Tσεχοσλοβακία.

Μπρνο. Κατοχή. Η Βέρμαχτ, όταν δεν εκτελεί αμάχους για αντίποινα σε πράξεις αντίστασης, προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους για το πόσο τυχεροί είναι που έχουν την ευκαιρία να μετέχουν στον υπό οικοδόμηση μεγάλο γερμανικό πολιτισμό του αύριο. Αφού πρώτα έχει εγκαταστήσει μια άγρια λογοκρισία, τώρα προβάλλει εξιδανικευτικά φιλμ προπαγάνδας, οργανώνει «επιστημονικές» διαλέξεις και αθλητικές εκδηλώσεις, στις οποίες ομάδες αρίων Γερμανών κάνουν την τιμή στους πεινασμένους ρακένδυτους Τσεχοσλοβάκους να αγωνιστούν μαζί τους.

Με ένα πιστόλι που πιθανότατα έχει χρησιμοποιηθεί για κάμποσες εξ επαφής εκτελέσεις δίνεται η εκκίνηση για τον αγώνα των εννέα χιλιομέτρων ανώμαλου δρόμου. Η έκβασή του είναι το ίδιο ανώμαλη όσο και ο δρόμος: δεύτερος, προς έκπληξη των πάντων και προς έντονη ενόχληση των Γερμανών, τερματίζει ένας από την ομάδα των κατακτημένων. Το όνομά του Εμίλ Ζάτοπεκ. Είναι δεκαοκτώ χρόνων και μόλις έχει λάβει μέρος στον πρώτο του αγώνα.

Παγκόσμιος θρύλος

Ο Εμίλ Ζάτοπεκ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1948

Αν και τον ενοχλούσε πολύ που τον είχαν διοργανώσει οι ναζί κατακτητές, ο αγώνας τού άρεσε. Μα ως εκεί, τίποτε παραπάνω. Εντάξει, μπορεί να έκανε λίγη γυμναστική ή προπόνηση καμιά φορά με τους φίλους του, αλλά ήταν κυρίως για να μην τους χαλάσει το χατίρι. Η φτώχεια της οικογένειάς του, που τον έχει αναγκάσει να εγκαταλείψει εδώ και τρία χρόνια το σχολείο, ο χρόνος που περνά βοηθώντας τον πατέρα του να καλλιεργούν τον κήπο του σπιτιού τους με λα χανικά για να έχουν κάτι σίγουρο να φάνε και η σκληρή δουλειά του στο εργοστάσιο παπουτσιών Βata δεν του αφήνουν περιθώρια για περισσότερα. Το τελευταίο λοιπόν που θα μπορούσε να φανταστεί ήταν ότι το 1952, δώδεκα χρόνια αργότερα, θα κατακτούσε, σε ηλικία τριάντα ετών, τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι. Και ότι θα γινόταν ένας εν ζωή παγκόσμιος θρύλος που το όνομά του θα ταυτιζόταν με τα ευγενέστερα αθλητικά ιδανικά.

Το πρώτο του βραβείο είχε έρθει και αυτό μέσα στην Κατοχή. Ηταν πολύ πιο ταπεινό από τις μετέπειτα ολυμπιακές δάφνες, άλλα διόλου ευκαταφρόνητο σε εκείνους τους καιρούς. Το κέρδισε σε δύο αγώνες των πεντακοσίων και των τριών χιλιάδων μέτρων, την πρώτη φορά που έτρεχε μέσα σε αληθινό στάδιο: ήταν μια φέτα ψωμί με βούτυρο και ένα μήλο.

Σιγά σιγά το τρέξιμο έγινε η ζωή του. Οποτε προλαβαίνει, τρέχει στον στίβο. Και όποτε δεν προλαβαίνει, που είναι φυσικά το πιο συνηθισμένο, τρέχει όπου βρει. Από το εργοστάσιο στο δάσος, από το δάσος στο σπίτι του, από εκεί στο διπλανό χωριό. Τρέχει, τρέχει, τρέχει, γράφει χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων. Αν και αντέχει, θεωρεί ότι είναι αργός. Κι έτσι, αρχίζει να τρέχει διαφορετικά: όχι πια μεγάλες αποστάσεις, αλλά μικρές και όσο πιο γρήγορα μπορεί. Και όταν του κάνουν παρατήρηση ότι θα εξαντληθεί απαντά:«Αφού τρέχω που τρέχω,δεν είναι καλύτερα να τρέχω γρήγορα»;Μόλις έχει επινοήσει το τελικό σπριντ και δεν το ξέρει. Μόλις έχει ανοίξει ένα δρόμο σκέψης χωρίς να το αντιλαμβάνεται.

Ομως οι προκλήσεις που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του δεν σταματούν. Ο δρόμος που συνήθως τρέχει είναι δεξιά κι αριστερά φυτεμένος στη σειρά με λεύκες. Πόσες μπορεί να περάσει τρέχοντας με μια αναπνοή; Στην αρχή δύο, μετά τρεις, μετά περισσότερες. Στο τέλος λιποθυμάει. Αλλά έχει τρέξει ως την τελευταία.

