Η σατιρική εφημερίδα Το Βούκινο κυκλοφορούσε στην Κέρκυρα από το 1884 ως τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, εβδομαδιαία αρχικά, δυο-τρεις φορές την εβδομάδα αργότερα. Τριάντα εννέα φύλλα της φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη τού ΕΛΙΑ. Περιλαμβάνει πεζά και έμμετρα κείμενα, κυρίως ελληνικά (στην κερκυραϊκή διάλεκτο) αλλά και ιταλικά ή ανάμεικτα, καθώς επίσης και γελοιογραφίες. Ο συντάκτης του Βούκινου, Ν. Ι. Μαυρόχης (ενίοτε υπογράφει γαλλιστί ως noir-non), σατιρίζει τους συμπολίτες του και δεν διστάζει να απειλεί τους εχθρούς του, όσους θεωρεί ότι τον κατατρέχουν ή μιλούν εναντίον του, ότι θα βγάλει τα άπλυτά τους στη φόρα: «Νομίζεις, τζόγια μου, πως δεν τα ξέρω/ τα κρυφο-rendez-vous, κρυφοϊνκόντρα; / Αν ψάλλω, σκάνδαλα πολλά θα φέρω/ θα με παινέσουνε κι αυτοί οι κόντρα». Πολλά κείμενά του είναι σκοτεινά για τον σημερινό αναγνώστη, αλλά θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά σαφή για τους γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα: «Του Σοφονίκου: Γάιδαρος χρυσοστόλιστος, γιομάτος μπανκανότα/ σοφομαθής που τρέφεται με γάλους και με κότα». «Βασιλικός που τρέφεται μ’ όβολα κληρονόμας/ ξανάνειωσε κ’ εγίνηκε δούλος της μπέλα(;) δόνας».


Τα πεζά του διακρίνονται για ένα διαφορετικό χιούμορ, πιο κυνικό και αυτοσαρκαστικό: «Εις τα Χρονικά της «Ακρόπολις» εδιάβασα ένα αρθρίδιο που λέει ότι δεν ομιλούμε μοναχά με την γλώσσα αλλά και με τ’ άνθια. Ωραία γλώσσα και περιπαθέστατη, αλλά εγώ δεν ειμπόρεσα να την μάθω ποτέ μου, και για τούτο, νομίζω ότι το καλύτερο πράγμα είναι να ομιλή κανείς με την ερωμένη του (αν έχη) με την αληθινή γλώσσα του. Δηλαδή «Μ’ αγαπάς, σ’ αγαπάω, πεθαίνω για σένα, πεθαίνεις για μένα» (και ας μένουν κ’ οι δύο ζωντανοί· δεν πειράζει, έτσι τόχει ο έρωτας με σπανιώταταις εξαιρέσεις) και πάει λέωντας». Το Βούκινο περιλαμβάνει αρκετές τοπικές ειδήσεις, όπου συνήθως – και σύμφωνα με τον υπότιτλο της εφημερίδας – στηλιτεύονται τα κακά. Ο δήμαρχος υφίσταται έντονη κριτική. Οσον αφορά τον αστυνόμο, ύστερα από την (αυθαίρετη) κατάσχεση και επιτόπου καταστροφή φύλλων της εφημερίδας, ο «Βουκινιστής» ξεκίνησε εναντίον του αγώνα ανένδοτο: «Ηλθ’ η ώρα και για σένα/ να τζακίσω το κεφάλι/ να σου πω και να σου ψάλλω/ όσα σέρνει το φροκάλι/ πλην δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω/ κι από πού να σε στολήσω». Ο Μαυρόχης πλήρωσε την ελευθεροστομία του με την καταδίκη του, το 1884, σε εκατό φράγκα πρόστιμο και ένα μήνα φυλάκιση, την οποία εξέτισε, συνεχίζοντας απτόητος από τη φυλακή το έργο του και απειλώντας με νέες αποκαλύψεις: «Ειδοποιώ όλους ότι, όποιος έλθη και μου σκοτίση εις το εξής το… κεφάλι παρακαλώντας με να μην περάσω κανέναν ή καμμίαν εις το Βούκινο, θα περάσω κι αυτόν και όποιον άλλον μ’ αρέση. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ω, ω, ω».