. Μπήκα λοιπόν στον κόσμο του ελληνικού θεάτρου νιώθοντας πολύ μικρός, σκεπτόμενος «ποιος είμαι εγώ στο κάτω κάτω συγκριτικά με όλη αυτή την ιστορία που έχει αυτή η χώρα από πίσω της;». Αυτή η στάση με κάνει να απολαμβάνω περισσότερο αυτό που κάνω, γιατί βάζω σε δεύτερη μοίρα όλα όσα ξέρω για το θέατρο. Τις τρεις πρώτες ημέρες αναζητούσα τον νέο μου εαυτό μέσα σε όλο αυτό».
Και η επιλογή του «Βασιλιά Ληρ»; «Ο Σαίξπηρ είναι παρεξηγημένος. Το πιο σημαντικό πράγμα που κάποιος πρέπει να κάνει, είτε πρόκειται να σκηνοθετήσει είτε να ερμηνεύσει Σαίξπηρ, είναι να βρει γιατί το επέλεξε. Αν δεν έχεις έναν πολύ καλό λόγο, προσωπικό, συναισθηματικό, φιλοσοφικό, πολιτικό, υπαρξιακό για να ασχοληθείς, ξεκινάς από λάθος αφετηρία. Γιατί πρέπει να μιλήσουμε στην Αθήνα του 2015 για τον Βασιλιά Ληρ; Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου».
Και η απάντηση; «Αυτό το έργο έχει μια μοναδική αμεσότητα στο πώς παρουσιάζει και ενεργοποιεί τις βάναυσες συγκρούσεις μεταξύ των ηρώων. Αν θα το αντιμετωπίζαμε σαν παραμύθι ή μύθο, όλη η σκληρότητα του σαιξπηρικού σύμπαντος θα φαινόταν ψεύτικη. Στην πραγματικότητα, ούτε η περίοδος του ρομαντισμού ούτε του νατουραλισμού στο θέατρο μπορούσε να αποδώσει σωστά τη σκληρότητα της ζωής, απλά έθεταν φιλοσοφικά ερωτήματα. Μόνο το νέο θέατρο μπορεί να το κάνει. Μια καλή παράσταση λοιπόν δεν προσφέρει απαντήσεις –αντιθέτως οφείλει να γεννά νέα ερωτήματα. Εκεί έγκειται η μαγεία που δημιουργείται ανάμεσα στη σκηνή και στο κοινό. Υπήρχαν στιγμές κατά τη διάρκεια των προβών που όλοι νιώσαμε ότι αυτά που συμβαίνουν στο έργο θα μπορούσαν άνετα να συμβούν στους δρόμους της Αθήνας. Σε αυτό το έργο ο συγγραφέας ασχολείται με τα δύο βασικά αρχέτυπα. Σε τελική ανάλυση, ο Βασιλιάς Ληρ είναι ένα οικογενειακό δράμα. Ενας πατέρας και όσα συμβαίνουν με τις τρεις κόρες του. Και είναι κι ένα πολύ βάναυσο έργο, γεμάτο από φαινομενικά ασήμαντες καταστροφές, που όμως θέτουν υπό αμφισβήτηση πόσο δίκαιος είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε».
Το θέμα της οικογένειας στοιχειώνει ως σήμερα την ελληνική κοινωνία… «Ακριβώς. Ο Φρόιντ είναι σαν να βάσισε όλες τις ψυχαναλυτικές αρχές του πάνω στην ελληνική οικογένεια. Αυτό λοιπόν προσπαθώ να κάνω εδώ με τον «Βασιλιά Ληρ». Από τη μία πλευρά έχουμε την κοσμογονική και φιλοσοφική μεγαλοστομία του Σαίξπηρ και από την άλλη κάτι πολύ προσωπικό που συντελείται σε μικρές κλίμακες. Αυτό το έργο είναι η πιο χαρακτηριστική ανατομία της ανθρώπινης ψυχής. Μιλάει για έναν άνδρα που έκανε ένα μεγάλο λάθος και τώρα το πληρώνει και οδηγείται μοιραία στην τρέλα και σε βαθιά μελαγχολία: «Αν δεν έχεις παραπάνω από αυτά που χρειάζεσαι, ζεις σαν ζώο»».
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Γιώργο Κιμούλη; «Αυτή η παράσταση ήταν όνειρο του Γιώργου. Και όταν μου είπε ότι θέλει να το μοιραστεί μαζί μου, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Υπάρχουν τόσο λίγοι ονειροπόλοι στον κόσμο. Για εμένα ο Γιώργος είναι ένας σπουδαίος ποιητής του θεάτρου, ένας μεγάλος ηθοποιός και οραματιστής. Και αυτό είναι που μας ενώνει. Οταν είδα όλη αυτή την τρέλα να ακολουθήσει ένα τέτοιο όνειρο σε αυτούς τους καιρούς, κόντρα σε όλα, με έπεισε. Υπογράφει και την παραγωγή της παράστασης κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και όλα αυτά δεν μπορείς παρά να τα θαυμάζεις. Γι’ αυτό είμαι εδώ. Ο Γιώργος είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ηθοποιούς στην Ευρώπη, πολύ δυναμικός καλλιτέχνης».
Ποιοι είναι πιο τρελοί; Οι σκηνοθέτες ή οι ηθοποιοί; «Εννοείται ότι ως σκηνοθέτης θα σας πω ότι οι ηθοποιοί είναι οι πιο τρελοί. Εχουν ένα αιώνιο παιδί μέσα τους. Οσο περισσότερο βρίσκονται σε επαφή μαζί του, τόσο καλύτεροι είναι στη δουλειά τους, τόσο πιο ανοιχτόκαρδοι, παιχνιδιάρηδες και τρελοί. Αυτή είναι η ομορφιά του επαγγέλματός μας. Κινούμαστε σε ένα πεδίο ελευθερίας. Εκεί μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε».
