Στη σημερινή Ευρώπη της κρίσης, όπου οι ανισότητες οξύνονται και τα συναισθήματα της αδικίας γιγαντώνονται και αναζητούν διεξόδους σε ποικίλες μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας, ακούγεται συχνά το αίτημα για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, τη σύμπηξη μιας νέας βάσης για την κοινωνική συνύπαρξη, θεμελιωμένη σε κοινωνικές συναινέσεις που να ικανοποιούν το αίτημα της δικαιοσύνης. Το αίτημα είναι διάχυτο και αισθητό και πέρα από τις χειραγωγήσεις τις οποίες υφίσταται από την πολιτική δημαγωγία που έχει περισσεύσει στις μέρες μας στην Ελλάδα και αλλού. Είναι διάχυτο ακριβώς επειδή εκφράζει βαθιές υπαρξιακές ανάγκες που συνιστούν προϋποθέσεις για την επιβίωση της κοινωνίας. Ακόμη και στην πρόσφατη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης διατυπώθηκε για άλλη μία φορά η ανάγκη για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου έχει καταστεί διάσημη από την εποχή του Διαφωτισμού χάρη στη σαγήνη του λόγου και τη δύναμη των επιχειρημάτων ενός πολιτικού στοχαστή, του οποίου εφέτος η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος τιμούν την τριακοσιοστή επέτειο της γέννησης τον Ιούνιο του 1712. Πρόκειται για τον «πολίτη της Γενεύης», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του παρά τις διενέξεις του με τη γενέθλια πόλη, Ιωάννη Ιάκωβο (Ζαν-Ζακ) Ρουσό (1712-1778).

Υπερβολική πίστωση
Οπως συμβαίνει κατά κανόνα με τον επετειακό λόγο, σε όσα γράφονται αυτό το έτος κυρίως σε εκλαϊκευτικό επίπεδο για τον πολίτη της Γενεύης, τείνουν να εμφιλοχωρούν απλουστεύσεις και αμβλύνσεις των αντινομιών της σκέψης του. Επίσης διαφαίνεται μια αναπόφευκτη προδιάθεση να προσγραφούν στον Ρουσό περισσότερα απ’ όσα τού αναλογούν. Μια τέτοια υπερβολική πίστωση διαφαίνεται στην τάση να προσγράφεται στον Ρουσό η ιδέα και η ορολογία του κοινωνικού συμβολαίου. Στην πραγματικότητα η πατρότητα του όρου «κοινωνικό συμβόλαιο» δεν είναι δική του. Ο όρος απαντάται σε μια σημαντική παράδοση πολιτικού στοχασμού που διατρέχει τον 17ο αιώνα και συνιστά τον κορμό της πολιτικής σκέψης της νεωτερικότητας, στην οποία αποκρίνεται αργότερα ο Ρουσό. Ο όρος «κοινωνικό συμβόλαιο» συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής επιχειρηματολογίας με την οποία οι Τόμας Χομπς και Τζον Λοκ τον 17ο αιώνα προσπάθησαν να θεμελιώσουν την έννοια της νομιμότητας της πολιτικής εξουσίας συνδέοντάς την αναγκαστικά με τη συναίνεση των κυβερνωμένων.
Αυτή την έννοια, στην οποία είχε θεμελιωθεί ο κλασικός ατομικιστικός φιλελευθερισμός, παίρνει ο Ρουσό για να εκφράσει τη δική του ριζική κριτική του πολιτικού στοχασμού της νεωτερικότητας, ως περιγράμματος των κοινών παραδοχών της κοινωνικής θεωρίας του Διαφωτισμού, προς τον οποίο, αν και γνήσιο τέκνο του, επιζητεί να αντιδιαστείλει τη δική του τοποθέτηση στα πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά ζητήματα. Αυτή υπήρξε η κεντρική μέριμνα που διατρέχει όλο το συγγραφικό πρόγραμμα του Ρουσό, από τα πρώτα δοκίμια που καταγγέλλουν τη γένεση του πολιτισμού της νεωτερικότητας ως τα αυτοβιογραφικά κείμενα της ωριμότητάς του.

