ΤΟ ερώτημα είναι υπαρκτό: Ο θάνατος του Χρ. Μαρίνου απέτρεψε να γραφεί ακόμη ένα κεφάλαιο της τρομοκρατίας στην Ελλάδα όπου πρωταγωνιστές θα ήσαν για μία ακόμη φορά οι «συνήθως ύποπτοι»; Αδιευκρίνιστο. Πάντως, δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας των «συνήθως υπόπτων» (δεν προσμετρούνται οι αντιτρομοκρατικές επιδόσεις του αείμνηστου Αθ. Μπάλκου) εγράφη με πρωταγωνιστή τον Χρ. Μαρίνο, γύρω από την πολυκύμαντη δράση του οποίου ­ όπως αποκαλύπτει σήμερα «Το Βήμα» με βάση τα επίσημα έγγραφα ­ κινήθηκαν οι «μεγάλες επιτυχίες» αλλά και οι «τεράστιες γκάφες» των διωκτικών αρχών στην εξάρθρωση της τρομοκρατίας.


Ηταν ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου 1987 όταν ο Χρ. Μαρίνος συνελήφθη για πρώτη φορά σε μια συμπλοκή στην Καλογρέζα, όπου ­ κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ­ βρήκε τον θάνατο ο Μιχ. Πρέκας. Κατηγορήθηκε, μαζί με τον Κλέαρχο Σμυρναίο, ότι μετείχαν στην τρομοκρατική οργάνωση «Αντικρατική Πάλη». Ο τότε φοιτητής της Πολυτεχνικής Σχολής στην Πάτρα, που δεν είχε απασχολήσει τη δικαιοσύνη, ενεφανίσθη μάλιστα και συνεργάσιμος με τις διωκτικές αρχές. «Ο εκ των κατηγορουμένων Μαρίνος Χριστόφορος», αναφέρεται στο διαβιβαστικό της Ασφάλειας, «ανακρινόμενος αποκάλυψε ότι ο φυγόποινος Πρέκας χρησιμοποιούσε τον τελευταίο καιρό ως κρησφύγετο υπόγειο διαμέρισμα επί της οδού Ανάφης 23-25, στο οποίο μετέβαινε και ο ίδιος ο Μαρίνος». Ο ίδιος κατέθεσε ακόμη ότι «εγώ είμαι αναρχικός και είμαι μέλος της Ενωσης Αναρχικών».


Ωστόσο παρεπέμφθη στη Δικαιοσύνη. Στις 6 Μαΐου 1991 άρχισε η δίκη του, όπως και του Κλ. Σμυρναίου, στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Μετά από έναν περίπου μήνα οι δύο συνεργάτες, κατά την Αστυνομία, του Μιχ. Πρέκα αθωώνονται και αποφυλακίζονται. Αθώοι θα κριθούν ουσιαστικά από τα δικαστήρια και οι Ε. Βογιατζή, φίλη του Μ. Πρέκα, και Γερ. Μπουκουβάλας, που είχαν κατηγορηθεί για ανάλογα αδικήματα. Οι αρχές Ασφαλείας όμως, από ό,τι έδειξαν τα γεγονότα, ουδέποτε πείστηκαν ότι οι κατηγορούμενοι γι’ αυτή την υπόθεση ήταν πράγματι αθώοι. Αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει ένα νέο γαϊτανάκι διώξεων. Αρχισε να εφαρμόζεται η τακτική που συμπυκνώνεται στην εξίσωση «το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνομικός είναι όργανο, άρα ο αστυνομικός είναι μπουζούκι». Με αυτή τη λογική, οι αρχές Ασφαλείας εμφανίζονταν σχεδόν βέβαιες ότι ο Χρ. Μαρίνος ήταν μέλος του ΕΛΑ και, ενδεχομένως, της… «17 Νοέμβρη».


