Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί: στη διάρκεια των τριών μηνών λειτουργίας της η έκθεση «Πανκ: το χάος στη μόδα» που φιλοξενήθηκε πέρυσι στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης κατόρθωσε να προσελκύσει 442.350 επισκέπτες, γεγονός που την κατέταξε στις πέντε πιο δημοφιλείς διοργανώσεις των τελευταίων 20 χρόνων. Η ομόφωνη απαξίωσή της από πλευράς κριτικής –οι συνεργάτες των κορυφαίων αμερικανικών ΜΜΕ έκαναν λόγο για «παταγώδη αποτυχία» και «πραγματική καταστροφή» –ελάχιστους φάνηκε να επηρέασε. Στην πραγματικότητα, μάλλον κανέναν…
Εξαιρετικά μεγάλη απήχηση είχε εξάλλου και η αφιερωμένη στον Αλεξάντερ Μακ Κουίν έκθεση που διοργανώθηκε στο ίδιο μουσείο δύο χρόνια νωρίτερα: οι ουρές οι οποίες σχηματίστηκαν ήταν τόσο μεγάλες ώστε όσοι θέλησαν να επισκεφθούν κάποια από τις εκθέσεις που λειτουργούσαν παράλληλα, υποχρεώθηκαν να υποστούν υπολογίσιμη ταλαιπωρία… Απ’ ό,τι φαίνεται πάντως, η «τρέλα» για τον Μακ Κουίν δεν είναι αμερικανικό φαινόμενο, αφού η επικείμενη παρουσίαση της έκθεσης με τίτλο «Αγρια Ομορφιά» στο Μουσείο Victoria&Albert του Λονδίνου την άνοιξη του 2015 έχει ήδη προκαλέσει φρενίτιδα.
Το ενδιαφέρον των μουσείων για τη μόδα δεν είναι καινούργιο: από την εποχή της Νταϊάνα Βρίλαντ, της θρυλικής συντάκτριας του «Ηarper’s Bazaar» και της «Vogue», το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξένησε εκθέσεις αφιερωμένες σε σχεδιαστές όπως ο Μπαλεντσιάγκα και ο Ιβ Σεν Λοράν. Ωστόσο η δραματική αύξηση ανάλογης θεματολογίας εκθέσεων τα τελευταία χρόνια στις δύο πλευρές του Ατλαντικού –η αφιερωμένη στη «Λάμψη της Ιταλικής Μόδας 1945-2014» που λειτουργεί αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Victoria&Albert του Λονδίνου είναι μία μόνο από τις πλέον πρόσφατες –προκαλεί πολλές συζητήσεις στον διεθνή Τύπο. Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αφού δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η μόδα είναι τέχνη, επομένως ένα μεγάλο μουσείο αποτελεί «φυσικό χώρο» παρουσίασής της ή απλώς «βιτρίνα» για μια πιο εκλεπτυσμένη διαφήμιση μιας καθαρά εμπορικής φίρμας;

«Για έναν διευθυντή μουσείου με σφιχτό προϋπολογισμό, ο οποίος οφείλει να λάβει υπόψη του την απήχηση μιας έκθεσης στο ευρύ κοινό, η λειτουργικότητα τέτοιου είδους διοργανώσεων είναι προφανής»
σημείωνε πριν από λίγο καιρό ο νεοϋορκέζος κριτικός Τζέισον Φαράγκο. Ο ίδιος προσέθετε ότι οι δημοφιλείς εκθέσεις μόδας είναι σχετικά φθηνές από πλευράς παραγωγής: η εξασφάλιση δανείων εκθεμάτων δεν είναι δύσκολη και τα ασφάλιστρα πολύ μικρότερα από τους πίνακες αξίας 100 εκατ. δολαρίων του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα φέρνουν χρήματα με πολλούς τρόπους: με τα προϊόντα που διατίθενται στο πωλητήριο του μουσείου, για παράδειγμα, και προσελκύουν αντίστοιχα πολλούς καταναλωτές.
Μία ακόμη ελκυστική παράμετρος των σχετικών με τη μόδα εκθέσεων έχει να κάνει με το γεγονός ότι η δημοφιλία τους διευκολύνει την εξεύρεση ιδιωτών χορηγών σε μια περίοδο περικοπών των κρατικών επιχορηγήσεων. «Καθώς οι οικονομικές δυνατότητες στενεύουν δραματικά αλλά και οι μαικήνες γίνονται πιο σφιχτοί, τα μουσεία αναζητούν μια όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη διέξοδο» επισημαίνει ο ίδιος κριτικός.