Ετσι, έρχεται κάποτε η ημέρα που γίνεται ο πρώτος Τσέχος ο οποίος τρέχει πέντε χιλιόμετρα σε ένα τέταρτο της ώρας. Οταν το νέο φτάνει στην Πράγα, όσοι δεν πιστεύουν ότι έχει πειράξει τα χρονόμετρα νομίζουν ότι έχει γίνει λάθος στη μεταφορά της είδησης. Μα όταν, λίγο μετά, φτάνει ο ίδιος στην πρωτεύουσα για να σπάσει το τρίτο ρεκόρ του στα δύο χιλιάδες μέτρα μέσα σε έναν χρόνο, όλοι υποκλίνονται.

Κάποτε οι Γερμανοί φεύγουν. Αλλά μετά έρχονται οι Σοβιετικοί. Ο Εμίλ και πάλι δεν νιώθει- και δεν είναι- ελεύθερος. Από το 1948 και έπειτα το άστρο του αρχίζει πια να λάμπει στο διεθνές στερέωμα μέχρι που γίνεται εκτυφλωτικό όπως τα φλας των φωτογράφων που τρέχουν κι εκείνοι να τον απαθανατίσουν όπου κι αν πατήσει το πόδι του στον κόσμο. Σπάει τα ίδια του τα ρεκόρ το ένα μετά το άλλο. Είναι τόσο βέβαιο ότι θα κερδίσει σε όποιον αγώνα και να τρέξει, που κάποιοι αθλητές ακυρώνουν τις συμμετοχές τους μόλις το όνομά του ανακοινωθεί.

Το καθεστώς μπορεί να χαίρεται από όλα αυτά, να του δίνει παράσημα και να οργανώνει τελετές σε στάδια για να τον τιμήσει ως ήρωα του λαού, όμως την ίδια στιγμή αρχίζει να γίνεται και καχύποπτο. Τον παρακολουθούν, χρησιμοποιώντας ακόμη και τη γυναίκα του. Και από τη σκοπιά τους, τελικά, δεν έχουν άδικο: τα πράγματα παίρνουν νέα τροχιά όταν ο μεγάλος αθλητής στέκεται στο πλευρό του Ντούμπτσεκ στην Ανοιξη της Πράγας. Μα τα σοβιετικά τανκς την καταστέλλουν. Και ο Ζάτοπεκ από ήρωας, τιμημένος αξιωματικός του στρατού και μέλος του κουμμουνιστικού κόμματος, βρίσκεται ξαφνικά να δουλεύει κάτω από τη γη, σε ορυχεία ουρανίου.

Κάποτε υπογράφει ένα χαρτί με το οποίο αναγνωρίζει ότι έσφαλε που υποστήριξε τις «αντεπαναστατικές» δυνάμεις. Ετσι, από τα ορυχεία βρίσκεται τώρα αρχειοφύλακας στην Πράγα.«Μια χαρά.Μπορεί να μην άξιζα για παραπάνω» λέει αυτός ο παράξενα σοφός άνθρωπος που πέθανε το 2000, σε ηλικία 78 ετών.

O ΣΤΙΒΟΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ

Ο Εμίλ Ζάτοπεκ και η σύζυγός του Ντάνα, ολυμπιονίκης του ακοντισμού, ποζάρουν με φωτογραφία της νεότητάς τους τον Οκτώβριο του 1989

Η ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΜΙΛ ΖΑΤΟΠΕΚ, του μεγάλου αθλητή που ο πατέρας του μισούσε το τρέξιμο γιατί το έβλεπε μόνον σαν κάτι που λιώνει πολλές πανάκριβες σόλες,όπως και ο περιβάλλων χώρος της, στην αρχή η κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία και στη συνέχεια η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου,μαγικά ζωγραφισμένες,αποτελούν έτσι κι αλλιώς βάση και υλικό πρώτης γραμμής για μυθιστόρημα.Στα χέρια όμως ενός δημιουργού όπως ο Ζαν Εσνοζ γίνονται κάτι πέρα από αυτό: μια βαθιά αλληγορία της ύπαρξης,γραμμένη μάλιστα με χιούμορ,χάρη και ελαφράδα που θυμίζουν τον τρόπο που ο ίδιος ο Ζάτοπεκ έτρεχε στον στίβο συναρπάζοντας τα πλήθη όπου γης.

Αντισυμβατική μορφή της γαλλικής λογοτεχνίας,ο Εσνοζ αξιοποιεί τον Ζάτοπεκ «κλείνοντας το μάτι» στους αναγνώστες του παράξενου βιβλίου του,στην ουσία λέγοντάς τους ότι ο αγώνας του Ζάτοπεκ στον στίβο δεν είναι τόσο διαφορετικός από τον αγώνα του καθενός μας στη ζωή.Και ότι αν επιμείνεις,ο αγώνας κάπου σε οδηγεί.

Ετσι,δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας δεν επέλεξε έναν αθλητή των εκατό μέτρων που να τρέχει σαν τον άνεμο για να διηγηθεί στιγμές από την ιστορία του,αλλά έναν δρομέα μεγάλων αποστάσεων.