Πού βασιζόταν αυτή η πεποίθηση; Απλώς, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Χρ. Μαρίνου, αμέσως μετά τη σύλληψή του κατά τη συμπλοκή της Καλογρέζας, «βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, χειρόγραφο κείμενο με οδηγίες κατασκευής βομβών, πυροκροτητών κλπ. και τρία επιτραπέζια ρολόγια (δύο μάρκας RUHLA και ένα μάρκας ROSTOV), όμοια των οποίων έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για την τοποθέτηση αυτοσχέδιων ωρολογιακών μηχανισμών σε διάφορους στόχους κυρίως από τον «Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα»». Βεβαίως, ο ισχυρισμός του Χρ. Μαρίνου ότι «τα ρολόγια μού τα είχε δώσει ο Μ. Πρέκας για να τα φυλάξω» ουδέποτε εισακούσθη. [Ενδεικτικό, πάντως, του τρόπου με τον οποίο διενεργούνταν οι έρευνες για την αποκάλυψη των τρομοκρατών είναι ότι μετά τη συμπλοκή στην Καλογρέζα συνελήφθησαν ο πατέρας και ο αδελφός της φίλης του Χρ. Μαρίνου, επειδή κατά την έρευνα στο σπίτι τους βρέθηκαν φυσίγγια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ένα μαχαίρι].


Η «υπόθεση της Καλογρέζας», όμως, λίγα χρόνια αργότερα θα προσλάβει και… διεθνείς διαστάσεις, όταν οι διωκτικές αρχές της Τουρκίας, αφού θα έχουν εν τω μεταξύ όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους να μελετήσουν τη δικογραφία που δημοσιεύθηκε στον Τύπο, θα ισχυρισθούν ότι υπάρχουν σχέσεις μεταξύ της ελληνικής τρομοκρατίας και της οργάνωσης «Ντεβ Σολ». Τούτο διότι, όπως ενημέρωσαν και επισήμως την ελληνική κυβέρνηση, «μέρος του οπλισμού (δύο πιστόλια) της οργάνωσης «Αντικρατική Πάλη» που είχε κλαπεί από το Λιμεναρχείο της Ραφήνας βρέθηκε στα χέρια τρομοκρατών της «Ντεβ Σολ»». Ο ισχυρισμός, βεβαίως, δεν έγινε πιστευτός, αφού δεν έγινε ούτε καν αυτοψία του οπλισμού ­ η ζημιά όμως είχε γίνει.


Μετά από όλα αυτά, η δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα, αντί να διαλευκανθεί συσκοτιζόταν. Αμέσως μετά τη συμπλοκή στην Καλογρέζα ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Α. Δροσογιάννης θα πει το γνωστό «ακουμπάμε τη 17 Νοέμβρη». Είχε προηγηθεί έρευνα, υπό συνθήκες πλήρους μυστικότητας, σε ένα διαμέρισμα της οδού Καλαμά, στα Σεπόλια, όπου, κατά την Αστυνομία, μεταξύ των άλλων, βρέθηκαν και τα κλειδιά του αυτοκινήτου που χρησιμοποίησε η οργάνωση «17 Νοέμβρη» στη δολοφονία του Μάλλιου. Το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί των αρχών διαψεύστηκαν, τόσο από τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου όσο και από την ίδια την οργάνωση, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία.


Αντιθέτως, η «γιάφκα» της οδού Καλαμά άνοιξε και νέες ατραπούς: οι τότε υπεύθυνοι της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας πίστεψαν ότι συνέδεσαν τους υπόπτους της συμπλοκής στην Καλογρέζα όχι μόνον με τη δράση της ομάδας Πρέκα και της «Επαναστατικής Αλληλεγγύης», που είχε αποσπασθεί από τον «ΕΛΑ» και είχε αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία του εισαγγελέα Γ. Θεοφανόπουλου, αλλά επίσης και με τη «17 Νοέμβρη». Τούτο διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των διωκτικών αρχών, στη «γιάφκα» της Καλαμά (είχε ενοικιασθεί από τον Γ. Μπαλάφα με το ψευδώνυμο Ν. Μανιατόπουλος), εκτός από τον νεκρό κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στη συμπλοκή του Γκύζη Χρ. Τσουτσουβή, «σύχναζαν» ακόμη οι Γερ. Μπουκουβάλας, Α. Λεσπέρογλου και Ε. Βογιατζή, καθώς για ορισμένους «βρέθηκε μισό δακτυλικό αποτύπωμα». Βεβαίως, και οι ισχυρισμοί αυτοί θα καταρριφθούν αργότερα στις δικαστικές αίθουσες και όλοι σχεδόν οι κατηγορούμενοι θα αθωωθούν.


