Πολύς λόγος έγινε και γίνεται για την «Τράπεζα Θεμάτων» που εισήχθη από εφέτος στις εξετάσεις της πρώτης Λυκείου. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στο αν έπρεπε να ξεκινήσει «πιλοτικά» -που έτσι έπρεπε- ή αν στην πρώτη εφαρμογή της (ομολογουμένως με αδικαιολόγητη βιασύνη ως προς τον χρόνο τής απαιτούμενης προετοιμασίας της) εμφανίστηκαν κάποιες αδυναμίες στον βαθμό δυσκολίας μερικών από τα επιλεγμένα θέματα. Στις γραμμές που ακολουθούν θεωρώ χρήσιμο να ακουστούν μερικές σκέψεις με ποιο σκεπτικό και σε ποιο ευρύτερο πλαίσιο προτάθηκε η «Τράπεζα Θεμάτων» από τους έμπειρους εκπαιδευτικούς οι οποίοι έλαβαν μέρος στον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία. Αναφέρομαι στον Διάλογο που διεξήχθη με πρωτοβουλία τού τότε υπουργού Παιδείας κ. Αρη Σπηλιωτόπουλου και με ευθύνη τού γράφοντος ως προέδρου μιας ευρείας Επιτροπής που για πρώτη φορά δούλεψε εντατικά επί έξι μήνες και κατέληξε σ’ ένα σημαντικό αναλυτικό Πόρισμα για τη Γενική μας Παιδεία και τον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ. Κι αυτό γιατί είναι πολλοί αυτοί που μιλούν και κρίνουν με πλήρη άγνοια τής ουσίας και των πολλών πλευρών τού θέματος.
Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα σύρεται στο «άρμα» τής εισαγωγής των αποφοίτων στα ΑΕΙ, γεγονός που υιοθετεί και επιβάλλει η ίδια η ελληνική κοινωνία. Στην προσπάθεια των μελών τού Εθνικού Διαλόγου να καθιερωθεί ένα πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο και πιο αξιόπιστο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ εισηγηθήκαμε την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Εθνικού Εξεταστικού Φορέα υπό την εποπτεία τού υπουργείου Παιδείας, ο οποίος θα διεξάγει τις εξετάσεις κατά τη φοίτηση και μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο. Για την εισαγωγή στα ΑΕΙ ουσιώδη ρόλο εισηγηθήκαμε να έχει -από κοινού με τις «πανελλαδικές εξετάσεις»- και η επίδοση κάθε μαθητή στις τρεις τάξεις τού Λυκείου, ώστε να υπάρχει αξιόπιστη εικόνα των ικανοτήτων κάθε μαθητή και να μην εξαρτάται η εισαγωγή του στα ΑΕΙ μόνο από μια τρίωρη εξέταση σε κατάσταση άγχους και έντασης που οδηγεί συχνά σε αποτυχία και τους πιο ικανούς υποψηφίους, πανικοβάλλει την οικογένεια και αναστατώνει την ελληνική κοινωνία. Ακόμη εισηγηθήκαμε τη δυνατότητα επανάληψης τής εξέτασης από τον Εθνικό Εξεταστικό Φορέα κατά τακτά διαστήματα, ώστε να είναι δυνατή η βελτίωση τής απόδοσης των υποψηφίων και να γίνει η όλη διαδικασία ουσιαστική, δίκαιη, ανθρώπινη, παύοντας να αποτελεί «εθνικό γεγονός».
Σε όλα τα Πανεπιστήμια κύριο στοιχείο εισαγωγής είναι η επίδοση τού υποψηφίου στις τρεις τελευταίες τάξεις τού Λυκείου, που θεωρείται η πιο αξιόπιστη εικόνα των ικανοτήτων ενός υποψηφίου. Η εικόνα συμπληρώνεται (σε συστήματα με «κλειστούς αριθμούς» υποψηφίων) από την εξέταση σε Εθνικούς ή Πανεπιστημιακούς Εξεταστικούς Φορείς, από συνεντεύξεις και συστατικές επιστολές. Ετσι, παράλληλα με σημαντικές αλλαγές στην έκταση τής ύλης, στο περιεχόμενο και τη μέθοδο διδασκαλίας στο Λύκειο (πράγμα που αγνοείται στην όλη συζήτηση τού θέματος), εισηγηθήκαμε στον Εθνικό Διάλογο να λαμβάνεται υπ’ όψιν για την εισαγωγή και στα ελληνικά ΑΕΙ η επίδοση τού μαθητή στο Λύκειο. Κι αυτό με έναν αντικειμενικό και αξιόπιστο τρόπο που, προς το παρόν, δεν μπορεί να είναι άλλος από την αξιολόγηση τού μαθητή με μία ετήσια εξέταση σε κάθε τάξη τού Λυκείου με τα μισά θέματα από τους διδάσκοντες και τα άλλα μισά θέματα από «Τράπεζα Θεμάτων» τού Εθνικού Εξεταστικού Φορέα (με βαθμολογητές τους ίδιους τους διδάσκοντες τής τάξης).
