Διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Αλεξ Πέρι που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, η ιταλική μίνι σειρά της Disney+ με τίτλο «The Good Mothers» αφηγείται την ιστορία τριών γενναίων Ιταλίδων που με τη βοήθεια μιας αποφασιστικής εισαγγελέως αποφάσισαν να στρέψουν την πλάτη τους στον φαύλο κύκλο καταπίεσης και βίας και να αναλάβουν τις τύχες των οικογενειών τους στα χέρια τους. Τα δύο πρώτα επεισόδια της ιταλο-βρετανικής συμπαραγωγής που αναμένεται μέσα στον Απρίλιο, παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο 73ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου στο πλαίσιο του προγράμματος Berlinale Series, όπου και βραβεύθηκαν. Εκεί συναντήσαμε τέσσερις από τις πρωταγωνίστριες που μίλησαν αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino για την εμπειρία τους.

Στιγμιότυπο από την ιταλοβρετανική συμπαραγωγή.
©Claudio Iannone

Οχι μόνο πίτσα και μαφία

Πρόκειται για μια ιστορία της ιταλικής μαφίας ιδωμένη και ειπωμένη εξ ολοκλήρου από την οπτική γωνία των γυναικών. Οι τρεις γυναίκες που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, η Λέα Γκαροφάλο (Μικαέλα Ραματσότι), η Τζουζεπίνα Πέσε (Βαλέντίνα Μπελέ) και η Ντενίζ Κόσκο (Γκάια Τζιράτσε), έχουν μεγαλώσει και ωριμάσει στα σπλάχνα της ‘Ndrangheta, ενός από τα πιο άγρια και ισχυρά παρακλάδια της ιταλικής μαφίας στην Καλαβρία. Οπότε η απόφασή τους και μόνο να συνεργαστούν με τον Νόμο για την απόδοση δικαιοσύνης τις φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

«Υπάρχει αυτή η άσχημη αντίληψη ότι η Ιταλία είναι μόνο πίτσα και μαφία» σχολιάζει η Βαλεντίνα Μπελέ. «Ομως δεν είναι καθόλου έτσι». Η ηθοποιός είπε ότι έπρεπε να μελετήσει από την αρχή όλη την ιστορία και ότι «αυτό που κυρίως με ενδιέφερε ήταν με τη δουλειά μου να δείξω σεβασμό απέναντι στις γυναίκες οι οποίες έζησαν όλες αυτές τις απίστευτες καταστάσεις. Κάποιες κατάφεραν και επιβίωσαν, κάποιες όμως όχι, και αυτό ανέβασε ακόμα πιο ψηλά τον πήχη της ευθύνης μας». Παρότι γεννημένη το 1992 στη Βερόνα, η Μπελέ είχε ήδη στο ενεργητικό της εμφανίσεις σε σημαντικές ιταλικές ταινίες και σειρές (π.χ. «Μέδικοι: Οι άρχοντες της Φλωρεντίας», 2016), ενώ θα τη δούμε επίσης στο «Ferrari» του Μάικλ Μαν.

Η ευθύνη του μηνύματος

Αρκετά μεγαλύτερη και πιο έμπειρη, η Μικαέλα Ραματσότι, που γεννήθηκε το 1979 στη Ρώμη, μετρά μέχρι σήμερα 49 τίτλους ως ηθοποιός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, συμπεριλαμβανομένων των «Anni Felici» (2013) του Ντανιέλε Λουκέτι, «Τρυφερότητα» (2017) του Τζιάνι Αμέλιο και «Στη σκιά του Καραβάτζιο» (2022) του Μικέλε Πλάσιντο που είδαμε πριν από λίγο καιρό και στις ελληνικές αίθουσες: «Το να δείξεις τη δύναμη και την ενέργεια των γυναικών αυτών δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα· πόσο μάλλον όταν γνωρίζεις ότι συμμετέχεις σε ένα προϊόν μυθοπλασίας και όχι σε ντοκιμαντέρ. Οι γυναίκες αυτές ήταν προετοιμασμένες να κάνουν ό,τι μπορούν για να αντέξουν τον πόνο και τη βία, δέχθηκαν την ταλαιπωρία ως κομμάτι της ζωής τους, κοίταξαν τον θάνατο κατάματα».