Εκρηκτική πρωτοτυπία
Για τον Ρουσό η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου, όπως τη χρησιμοποιούν οι πολιτικοί στοχαστές της φιλελεύθερης ατομικιστικής παράδοσης, αποτελεί το κομβικό στοιχείο της καταχθόνιας εξαπάτησης των φτωχών από τους πλουσίους και ισχυρούς με την οποία τούς πείθουν να αποδεχθούν τη νομιμότητα διευθετήσεων που διαλαμβάνουν τη θεσμοθέτηση της ανισότητας στην πολιτική κοινωνία. Η τελική έκβαση της εδραίωσης της ανισότητας ως στοιχείου της έννομης τάξης συνιστά, κατά τον Ρουσό, το πρώτο βήμα που οδηγεί τις κοινωνίες στην τυραννία και στον δεσποτισμό. Αυτό είναι το κοινωνικό συμβόλαιο των ατομικιστών, υπαινίσσεται ο Ρουσό στην κατακλείδα του «Λόγου για τις καταβολές της ανισότητας» του 1755. Πρόκειται για ένα κείμενο εκρηκτικής πρωτοτυπίας και ρητορικής αποτελεσματικότητας, ένα από τα στιλπνότερα μνημεία της γαλλικής γλώσσας. Στο κείμενο αυτό, που απέτυχε να αποσπάσει το βραβείο στον διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν στον οποίο υποβλήθηκε, ο Ρουσό θέτει τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων των προβλημάτων της σύγχρονης – της δικής του και δικής μας – κοινωνίας: το πρόβλημα είναι η ανισότητα στις ανεξάντλητες απεχθείς εκδηλώσεις της και οι πολυποίκιλες δόλιες επινοήσεις συγκάλυψης και ιδεολογικού εξωραϊσμού της. Αυτή την πραγματικότητα, την οποία συνδέει με την πρόοδο των τεχνών και των επιστημών και τις εκδηλώσεις του Διαφωτισμού που συνυπάρχουν με δεσποτικά πολιτεύματα, θέλει να καταγγείλει με το έργο του ο Ρουσό.

Το γνήσιο συμβόλαιο
Τη λύση προτείνει το 1762 στο έργο του «Περί του Κοινωνικού Συμβολαίου», όπου επιχειρεί με τιτάνια θεωρητική προσπάθεια να διατυπώσει μια εναλλακτική αντίληψη του κοινωνικού συμβολαίου, που θα συνιστά το γνήσιο κοινωνικό συμβόλαιο αντί του συμβολαίου του δόλου και της απάτης, που συνιστά τη βάση των υπαρκτών πολιτικών συστημάτων. Ομολογεί ότι βρήκε το εγχείρημα τόσο δύσκολο που συχνά κατέληγε σε απόγνωση ως προς τις δυνατότητες του λόγου να διερμηνεύσει με ακρίβεια τις εννοιολογικές διακρίσεις, ορισμούς και αποσαφηνίσεις που απαιτούνται για να διατυπωθεί η ορθή έννοια του κοινωνικού συμβολαίου.
Το γνήσιο κοινωνικό συμβόλαιο λοιπόν είναι η συμφωνία που συνάπτουν μεταξύ τους ίσα και ελεύθερα άτομα που με πλήρη επίγνωση των πράξεών τους και απόλυτη ειλικρίνεια δημιουργούν θεσμούς διακυβέρνησης και νομοθεσίας που θα ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους σε μια πολιτική κοινωνία δικαίου και ελευθερίας. Η σύναψη του γνήσιου κοινωνικού συμβολαίου συνιστά ένα εγχείρημα τόσο θεμελιώδους σπουδαιότητας που συνεπάγεται μια ριζική μεταμόρφωση όσων συμμετέχουν σε αυτήν. Τα εγωιστικά και αρπακτικά άτομα του «κτητικού ατομικισμού» μεταμορφώνονται σε πολίτες μιας συμμετοχικής δημοκρατίας, όπου κίνητρο των πράξεών τους είναι η προσήλωση στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον. Στη θέση των ενστίκτων της πλεονεξίας και της επιθετικότητας υποκαθίσταται το αίσθημα της δικαιοσύνης και η φυσική ελευθερία αντικαθίσταται με την ηθική ελευθερία του πολίτη που υπακούει τον νόμο στη θέσπιση του οποίου έχει συμμετάσχει ενεργά. Η σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου και η λειτουργία της νέας Πολιτείας του δικαίου και της ελευθερίας καθίστανται δυνατές χάρη στην επιβολή και ζωηφόρο επενέργεια της γενικής βούλησης, που εκφράζει το συλλογικό σώμα των πολιτών και διατυπώνεται διά των θεμελιωδών νόμων της Πολιτείας.