Με τη γνώση τού χώρου και την πείρα των μελών τού Εθνικού Διαλόγου εκτιμήθηκε ότι η διαμόρφωση ενός νέου τύπου γενικού Λυκείου και η έμφαση στην επίδοση των μαθητών στο Λύκειο θα ξαναφέρουν τους μαθητές πίσω στο Σχολείο τους αντί τού Φροντιστηρίου, θα αναβαθμίσουν τον ρόλο και τη λειτουργία τού Λυκείου ενισχύοντας τη βαρύτητά του και κυρίως θα αναβαθμίσουν τον ρόλο των εκπαιδευτικών τού Σχολείου. Η «Τράπεζα Θεμάτων» θα υποχρεώσει να διδαχθεί η προβλεπόμενη ύλη σε όλα τα σχολεία, θα αναδείξει τυχόν ελλείψεις στο προσωπικό των σχολείων, πράγμα που θα οδηγήσει σε κοινωνική πίεση προς την Πολιτεία για κατάλληλη στελέχωση των σχολείων (χωρίς ελλείψεις και κενά), ενώ παράλληλα θα εξασφαλίσει ένα ελάχιστο κοινό επίπεδο στην εξέταση και μια πιο ισορροπημένη και δίκαιη αξιολόγηση. Ως εκ τούτου, οι φυσικοί υποστηρικτές ενός τέτοιου συστήματος αναμένεται να είναι αφενός οι εκπαιδευτικοί των οποίων αναβαθμίζεται ο ρόλος με παράλληλη ενίσχυση τού ρόλου τού σχολείου και αφετέρου οι γονείς που θα μπορούν να προσβλέπουν σε καλύτερη ποιότητα εκπαίδευσης και λειτουργίας τού σχολείου με δραστική μείωση ή και εξάλειψη τού ρόλου τού φροντιστηρίου. Αρα, τα λεγόμενα περί μετατροπής τού σχολείου σε εξεταστικό κέντρο, περί μεγάλου ποσοστού απόρριψης και διαρροής των μαθητών, περί αύξησης τής προσφυγής στα φροντιστήρια κ.λπ., αν δεν έχουν απλά αντιπολιτευτικά κίνητρα, είναι εκ διαμέτρου αντίθετα προς την επιδιωκόμενη αποκατάσταση τού φυσικού ρόλου τού σχολείου και τού κύρους των εκπαιδευτικών.
Παράλληλα, η μείωση τής ύλης και η εμβάθυνση αντί των μέχρι τούδε υπερβολών στην έκταση τής ύλης, η μείωση των εξεταζομένων μαθημάτων κ.λπ. βοηθούν σε μια άλλη θεώρηση τού περιεχομένου και τού ρόλου τού σχολείου. Προς την ίδια κατεύθυνση αποσκοπεί και μια λελογισμένη αυστηρότητα στις απαιτήσεις τού σχολείου που οι εκπαιδευτικοί τής μαχομένης Εκπαίδευσης γνωρίζουν πόσο αναγκαία είναι: να μην περνάει δηλαδή ο μαθητής στην επόμενη τάξη με βαθμούς στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά κάτω τού 10 (μέχρι σήμερα περνούσε με 3 και με 4, συμψηφίζοντάς τα με άλλα μαθήματα).
Ποιοι φοβούνται, λοιπόν, την «Τράπεζα Θεμάτων» και την όλη αναβάθμιση τού Νέου Λυκείου, που είναι καρπός μιας σειράς προσπαθειών όλων των τελευταίων υπουργών Παιδείας, από τη Μαριέττα Γιαννάκου και τον Αρη Σπηλιωτόπουλο μέχρι την Αννα Διαμαντοπούλου και τον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο; Μήπως είναι κάποιοι «ενθουσιασμένοι» από τη γενικότερη κατάσταση της Παιδείας μας ή κάποιοι άλλοι βολεμένοι, οπαδοί τής ήσσονος προσπαθείας, που δεν στέργουν να αλλάξει τίποτε ή και κάποιοι άλλοι που ανομολόγητα ή μοιρολατρικά αποδέχονται το σημερινό καθεστώς τής μετάθεσης τού βάρους και τού κύρους τής εκπαιδευτικής διαδικασίας από το σχολείο στο φροντιστήριο, καθεστώς που έχει επηρεάσει γονείς και μαθητές, οι οποίοι αναζητούν «εκπαιδευτική σωτηρία» στο φροντιστήριο! Μήπως αυτοί «οι διαφωνούντες» είναι τελικά που πετροβολούν απ’ έξω και εκ τού ασφαλούς όσους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν χρόνια και υπαρκτά προβλήματα τής Εκπαίδευσής μας και να βρουν έναν πιο αξιόπιστο, δίκαιο και ανθρώπινο τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια;
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