Πολλά χρόνια, πολλές δεκαετίες, πολλούς αιώνες πρoτού εμείς αρχίσουμε να συζητάμε για την κατασκευή φιλικών προς το περιβάλλον κατοικιών – τις οποίες τις περισσότερες φορές και ακριβοπληρώνουμε – οι πρόγονοί μας είχαν κατά κάποιον τρόπο κάνει τη βιώσιμη (eco-friendly) αρχιτεκτονική πράξη με τους πιο απλούς αλλά και ευφάνταστους την ίδια στιγμή τρόπους. Κατασκευάζοντας τα σπίτια τους με μεθόδους που φαντάζουν ακόμα και σήμερα πρωτοποριακές και χρησιμοποιώντας αποκλειστικά πράσινα, ακατέργαστα υλικά. Ζώντας μέσα στη φύση, χωρίς απαραιτήτως να της επιβάλλονται καταστρέφοντας τα πάντα γύρω τους (όπως συνηθίζουμε να κάνουμε εμείς), αλλά απολαμβάνοντας τα δώρα της, τα οποία εξάλλου τους ήταν απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Οι πέτρινες καλύβες της Αφρικής, οι τέντες των νομάδων, τα ιγκλού των Εσκιμώων και οι δαιδαλώδεις ενίοτε σπηλιές των τρωγλοδυτών σε διάφορες περιοχές του κόσμου είναι μερικές από τις ταπεινές και ευφυείς την ίδια στιγμή κατασκευές που φιλοξένησαν (ορισμένες φιλοξενούν ακόμη) τις ζωές και τα όνειρα σκληρά εργαζόμενων και δοκιμαζόμενων ανθρώπων. Ανθρώπων που έζησαν σε συνθήκες στέρησης, φτώχειας και μόχθου που μοιάζουν εξωπραγματικές για τον σε μεγάλο βαθμό καλομαθημένο Ευρωπαίο του 21ου αιώνα και που ο αγώνας τους για την επιβίωση αποτυπώνεται με τρόπο μοναδικό στα σπίτια που άφησαν πίσω τους. Σε κατοικίες μοναδικής λιτότητας αλλά και αισθητικής που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μερικές από αυτές επισκεπτόμαστε σήμερα.

Υπόγειες αυλές και γύρω τους υπόσκαφα δωμάτια: Η Ματμάτα της Νότιας Τυνησίας αναπτύχθηκε σαν «μυρμηγκοφωλιά» που προστάτευε τους κατοίκους της από τη ζέστη και που τα παμπάλαια χρόνια τους έκρυβε και από τα μάτια των εισβολέων.

Ο υπόγειος κόσμος της Ματμάτα

Για τους φίλους του «Star Wars» μπορεί το όλο σκηνικό κάτι να θυμίζει, καθώς εκεί, στον υπόγειο οικισμό της Ματμάτα, ο Τζορτζ Λούκας έχει γυρίσει σκηνές της κινηματογραφικής saga. Hταν μια από τις πρώτες φορές που η κάμερα μπήκε στο παράξενο χωριό της Νότιας Τυνησίας, σε ένα μέρος όπου εδώ και αιώνες οι κάτοικοι (απόγονοι της φυλής των Βερβέρων) ζουν σε σπίτια που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της γης, σκαμμένα στον ψαμμίτη, που αποτελεί και το κύριο συστατικό του εδάφους της περιοχής. Η επιλογή, βεβαίως, δεν είναι τυχαία: Με αυτόν τον τρόπο οι ντόπιοι κρύβονταν από τους εισβολείς Αιγυπτίους. Ετσι όμως προστατεύονταν και από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται τους καλοκαιρινούς μήνες αλλά και από το ψύχος και τους θυελλώδεις ανέμους του χειμώνα. Στα υπόσκαφα δωμάτια η θερμοκρασία διατηρείται σχεδόν όλον τον χρόνο στους 17-18°C, ενώ οι υπόσκαφες αυλές με τα μεγάλα ανοίγματα στον ουρανό επιτρέπουν στον ήλιο να φωτίσει τα μπροστινά, τουλάχιστον, δωμάτια. Σήμερα η Ματμάτα αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό και ορισμένα από τα σπίτια της έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία. Υπόσκαφα σπίτια βρίσκουμε βεβαίως και σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως στην Καππαδοκία αλλά και στην Κούμπερ Πίντι της Νότιας Αυστραλίας, εκεί όπου οι ανθρακωρύχοι έφτιαξαν μια ολόκληρη πόλη κάτω από τη γη για να προφυλάσσονται από τη ζέστη που τους μήνες του θέρους μπορεί ακόμα και να ξεπεράσει τους 50°C.