Η γενική βούληση
Η ιδέα της γενικής βούλησης έχει δικαίως χαρακτηριστεί ως η δυσκολότερη έννοια στην ιστορία της πολιτικής θεωρίας. Ενθυμούμαι την αείμνηστη καθηγήτριά μου στο Harvard Ιουδήθ Σκλαρ να λέγει ότι όποιος έχει κατανοήσει επαρκώς την έννοια της γενικής βούλησης έχει αποκρυπτογραφήσει τον δυσχερέστερο γρίφο της πολιτικής φιλοσοφίας.
Οντως η έννοια είναι τόσο περίπλοκη που υπό ορισμένα ερμηνευτικά πρίσματα εμφανίζεται να απειλεί, ακόμη και να ακυρώνει, το κεντρικό αίτημα της ελευθερίας, στο οποίο επιζητεί να προσδώσει ουσιώδες βιωματικό περιεχόμενο ο πολιτικός προβληματισμός του Ζαν-Ζακ. Η γενική βούληση, που δεν συμπίπτει με τη βούληση της πλειοψηφίας αλλά την υπερβαίνει και αποβλέπει να εκφράσει την καθολικότητα της πολιτικής κοινότητας, έχει, όπως ήταν αναμενόμενο, προκαλέσει πολλές υποψίες και αντιρρήσεις στους εκφραστές του πολιτικού φιλελευθερισμού. Εξίσου επίφοβες εμφανίζονται οι πρόνοιες του Ρουσό για την εγκαθίδρυση «πολιτικής θρησκείας» και την καθιέρωση λογοκρισίας, όπως και η καλλιέργεια ενός γενικότερου στρατιωτικού ήθους μεταξύ των πολιτών, ως φρουρών της πατρίδας, στοιχεία που θεωρεί αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λειτουργία της Πολιτείας που δημιουργεί το κοινωνικό συμβόλαιο.
Η «αυτοκριτική του Διαφωτισμού»
Λόγω των απόψεων του Ζαν-Ζακ Ρουσό, τόσο οι φιλελεύθεροι του δεκάτου ενάτου αιώνα όσο και πολλοί μελετητές των πολιτικών ιδεών κατά τον εικοστό αιώνα αντιμετώπισαν τον Ρουσό με καχυποψία ή και εχθρότητα και ορισμένοι του καταλόγισαν ευθύνες για τις ολοκληρωτικές εκτροπές του περασμένου αιώνα. Η κριτική αυτή, ωστόσο, παρά τη σοβαρότητά της, εμπεριέχει και μια αισθητή διάσταση αναχρονισμού που αδικεί τις προθέσεις του Ρουσό. Το πραγματικό προσδιοριστικό στοιχείο της σκέψης του υπήρξε η κριτική της πρόθεση και ως κριτικός στοχαστής, ως εκφραστής της «αυτοκριτικής του Διαφωτισμού», όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, προσλήφθηκε από τους συγχρόνους του και ενέπνευσε τα ριζοσπαστικά κινήματα στην Ευρώπη της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης. Η κριτική πρόθεση απέναντι στην ανισότητα και την αδικία στην κοινωνία, την υποκρισία και την κουφότητα των διανοουμένων και την αθεράπευτη τάση της κάθε εξουσίας προς τη διαφθορά συνιστά την ανθεκτική παρακαταθήκη της κοινωνικής θεωρίας του Ρουσό. Αυτό το στοιχείο προσείλκυσε, σε μια εποχή κορύφωσης των αγώνων για την ελευθερία, και το ενδιαφέρον των πρώτων Ελλήνων που μελέτησαν τις ιδέες του, του Χριστοδούλου Παμπλέκη το 1973, του Αδαμαντίου Κοραή το 1802, οπότε αναγγέλλει την πρόθεσή του να μεταφράσει στα ελληνικά το Κοινωνικό Συμβόλαιο, το οποίο αποδίδει με τον όρο «πολιτικόν συνάλλαγμα», του Γρηγορίου Ζαλύκη, τέλος, που πραγματοποίησε τη μετάφραση το 1828 υπό τον τίτλο «Περί της κοινωνικής συνθήκης». Ετσι ο Ρουσό εισέρχεται και στην πολιτική παράδοση του νέου Ελληνισμού. Συνιστά η παρουσία του αυτή μια αξιόλογη στιγμή αυτής της παράδοσης, η οποία δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους αν μας ενδιαφέρει η αυτογνωσία μας αλλά και το μέλλον της κοινωνίας μας.

Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