Είστε αυστηρός «πατέρας» ή επιβραβεύετε τα «παιδιά» σας; «Πιστεύω στην ισότητα. Θέλω οι ηθοποιοί να είναι κομμάτι μιας κοινής αποστολής. Για να ονειρευτούμε από κοινού κάτι πρέπει να έρθουμε πολύ κοντά. Από κάθε τέτοια συνάντηση εγώ πρέπει να βγω λίγο καλύτερος σκηνοθέτης και αυτοί λίγο καλύτεροι ηθοποιοί και όλοι να βγούμε πολύ καλύτεροι άνθρωποι. Τότε μόνο έχουμε κάνει σωστά τη δουλειά μας».
Τι είναι πιο δύσκολο για έναν ηθοποιό; Να βγάλει τα ρούχα του ή την πραγματική ψυχή του επί σκηνής; «Τα ρούχα δεν είναι τίποτα. Γδυνόμαστε τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα στην καθημερινότητά μας. Οταν όμως είσαι έτοιμος να δείξεις τα πιο απόκρυφα σημεία της ψυχής σου, τότε συμβαίνουν όλα, και εκεί έρχεται η πραγματική πρόκληση, τότε μιλάμε για πραγματική τέχνη. Οταν είσαι ικανός, έτοιμος και πρόθυμος να βγάλεις την καρδιά σου και να την εκθέσεις πάνω στη σκηνή».
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ηθοποιού; «Ο φόβος. Αυτό λέω σε όλους τους συνεργάτες μου, σε όποια χώρα και αν δουλεύω. Οπως έχω μάθει από έναν σέρβο συγγραφέα, τον Μίλοραντ Πάβιτς: «Πρέπει πάντα να πηγαίνεις προς τα ‘κεί που φυτρώνει ο φόβος». Αυτή είναι η σωστή κατεύθυνση».
Μπορείτε να προβλέψετε πότε μια παράσταση θα αγαπηθεί; «Πάνω-κάτω ναι. Κάτι μέσα μου μού ψιθυρίζει από τις πρώτες κιόλας πρόβες αν κάτι θα λειτουργήσει. Βέβαια είμαι πολύ καχύποπτος και δεν βασίζομαι ολοκληρωτικά σε αυτή τη φωνούλα. Πάντως συνήθως ξέρω πότε μια παράσταση έχει γίνει με αληθινές προθέσεις από όλους και πότε με προσποιητές. Σε τόσο δύσκολους καιρούς, είναι αδύνατον να επιτύχει κάποιος πουλώντας κάτι δήθεν. Οταν προσποιείσαι ότι είσαι κάτι που δεν είσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεγελάσεις κανέναν. Το να διακρίνεις έναν καλό ή κακό καλλιτέχνη, είναι ακριβώς το ίδιο με το να διακρίνεις έναν καλό ή κακό άνθρωπο. Και εγώ στη ζωή μου δεν θέλω να σχετίζομαι με κακούς ανθρώπους, ούτε με κακούς ηθοποιούς».
Ποια είναι η σχέση σας με τις κριτικές; «Κυρίως με ενδιαφέρει το κοινό. Το θέατρο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινό. Από τη στιγμή που κάνεις μια δράση, περιμένεις να δεις την αντίδραση. Το ελληνικό κοινό μπορεί να είναι ατίθασο, είναι όμως πολύ καλά ενημερωμένο. Αυτό που θα ήθελα λοιπόν να κάνω τώρα είναι να πάρω αυτό το ελληνικό θέατρο και να το ταξιδέψω στο εξωτερικό. Πιστεύω ότι έφτασε η ώρα για να διαδοθεί όλο αυτό το ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πρόθεσή μου είναι να κάνουμε μια παγκόσμια περιοδεία με τον «Βασιλιά Ληρ», οι συζητήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλά θέατρα του εξωτερικού και θα ξεκινήσουμε το φθινόπωρο του 2015, συμπεριλαμβάνοντας τη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και τη Ρωσία».
Εχετε δει την ταινία «Birdman»; Η σκληροπυρηνική κριτικός πηγαίνει εξαρχής με τη διάθεση να μην της αρέσει η παράσταση, ενώ το κοινό ελπίζει ότι θα δει κάτι που θα του αρέσει… «Ακριβώς. Σκεφτείτε όμως: όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας με δύο επιλογές. Είτε να γίνουμε δημιουργοί είτε να γίνουμε κριτικοί. Ενας σπουδαίος κριτικός μπορεί να αναγνωρίσει τις δομές, όλα τα διανοητικά και ψυχολογικά επίπεδα, να συμπληρώσει με λόγια και γνώση αυτό που έχεις δει. Σε έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο η κριτική θα έπρεπε να λειτουργεί ως η επιστημονική ηχώ του θεάτρου. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς σε άλλες χώρες συνήθως συμβαίνει το εξής: ο κριτικός γράφει για το πώς θα έκανε κάτι, αν ήξερε πώς γίνεται. Αλλά αυτό μην το γράψεις γιατί θα πάρουμε κακές κριτικές!».
info:
«Βασιλιάς Ληρ»: Πειραιώς 260, Κτίριο Δ.
«Βασιλιάς Ληρ»: Πειραιώς 260, Κτίριο Δ.
Από τις 16 Απριλίου ως τις 3 Μαΐου –για 16 παραστάσεις.
Πληροφορίες για εισιτήρια στο viva.gr
Τηλ. 11876 (www.pandurtheaters.com).
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Μ. Σάββατο 11 Απριλίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