Adamantios Skordos
Griechenlands Makedonische Frage.
Burgerkrieg und Geschichtspolitik
im Sudosten Europas. 1945-1992
(Το μακεδονικό ζήτημα στην Ελλάδα.
Εμφύλιος και πολιτικοποίηση της Ιστορίας
στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. 1945-1992)
Εκδόσεις Wallstein, Gottingen, 2012,
σελ. 440, τιμή 39,90 ευρώ

Είναι κοινό μυστικό πλέον ότι η διεθνής κοινότητα ποτέ δεν αντιλήφθηκε την υπερβολική ευαισθησία της Ελλάδας στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Στην Ελλάδα αρεσκόμαστε να λέμε ότι η διεθνής κοινότητα δεν μας κατανοεί, επειδή δεν είναι εξοικειωμένη με τις ιδιαιτερότητες και τα τραύματα της νεοελληνικής ιστορίας. Μήπως όμως συμβαίνει το αντίθετο και δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς εξοικειωμένοι με τα τραύματα της δικής μας ιστορίας; Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο ελληνοαυστριακός ιστορικός Αδαμάντιος Σκόρδος που διδάσκει σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Στη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Το μακεδονικό ζήτημα στην Ελλάδα» ερευνά λαμβάνοντας υπόψη πλούσιο αρχειακό υλικό ένα τέτοιο αποσιωπημένο και λησμονημένο τραύμα, τη συνεργασία του ΚΚΕ με τους σλαβομακεδόνες αυτονομιστές τον καιρό του Εμφυλίου.