Ο Χρ. Μαρίνος, όμως, εξακολουθεί να παραμένει στο προσκήνιο. Τα ευρήματα της «γιάφκας» της οδού Καλαμά θα χρησιμοποιηθούν επί μία σχεδόν 10ετία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι διωκτικές αρχές θα παίζουν το γνωστό αντιτρομοκρατικό… παιχνίδι. Ανασύρθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια στις 8 Νοεμβρίου 1990, όταν σημειώθηκε έκρηξη σε «γιάφκα τρομοκρατών», στην οδό Μαυρικίου 12, στα Εξάρχεια, όπου τραυματίστηκε σοβαρά ο Κυρ. Μαζοκόπος. Το τυχαίο αυτό γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να εξυφανθούν νέα αντιτρομοκρατικά σενάρια περί εξαρθρώσεως της «17 Νοέμβρη». Ο Χρ. Μαρίνος, που διαβλέπει μάλλον ότι θα κατηγορηθεί εκ νέου, «δραπετεύει» στην Ουγγαρία, όπου συλλαμβάνεται ­ και πάλι κάτω από περίεργες συνθήκες ­ από κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας με επικεφαλής τον απόστρατο αξιωματικό της Αστυνομίας Κ. Ρουμελιώτη. [Οι πληροφορίες ότι η επιχείρηση της συλλήψεώς του χρηματοδοτήθηκε από το κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθούν].


Η νέα «γιάφκα» (αυτή της οδού Μαυρικίου) οδηγεί σε έναν νέο κύκλο εξέτασης ή παραπομπής στη Δικαιοσύνη εκατοντάδων συνήθως υπόπτων που είχαν καταγραφεί στα κομπιούτερ της Αντιτροκρατικής Υπηρεσίας. Κατ’ αρχήν συνδέεται η «Αντικρατική Πάλη» με την «Επαναστατική Αλληλεγγύη», οργάνωση που είχε αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία του ψυχίατρου Μ. Μαράτου, στις 19 Φεβρουαρίου 1990, στο Κολωνάκι. Τα πειστήρια ­ όπως αναφέρονται στο διαβιβαστικό της Ασφάλειας ­ είναι ότι «ένα κλειδί, ανηρτημένο σε κρίκο με άλλα τέσσερα κλειδιά, το οποίο εκτός από την εκ κατασκευής οπή φέρει και δύο άλλες, ιδίας διαμέτρου, ασφαλίζει και απασφαλίζει τον ομφαλό της κλειδαριάς, η οποία είχε κατασχεθεί από τη θύρα εισόδου της γιάφκας της οδού Καλαμά 25». Ακόμη ένα κλειδί που βρέθηκε στην οδό Μαυρικίου, σύμφωνα με την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, «ασφαλίζει και τον ομφαλό της κλειδαριάς η οποία έχει κατασχεθεί από τη θύρα εισόδου της γιάφκας της οδού Κύπρου», δηλαδή το κρησφύγετο του Μ. Πρέκα.