Η νεότερη ηθοποιός της τετράδας, Γκάια Τζιράτσε, γεννήθηκε το 2003 στο Βίκο Εκουένσε της Καμπανίας και μπήκε στον χώρο το 2018 συμμετέχοντας στην πολυσυζητημένη τηλεοπτική σειρά του Σαβέριο Κοστάντζο «Η υπέροχη φίλη μου» (L’Amica Geniale), βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ σέλερ της Ελενα Φεράντε. Απέκτησε αμέσως φήμη γιατί η σειρά σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Ιταλία, αλλά και διεθνώς. Ενώ δεν έχει ακόμα παίξει σε μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία, ήταν αρκετά τυχερή διότι το κινηματογραφικό ντεμπούτο της, μόλις πριν από δύο χρόνια, έγινε στο μικρού μήκους φιλμ «A Future Together» (2021) του γερμανού σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς. Tην ίδια χρονιά η Τζιράτσε έπαιξε και σε μια άλλη μικρού μήκους ταινία, την «I Santi» του Τζιάκομο Αμπρουτσέζε. Ομως η σειρά «The Good Mothers» είναι το εισιτήριό της για κάτι πραγματικά μεγαλύτερο. «Η πραγματική ιστορία που πραγματεύεται η σειρά δεν ήταν ευρέως γνωστή» είπε η Τζιράτσε, «επομένως η ευθύνη μας ήταν ακόμα μεγαλύτερη διότι ήταν σημαντικό να μεταφέρουμε το μήνυμά της με τον σωστό τρόπο. Δεν είναι εύκολο για κάποιους ανθρώπους να σταθούν στο ύψος τους και να φωνάξουν για το δίκιο τους, πόσο μάλλον όταν γνωρίζουν ότι ίσως αυτό να είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν στη ζωή τους». Η Τζιράτσε είπε ότι είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι γυναίκες στην Ιταλία που είναι αναγκασμένες να υποφέρουν γιατί φοβούνται να μιλήσουν. «Αρα, ίσως αυτή η σειρά να είναι και ένα μήνυμα ελπίδας».

Εγκαταλελειμμένος Νότος

Το γεγονός ότι οι γυναίκες που αποφασίζουν να αντισταθούν στο κατεστημένο της μαφίας συνεργάζονται με γυναίκα δικαστή, την Κοντσέτα Καντσιόλα, δεν είναι τυχαίο. Ορισμένες φορές, και όταν τα ζητήματα είναι τόσο σοβαρά, μόνο μια γυναίκα μπορεί να έρθει στη θέση μιας άλλης γυναίκας, να κατανοήσει στο μεδούλι του το πρόβλημά της. «Πάντα πίστευα ότι στον χώρο του θεάματος οι πραγματικά ισχυροί ρόλοι για γυναίκες είναι περιορισμένοι» λέει από τη δική της πλευρά η Σιμόνα Ντιστέφανο, η οποία στη σειρά «The Good Mothers» κρατά τον ρόλο της Καντσιόλα. «Εχοντας την εμπειρία αυτής της σειράς, τείνω να αλλάξω γνώμη. Oταν η διαχείριση ενός τόσο νευραλγικού, για τις γυναίκες, υλικού γίνεται με τον επαγγελματισμό που είδα σε αυτή την περίπτωση, τότε νιώθεις ότι τα πράγματα ίσως κάποια στιγμή πραγματικά αλλάξουν» σημειώνει.

Αν όμως για ένα πράγμα η Ντιστέφανο ένιωσε πραγματικά ευχαριστημένη που συμμετείχε στη σειρά, αυτό ήταν «γιατί ήθελα να παίξω έναν ρόλο που ανήκει στην ιστορία μας, που είναι κομμάτι του παρελθόντος μας. (…) Η καταγωγή μου είναι από τη Σικελία και, πιστέψτε με, ο ιταλικός Νότος και ο ιταλικός Βορράς είναι δύο διαφορετικές χώρες. Και, αν θέλετε τη γνώμη μου, θεωρώ ότι η Ιταλία είχε για ένα πολύ μεγάλο διάστημα εγκαταλείψει τον Νότο στην τύχη του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νότος να αποκτήσει την πολύ άσχημη φήμη που όλοι γνωρίζουμε. Γυναίκες όπως οι ηρωίδες αυτής της ιστορίας, αυτήν ακριβώς την εγκατάλειψη ένιωσαν». Η Ντιστέφανο επισημαίνει επίσης τη θαυμάσια δουλειά που έχει γίνει από οργανώσεις προστασίας όπως η Libera (Ελεύθερη) και δεν κρύβει τη χαρά της που πλέον τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Για την ίδια υπάρχουν αμέτρητες ιστορίες γυναικών που μπορούν να ειπωθούν σωστά, όπως έγινε με το «The Good Mothers»: «Μακριά από τα κλισέ, μακριά από τα στερεότυπα και μακριά από τις προκαταλήψεις τύπου «Ιταλία ίσον πίτσα και μαφία».