Στρογγυλά, με σκεπές θολωτές, με μία μόνο είσοδο και χωρίς παράθυρα, τα ξύλινα Χονάι της Ινδονησίας προσέφεραν προστασία από τις ακραίες κλιματικές συνθήκες.

Χονάι: από ξύλο και φοίνικα

Παραδοσιακά σπίτια των ιθαγενών Ντάνι που ζουν στην ορεινή κοινότητα της Παπούα της Ινδονησίας, τα χονάι είναι χειροποίητα, κατασκευασμένα από σανίδες ξύλου και σκεπασμένα με φύλλα φοίνικα, τα οποία δημιουργούν μια χαριτωμένη κωνική στέγη. Το εσωτερικό τους είναι καλυμμένο με υφαντό μπαμπού, υλικό το οποίο λειτουργεί ως μόνωση. Eχουν μια μικρή πόρτα, δεν έχουν όμως παράθυρα. Η διάμετρός τους ξεκινάει από τα τέσσερα και φτάνει το πολύ τα έξι μέτρα, αλλά παρά το μικρό μέγεθός τους μπορούν να φιλοξενούν ακόμα και δεκαμελείς οικογένειες. Eχουν ύψος περίπου δυόμισι μέτρα και αποτελούνται συχνά από δύο ορόφους (!). Στη μέση του σπιτιού βρίσκεται η εστία με τη φωτιά. Ενίοτε μια οικογένεια μοιράζεται δύο-τρία χονάι, καθένα εκ των οποίων έχει διαφορετική χρησιμότητα: στο ένα αναπαύονται, το άλλο είναι η τραπεζαρία και στο τρίτο στεγάζονται τα οικόσιτα ζώα. Δεν υπάρχουν έπιπλα, παρά μόνο κρεβάτια φτιαγμένα κυρίως από ξερό χόρτο. Τα χονάι είναι κατασκευασμένα για να προστατεύουν τους κατοίκους τους από την υγρασία και το ψύχος που έχουν συχνά τα βουνά της Παπούα. Ωστόσο (γιατί έχουν και τα eco-friendly σπίτια τα προβλήματά τους) η έλλειψη παραθύρων δημιουργούσε αναπνευστικά προβλήματα σε πολλούς ενοικιαστές τους, καθώς ο καπνός από το τζάκι συσσωρευόταν μέσα στο σπίτι. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης, το 1970, να πείσει τους Ντάνι να προτιμήσουν πιο σύγχρονα σπίτια, εκείνοι βρήκαν τις κατοικίες που τους προσφέρθηκαν πολύ ζεστές κατά τη διάρκεια της ημέρας και πολύ κρύες κατά τη διάρκεια της νύχτας, και επέστρεψαν στα χονάι τους!
Η δύναμη της συνήθειας! Και των παραδόσεων.

Τα ιγκλού της Γροιλανδίας δημιουργούσαν στο εσωτερικό τους τον προφυλαγμένο από τις ακραίες κλιματικές συνθήκες χώρο όπου οι ιθαγενείς και οι οικογένειές τους περνούσαν πολλές ώρες της ημέρας.

Ιγκλού: αρχιτεκτονική στο χιόνι

Χτισμένα με τρόπο επιδέξιο από μονωτικό, συμπιεσμένο χιόνι, τα ιγκλού μοιάζουν κατασκευές αντιφατικές: αν και παγωμένα, κρατούν τους ενοίκους τους ζεστούς, εμποδίζοντας τους δυνατούς ανέμους να εισχωρήσουν στο εσωτερικό τους. Το οποίο εσωτερικό θερμαίνεται από μια μικρή φωτιά αλλά και με τη βοήθεια των δερμάτων φάλαινας ή άλλων ζώων που θήρευαν παραδοσιακά οι ιθαγενείς. Eτσι, ακόμα και αν έξω επικρατούν θερμοκρασίες χαμηλότερες ακόμα και από τους -40°C, στο εσωτερικό ενός ιγκλού η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει και τους 15°C. Από άποψη τεχνικής, τα μικροσκοπικά αυτά σπίτια (που κάθε καλοκαίρι λιώνουν) χτίζονται από μεγάλα ορθογώνια κομμάτια παγωμένου χιονιού τα οποία τοποθετούνται κυκλικά με τρόπο ώστε τελικά στην κορυφή να σχηματίζεται ένας τέλειος θόλος. Τα όποια σημεία επαφής ανάμεσα στα τούβλα από χιόνι γεμίζονται επίσης με χιόνι. Συνδεδεμένα με την ιστορία και τον πολιτισμό των Εσκιμώων Ινουίτ, έχουν χρησιμοποιηθεί στη Γη του Μπάφιν και σε άλλες παγωμένες περιοχές του Καναδά, καθώς και στη Γροιλανδία.