Ο ελληνικός εμφύλιος δεν διεξήχθη μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και στο επίπεδο της προπαγάνδας. Εξαρχής οι εθνικόφρονες προσπάθησαν να παρουσιάσουν την ένοπλη αντιπαράθεση μετά το τέλος της Κατοχής όχι ως διαμάχη για τη νομή της εξουσίας αλλά ως αγώνα για την εθνική ακεραιότητα, την οποία υποτίθεται ότι υπονόμευαν οι κομμουνιστές. Αρχικό έρεισμα της μοναρχικής προπαγάνδας ήταν το γεγονός ότι στους κόλπους του Δημοκρατικού Στρατού μάχονταν και Σλαβομακεδόνες της αυτονομιστικής οργάνωσης NOF με ποσοστό 25%-30%. Στην τελική φάση του Εμφυλίου συνιστούσαν μάλιστα την πλειοψηφία του Δημοκρατικού Στρατού. Συμπέρασμα της αντίπαλης πλευράς: οι κομμουνιστές απεργάζονται τη διάλυση του έθνους. Στις αρχές του 1949 ένας ευκαιριακός ελιγμός του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη για να κολακεύσει τον Στάλιν στη διένεξή του με τον Τίτο φάνηκε να αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Στις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ αναγνωριζόταν το δικαίωμα της ανασυγκρότησης του «μακεδονικού έθνους».
Είχε προηγηθεί το 1944 η ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με πρωτεύουσα τα Σκόπια στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. «Ο Τίτο», μας είπε ο Αδαμάντιος Σκόρδος, «ήθελε να εξισορροπήσει τις δυνάμεις μεταξύ Κροατίας, Σερβίας και Σλοβενίας. Η μακεδονική εθνογένεση ήταν λοιπόν συνειδητή επιλογή της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας για να εξασθενήσει στο πλαίσιο της ομοσπονδίας την ισχύ της Σερβίας, στην οποία ανήκε ως τότε η Μακεδονία του Βαρδάρη. Από την άλλη πλευρά η δημιουργία μιας Μακεδονικής Δημοκρατίας χάραζε μια διαχωριστική γραμμή έναντι της Βουλγαρίας που επανειλημμένα ήγειρε εδαφικές διεκδικήσεις. Αυτά ήταν τα βασικά κίνητρα του Τίτο. Προσωπικά όμως πιστεύω ότι πολύ σύντομα η επιλογή αυτή διάνοιγε στον Τίτο και τη δυνατότητα να στραφεί προς την ελληνική Μακεδονία. Και το προσπάθησε κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου. Ευελπιστούσε ότι αν νικούσε το ΚΚΕ θα μπορούσε να προσαρτήσει στη νεοσύστατη γιουγκοσλαβική Μακεδονία τουλάχιστον τις περιοχές της Εδεσσας, της Φλώρινας και της Καστοριάς».
Είναι αυτονόητο ότι το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα δεν είχε την πρόθεση να παραχωρήσει εδάφη, ωστόσο η εξάρτηση του Δημοκρατικού Στρατού από τη γιουγκοσλαβική βοήθεια το έκανε ευάλωτο σε υποχωρήσεις. Το χειρότερο όμως για το ΚΚΕ δεν ήταν ούτε η γιουγκοσλαβική στήριξη ούτε η συνεργασία με τους αυτονομιστές της NOF αυτής καθαυτής όσο το στίγμα της εθνικής προδοσίας. Το στίγμα αυτό ακολουθούσε τους έλληνες κομμουνιστές ως το τέλος της δικτατορίας, όσο δηλαδή επίσημη Ιστορία ήταν η ιστορία των νικητών του Εμφυλίου. «Μετά το 1974», υπενθυμίζει ο Σκόρδος, «έχουμε τη λεγόμενη ρεβάνς των ηττημένων, όσον αφορά τη μνήμη του Εμφυλίου και γενικότερα της δεκαετίας του 1940. Μετά τη χούντα καταργούνται όλες οι «γιορτές μίσους» των εθνικοφρόνων, τον έλεγχο της δημόσιας σφαίρας στην Ελλάδα αναλαμβάνουν πλέον πολιτικοί, δημοσιογράφοι και επιστήμονες με αριστερή προσέγγιση των πραγμάτων. Και ιδίως μετά την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία το 1981 αλλάζει ραγδαία τουλάχιστον η κρατικά κατευθυνόμενη μνήμη του Εμφυλίου. Εχουμε μια ιστορική «αποκατάσταση» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και συνολικά της συμμετοχής της Αριστεράς στον Εμφύλιο». Στη νέα επίσημη Ιστορία η μακεδονική εμπλοκή του ΚΚΕ την εποχή του Εμφυλίου αποσιωπάται και οι νέες γενιές δεν μαθαίνουν τίποτε για αυτό. Η εξωτερική πολιτική της Αθήνας έχει εξάλλου αντικαταστήσει στο μεταξύ τον «κίνδυνο από Βορρά» με τον «κίνδυνο εξ Ανατολών», την Τουρκία. Κατά συνέπεια και μετά το 1974 η επίσημη Ιστορία είναι γεμάτη χάσματα και σιωπές. Πάντα η επίσημη Ιστορία εξοβελίζει ό,τι δεν συνάδει με τον ψυχωφελή και παραμυθητικό χαρακτήρα της.
Ετσι η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ήταν στην ουσία απροετοίμαστη για τις εξελίξεις του 1991, όταν η πΓΔΜ κήρυξε την ανεξαρτησία της. «Πολλοί Ελληνες και κυρίως νέοι», επισημαίνει ο Σκόρδος, «δεν ήξεραν καν το 1991 ότι η Γιουγκοσλαβία αποτελούνταν από έξι ομόσπονδες δημοκρατίες, η μία από τις οποίες λεγόταν Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ειδικά στις νοτιότερες περιοχές της Ελλάδας η άγνοια για τη μακεδονική εθνογένεση που καλλιεργήθηκε στα Σκόπια το αργότερο από το 1944 ήταν τεράστια. Κι εγώ δεν εξετάζω καν το αν η εθνογένεση αυτή υπήρξε ιστορικά τεκμηριωμένη. Πρέπει όμως να εξετάσουμε το γεγονός ότι στο κράτος αυτό γαλουχήθηκαν γενιές ολόκληρες με αυτή την ιδεολογία και ήρθαμε εμείς ξαφνικά το 1991 να τους πούμε μέσα σε μία ημέρα ότι δεν είστε αυτό που νομίζετε, αλλά κάτι άλλο, τι ακριβώς δεν ξέρουμε ούτε εμείς, βρείτε το μόνοι σας». Το αποτέλεσμα ήταν η δημόσια συζήτηση να κυριαρχηθεί στην Ελλάδα από παλαιούς και νέους «μακεδονομάχους» και να τροφοδοτηθεί με υπερβολές, παραποιήσεις, μισές αλήθειες. Η παραπαίουσα και μικροσκοπική πΓΔΜ πήρε τις διαστάσεις γίγαντα που ήταν έτοιμος να συνθλίψει την Ελλάδα.
Στον υστερικό εθνικισμό δεν αντιτάχθηκαν με σαφήνεια ούτε το ΚΚΕ ούτε ο ΣΥΝ. Για τον Αδαμάντιο Σκόρδο ήταν μια λογική συνέπεια των όσων είχαν προηγηθεί: «Μετά το 1974 μία από τις βασικές προτεραιότητες για το ΚΚΕ ήταν η ιστορική και εθνική του αποκατάσταση. Ακόμα και η ΝΔ και ο προσκείμενος σε αυτήν Τύπος υποβάθμιζαν τότε στην προπαγάνδα και στη ρητορική τους το ζήτημα της μακεδονικής εμπλοκής του ΚΚΕ στον Εμφύλιο, επειδή θα μπορούσε να δημιουργήσει νέους διχασμούς. Το Μακεδονικό ήταν ένα βαρίδι για την Αριστερά, ακόμα και ιδίως το 1991, όταν προέκυψε το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων. Ηταν πρόβλημα η στάση που θα τηρούσαν και το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ, ώστε μην ξαναβρεθούν αντιμέτωπα με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας».

Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.