Ετσι, ετέθη σε ισχύ και σενάριο περί υπάρξεως «συγκοινωνούντων δοχείων» μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Το σενάριο αυτό θα προσλάβει μια νέα διάσταση μετά τη σύλληψη του Ε. Σκυφτούλη, στις 26 Σεπτεμβρίου 1992, στα Εξάρχεια, με την κατηγορία της κλοπής αυτοκινήτου. Μαζί του συλλαμβάνεται και ο Χρ. Μαρίνος, για τον οποίο όμως θα σχηματισθεί ξεχωριστή δικογραφία. Ο Ε. Σκυφτούλης, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορήθηκε από τις διωκτικές αρχές ως μέλος της οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Η κατηγορία βασίστηκε στην κατάθεση του οδηγού ταξί Δημόπουλου, ο οποίος είπε στην Ασφάλεια ότι αναγνώρισε τον Ε. Σκυφτούλη ως ένα από τα άτομα που πήραν μέρος στη συμπλοκή των Σεπολίων. Ετσι, ο κύκλος έτεινε να κλείσει. Τούτο διότι,«μία βολίδα που βρέθηκε στη συμβολή των οδών Ρόδου και Αυλώνος (σ.σ. στα Σεπόλια) και η βολίδα που εξήχθη από το σώμα του αστυφύλακα Παπαφώτη (σ.σ. είχε τραυματισθεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής) βλήθηκαν από το ίδιο όπλο (περίστροφο 0,38) με το οποίο βλήθηκαν όμοιες βολίδες σε τέσσερις εγκληματικές περιπτώσεις κατά το παρελθόν και συγκεκριμένα: α) Ανθρωποκτονία εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη ­ Ζωγράφου, 10-1-89. Σχετ. η υπ’ αριθ. 2653 Φ 656.3/172 από 23-6-89 αναφορά μας. β) Ενοπλη επίθεση – τραυματισμός αντεισαγγελέα Α. Π. Ταρασουλέα ­ Πολύδροσο Αμαρουσίου, 18-1-1989. Σχετ. η υπ. αριθμ. 2706 Φ. 656.3/172 από 28-6-89 αναφορά μας. γ) Ληστεία υποκαταστήματος της ΕΤΕ Ανω Πετραλώνων με ανθρωποκτονία του φρουρού αστυφύλακα Ματη Χρήστου ­ Πετράλωνα, 24-12-1984. Σχετ. η υπ’ αριθ. 12406 Φ 514428 από 10-7-1985 αναφορά της Δ.Α.Α. δ) Ομοιότητες επίσης προκύπτουν και με τα ίχνη που έχουν διασωθεί στην κυλινδρική επιφάνεια βολίδας που προέρχεται από την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος πληρώματος περιπολικού αυτοκινήτου του Α.Τ. Φιλοθέης στις 8-11-1983». Η ευθύνη των επιθέσεων τόσο εναντίον του εισαγγελέα Μ. Ανδρουλιδάκη όσο και εναντίον του αντεισαγγελέα Α. Ταρασουλέα, ως γνωστόν, είχε αναληφθεί από τη «17 Νοέμβρη».


Εν τω μεταξύ, στις 2 Δεκεμβρίου 1992 συνελήφθη και ο καταζητούμενος Γ. Μπαλάφας, ο οποίος είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν ως μέλος της οργάνωσης «Αντικρατική Πάλη». Στο διαβιβαστικό της Ασφάλειας αναφέρεται ότι «στο κρησφύγετο αποθήκη των τρομοκρατών της οδού Καλαμά (σ.σ. είχε ενοικιασθεί από τον Γ. Μπαλάφα) βρέθηκαν τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου, για τη ληστεία στο σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτη, στο Γαλάτσι και στην ένοπλη συμπλοκή στου Γκύζη».


Προς το παρόν διεφάνη ότι οι «επιτυχίες» των διωκτικών αρχών είναι αδιαμφισβήτητες. Προτού παρέλθει όμως ένας μήνας από τη σύλληψή τους, τόσο ο Ε. Σκυφτούλης όσο και ο Χρ. Μαρίνος αθωώνονται. Εκτοτε, τα ίχνη του Χρ. Μαρίνου… χάνονται για δύο περίπου χρόνια, δηλαδή ως τις 20 Ιουνίου 1994, οπότε το όνομά του εμπλέκεται από τις διωκτικές αρχές στην επίθεση εναντίον των γραφείων του ΚΚΕ, στον Περισσό, κατά την οποία συνελήφθη ένας νέος «θαμών» των Εξαρχείων, ο Οδ. Καμπούρης. Η επίθεση αυτή, για την οποία δεν προέκυψαν «επαρκή στοιχεία εναντίον του Μαρίνου», είναι πανομοιότυπη με την πρόσφατη επίθεση εναντίον των γραφείων του ΠαΣοΚ.


Ανεξαρτήτως, όμως, των αντιτρομοκρατικών επιδόσεων των διωκτικών αρχών, τα τελευταία δύο χρόνια το όνομα του Χρ. Μαρίνου εμπλέκεται και σε υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου. Στις 29 Ιουνίου 1995 συλλαμβάνεται, μαζί με πέντε ακόμη άτομα, ως ύποπτος για τη ληστεία στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας, και κατηγορείται για την εν ψυχρώ δολοφονία του ταμία Γ. Μαντούβαλου. Στις 9 Ιανουαρίου 1996 αποφυλακίζεται με περιοριστικούς όρους, μετά από 69 ημέρες απεργίας πείνας, κατά τη διάρκεια της οποίας κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Το ερώτημα όμως παραμένει: Ο Χρ. Μαρίνος, εκτός των άλλων, ήταν και ένας κοινός κακοποιός ή η όλη υπόθεση αποτελεί «μία ακόμη σκευωρία της Ασφάλειας», όπως ισχυριζόταν ο ίδιος;