Μέσα από αυτό το πρίσμα ωστόσο, είναι σαφές ότι οι γενικεύσεις εγκυμονούν κινδύνους. Και αυτό γιατί, κατά κοινή ομολογία, οι εκθέσεις μόδας σε μεγάλα μουσεία που έχουν πράγματι λόγο δεν λείπουν. Χαρακτηριστική περίπτωση η έκθεση για τον Ζαν-Πολ Γκοτιέ που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόντρεαλ, αργότερα περιόδευσε σε μουσεία των ΗΠΑ και αυτόν τον καιρό παρουσιάζεται στο Barbican του Λονδίνου. Σε δηλώσεις του στον αμερικανικό Τύπο ο Τιερί Μαξίμ Λοριό, επιμελητής στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ, αρνείται κατηγορηματικά τον εμπορικό χαρακτήρα της έκθεσης εστιάζοντας στο ιδιαίτερο βάρος που δίνεται στον πρωτοπόρο ρόλο του Γκοτιέ αναφορικά με τη φυλετική και σεξουαλική ισότητα σε μια εποχή σαφούς προκατάληψης στον κόσμο της μόδας…
Ανάλογα «στοχευμένη» ήταν και η «δίδυμη» έκθεση «Σκιαπαρέλι/Πράντα» που φιλοξένησε στο πρόσφατο παρελθόν το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Εν προκειμένω η Μιούτσια Πράντα, φιλότεχνη η ίδια και γνωστή συλλέκτρια, η οποία όμως αρνείται σθεναρά την άποψη ότι η μόδα είναι τέχνη, παρουσιάστηκε ως μια «νεοεγελιανή», τρόπον τινά, της υψηλής ραπτικής…
Ωστόσο ακόμη και για όσους ασκούν κριτική ο πραγματικός «εχθρός» δεν είναι η ίδια η μόδα. Ο αντίλογος εστιάζεται στην είσοδο ενός ξεκάθαρα κερδοσκοπικού προσανατολισμού στα μεγάλα μουσεία τα οποία εξ ορισμού αποτελούν μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς με χαρακτήρα (και) εκπαιδευτικό. Στην κατεύθυνση αυτή πάντως θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως η μόδα είναι ο μοναδικός «κίνδυνος». Ωστόσο ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η τελευταία, περισσότερο από άλλους εμπορικού χαρακτήρα τομείς, είναι σε θέση να υπερβεί τα όρια ανάμεσα στη δημιουργία και στην κατανάλωση με την απαραίτητη φινέτσα ώστε η «παρακμή» να μη γίνει αντιληπτή…

Η Γουίντουρ και η Πρώτη Κυρία
Το όνομα της Αννα Γουίντουρ, διευθύντριας της αμερικανικής «Vogue» τα τελευταία 26 χρόνια και μιας από τις προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον χώρο της μόδας, θα φέρει από τούδε και στο εξής το Κέντρο Ενδύματος του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης. Πλήρως ανακαινισμένο, το τμήμα ανοίγει εκ νέου τις πύλες του στις 8 Μαΐου με την έκθεση «Tσαρλς Τζέιμς: Πέρα από τη μόδα», η οποία εστιάζει στον θρυλικό αγγλοαμερικανό σχεδιαστή του 20ού αιώνα. Το Κέντρο Ενδύματος Αννα Γουίντουρ θα στεγάσει τους εκθεσιακούς χώρους του τμήματος, τη βιβλιοθήκη, το εργαστήριο συντήρησης, τους ερευνητικούς χώρους και τα γραφεία. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Μουσείου Ντάνιελ Μπρόντσκι οι ικανότητες της 64χρονης «Πυρηνικής Γουίντουρ» –όπως είναι γνωστή στον χώρο της μόδας εξαιτίας της ισχυρής προσωπικότητάς της –στη συγκέντρωση πόρων ήταν αυτές οι οποίες «κατόρθωσαν να κάνουν αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο τέχνης πραγματικότητα».
Η «ενεργή» παρουσία της Πρώτης Κυρίας των ΗΠΑ Μισέλ Ομπάμα στην τελετή ονοματοδοσίας, αφού η ίδια θα κόψει και την κορδέλα του ανακαινισμένου Κέντρου στις 5 Μαΐου, λαμβάνει μεγάλη έκταση στον αμερικανικό Τύπο. Παρότι δεν αναμένεται να παραμείνει στο γκαλά που θα ακολουθήσει –και αυτό γιατί κατά μία εκδοχή τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας που θα απαιτούσε η παρουσία της ενδεχομένως να προκαλούσαν αμηχανία στους υπόλοιπους καλεσμένους της βραδιάς, η οποία αποτελεί την ετήσια βασική πηγή χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων του Κέντρου -, η στενή σχέση της με τη Γουίντουρ ήρθε εκ νέου στην επιφάνεια: η τελευταία άλλωστε επιμελήθηκε τα δύο εξώφυλλα της Μισέλ Ομπάμα στη «Vogue» το 2009 και το 2013 ενώ παράλληλα υπήρξε και ένα από τα πρόσωπα-«κλειδιά» στη συγκέντρωση πόρων κατά τη διάρκεια της εκστρατείας επανεκλογής του αμερικανού προέδρου…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