Κολλημένη η μια στην άλλη και πολλές εξ αυτών σκαλισμένες, πίσω από τον τοίχο της πρόσοψης, μέσα στον βράχο, οι κατοικίες της Ματέρα αποτελούν σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά αξιοθέατα της Νότιας Ιταλίας.

Οι τρωγλοδύτες της Ματέρα

Προστατεύεται από την UNESCO ως πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Η εικόνα της, η εικόνα μιας πόλης όπου ανθεί ο τουρισμός, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που αντίκριζε ο επισκέπτης στο παρελθόν. Η σκαλισμένη στην πέτρα Ματέρα ήταν βυθισμένη στη φτώχεια και στην εξαθλίωση. Hταν την ίδια στιγμή μια πόλη από τις πιο ιδιαίτερες στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο: τα σπίτια στις δύο μεγάλες κεντρικές συνοικίες της, στο Σάσο Καβεόζο (προέρχεται από τη λατινική λέξη cavea που σημαίνει σπηλιά) και στο Σάσο Μπαριζάνο, ήταν χτισμένα μέσα σε σπηλιές, κάτω από τη γη, για να προστατεύουν τους κατοίκους τους από το κρύο του χειμώνα και από τη ζέστη του καλοκαιριού. Εκεί μέσα ζούσαν εκατοντάδες οικογένειες μαζί με τα ζώα τους, υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής. Το 1952 η ιταλική κυβέρνηση μετέφερε 15.000 από αυτούς τους κατοίκους σε καινούργια σπίτια. Τα ήδη ρημαγμένα υπόσκαφα άρχισαν να καταρρέουν. Ευτυχώς, όμως, η κυβέρνηση, επανεξετάζοντας το «πρόβλημα» Ματέρα και αντιλαμβανόμενη τη μοναδικότητά της, αποφάσισε να παραχωρήσει τα υπόγεια σπίτια σε ιδιώτες που θα τα επισκεύαζαν και θα τα αναδείκνυαν. Oπως και έγινε. Το ένα μετά το άλλο τα σασί, όπως τα αποκαλούν, όχι απλώς πήραν την αρχική μορφή τους αλλά έγιναν και πιο όμορφα από ό,τι ήταν. Σήμερα, την εποχή που ακόμα και ο Τζέιμς Μποντ έφτασε στη Ματέρα (όπου γυρίστηκαν σκηνές από την τελευταία του περιπέτεια, «Νο Time to Die», με τον Ντάνιελ Κρεγκ), η πόλη, ανακαινισμένη και περιποιημένη, λάμπει από τη μοναδική ομορφιά της.

Τα γιουρτ της Μογγολίας μπορούν μέσα σε λίγη ώρα να ξεστηθούν, να φορτωθούν επάνω σε άλογα ή καμήλες και να ταξιδέψουν μαζί με τους ενοίκους τους σε μια άλλη περιοχή της απέραντης στέπας.

Μογγολιανά γιουρτ

Πρόκειται για τις γνωστές ολοστρόγγυλες φορητές σκηνές στις οποίες ζουν οι νομάδες της Ασίας. Ο σκελετός των γιουρτ είναι ξύλινος και η επένδυσή τους είναι συνήθως ένα χοντρό, αδιαβροχοποιημένο ύφασμα, φτιαγμένο από μαλλί προβάτου, το οποίο είναι πολύ ανθεκτικό, ιδανικό για να προσφέρει ζεστασιά τον χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιούνται και δέρματα από άλλα ζώα. Στο εσωτερικό τοποθετούνται χαλιά και υφαντά με έντονα χρώματα, για ακόμα περισσότερη ζέστη. Τα γιουρτ συναρμολογούνται και λύνονται εύκολα, για να στηθούν στην επόμενη στάση του ταξιδιού της οικογένειας και των ζώων της. Λυμένα μεταφέρονται πάνω σε καμήλες ή σε άλογα. Τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί ο αριθμός τους να ελαττώνεται σε χώρες όπως η Μογγολία ή το Κιργιζιστάν, καθώς όλο και λιγότεροι ακολουθούν τη νομαδική ζωή των κτηνοτρόφων, αλλά κάνουν την εμφάνισή τους στον Δυτικό κόσμο, τώρα πια φτιαγμένα με υλικά της σύγχρονης τεχνολογίας, για να χρησιμοποιηθούν ως εξοχικές κατοικίες, πάντα φιλικές προς το περιβάλλον.

Τα χανόκ της Βόρειας Κορέας, αν και πρωτοκατασκευάστηκαν πολλούς αιώνες πριν, εντυπωσιάζουν πάντα με τις αρχιτεκτονικές καινοτομίες τους.

Χανόκ, τα αντισεισμικά

Κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα, στη Βόρεια Κορέα, με τους αρχιτέκτονες και τους μάστορες της εποχής να εξετάζουν σχολαστικά τη θέση τους σε σχέση με το περιβάλλον. Eτσι, το σχήμα των χανόκ, όπως ονομάστηκαν, διαφέρει από περιοχή σε περιοχή: στον Νότο είναι φτιαγμένα σε σχήμα «L» και είναι πιο ευάερα και ευήλια, ενώ στον Βορρά έχουν σχήμα τετράγωνο, με την αυλή στη μέση, για να συγκρατούν καλύτερα τη θερμότητα τους κρύους μήνες του χειμώνα. Οπότε και σε αυτή την περίπτωση τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους είναι προσεκτικά επιλεγμένα ώστε να διατηρούν τις ιδανικές θερμοκρασίες στο εσωτερικό τους. Η δημιουργία ενός συστήματος θέρμανσης του δαπέδου με τη χρήση καπνού έχει θεωρηθεί ιδιαίτερα πρωτοποριακή. Επιπλέον, τα παμπάλαια χανόκ είναι και αντισεισμικά, καθώς η περιοχή υποφέρει παραδοσιακά από επισκέψεις του Εγκέλαδου.

Τα ροντάβελ των Μπαντού

Αν και είναι καλύβες, τα ροντάβελ δεν είναι φτιαγμένα από ξύλο αλλά από πέτρες. Τα κενά ανάμεσά τους καλύπτονται από κοπριά αγελάδας ή από άμμο, για μόνωση. Μείγμα κοπριάς, που με μια ειδική τεχνική στερεοποιείται, τοποθετείται και στα πατώματά τους. Η στέγη είναι κατασκευασμένη από άχυρα που ράβονται πάνω σε ξύλινους στύλους, με τρόπο ώστε να επιτευχθεί η απόλυτη στεγανοποίησή της. Τα ιδιαίτερα αυτά σπίτια με το δροσερό εσωτερικό τα βρίσκουμε σε πολλές χώρες του αφρικανικού Νότου, όπως στην Μποτσουάνα, στο Λεσότο και στη Νότια Αφρική, κυρίως εκεί όπου ζουν ομάδες της φυλής Μπαντού. Τώρα πια χτίζονται με πιο σύγχρονα μέσα και χρησιμοποιούνται ως εξοχικές κατοικίες ή ως δωμάτια ξενοδοχείων.

Τα πήλινα σπίτια του Νέου Μεξικού με τις χαρακτηριστικές φορητές σκάλες που οδηγούν στους επάνω ορόφους, μοιάζουν να βγαίνουν από ταινία γουέστερν.

Πόλεις από πηλό

Περίπου 100 χιλιόμετρα δυτικά της Αλμπουκέρκης, η κοινότητα της Acoma Pueblo στο Νέο Μεξικό είναι σήμερα τουριστικός προορισμός κυρίως λόγω των χτισμένων από τούβλα πηλού σπιτιών της, κατασκευών χωρίς πολλά ανοίγματα για να τους προστατεύουν από τη ζέστη και από τους ανέμους της ερήμου. Τα τούβλα είναι ενισχυμένα με άχυρα, ενώ οι οροφές στηρίζονται πάνω σε ξύλινες τράβες. Σε πολλά από αυτά τα διώροφα σπίτια μπαίνεις χρησιμοποιώντας φορητές σκάλες: η κυρίως κατοικία είναι ψηλά, στον πρώτο όροφο, ενώ το ισόγειο τελούσε απλώς χρέη αποθηκευτικού χώρου. Επρόκειτο για αμυντικό μέτρο που προστάτευε τους κατοίκους από τους εισβολείς. Πλίνθινα σπίτια βρίσκουμε και σε άλλες χώρες, όπως στο Μάλι και στην Υεμένη. Για την ιστορία, το μεγαλύτερο πλίνθινο συγκρότημα στον κόσμο ήταν η Ακρόπολις Αργκ-ε-Μπαμ στο Μπαμ του Ιράν, η οποία καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από σεισμό το 2003, αλλά, ευτυχώς, ανακατασκευάστηκε.