Κάτι οι υποχρεώσεις, κάτι η ανάγκη να αλλάξουν παραστάσεις, κάτι η οικονομική στενότητα, είχαν να πάνε στο νησί (όπου παλαιότερα παραθέριζαν τακτικά) περισσότερα από δέκα χρόνια. Επέστρεψαν προ ημερών. Επισκέφθηκαν ξανά το αγαπημένο τους καφενεδάκι. Λειτουργούσε πάντα με την ίδια διεύθυνση. Πλήρωσαν είκοσι οκτώ ευρώ για δύο καφέδες και δύο καρυδόπιτες (από εκείνες που το καρύδι το ψάχνεις με το κιάλι μέσα στο αλεύρι). Δεν περίμεναν τέτοια ανατίμηση. Τι να έκαναν, όμως; Κάθισαν στο τραπέζι το κουτσό (ό,τι και να έβαλαν κάτω από το «λειψό» πόδι του ήταν αδύνατον να το σταθεροποιήσουν) και ήπιαν τον καφέ της παρηγοριάς πληρώνοντάς τον όσο θα πλήρωναν μια αρωματική σοκολάτα στην «Angelina» του Παρισίου.

Αναζήτησαν τον σερβιτόρο για να πληρώσουν. Αφαντος. Περίμεναν, περίμεναν, περίμεναν… Στο τέλος σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το ταμείο. Πλήρωσαν εκεί, με τον ιδιοκτήτη να βρίζει «τον άχρηστο» που «κρύβεται πάλι για να καπνίσει. Δεν πάει άλλο με αυτόν. Ξέρετε κανένα νέο παιδί που να θέλει κανένα έξτρα χαρτζιλίκι;». Σε μια Ελλάδα που αναζητά εναγωνίως προσωπικό για να καλύψει τις ανάγκες των καταστημάτων και των καταλυμάτων της, όποιος περνά έξω από την πόρτα και θέλει ένα… έξτρα χαρτζιλίκι (έτσι τον λένε τον μισθό τώρα;) προσλαμβάνεται. Χωρίς εκπαίδευση, χωρίς συχνά να είναι κατάλληλος για τη δουλειά. Εδώ, θα μου πείτε, δεν είναι κατάλληλοι για τη δουλειά οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, θα είναι οι υπάλληλοί τους;

Η τουριστική έκρηξη που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αντί να γίνει ευκαιρία για να βελτιώσουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αντιμετωπίζεται ως ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και… τη συνέχεια την ξέρετε. Την ίδια στιγμή, με τα χρήματα που προ δέκα ετών φτάναμε στη Σύρο, εφέτος φτάνουμε οριακά ως τη Λούτσα – χωρίς ξαπλώστρα. Οι τιμές χορεύουν ψηλά, παρασυρμένες από το αιγαιοπελαγίτικο μελτέμι. Και τα εστιατόρια όπου πληρώναμε 15-20 ευρώ το άτομο, ξαφνικά ζητάνε τα διπλάσια επειδή έχουν βαφτίσει τους μάγειρές τους σεφ.

«Δεν έχεις επιχείρηση, γι’ αυτό βλέπεις έτσι τα πράγματα» μου λέει φίλος που δραστηριοποιείται στον χώρο της εστίασης και μιλάει για ανατιμήσεις, φορολογίες, έξοδα. Δεν θέλω να τον αμφισβητήσω. Εξάλλου είναι δικαίωμά του να απευθύνεται μόνο στους τουρίστες με τα παχυλά πορτοφόλια. Εγώ τι να τις κάνω τις διακοπές; Ζω στην «ομορφότερη χώρα του κόσμου» και αυτό πρέπει να μου είναι αρκετό.

Επειδή όμως δεν μου είναι αρκετό, άρχισα να κοιτάζω πάλι προορισμούς του εξωτερικού. Τα αεροπορικά εισιτήρια ποτέ δεν ήταν τόσο ακριβά. Να ήταν μόνον αυτό…Σε πόλεις όπως το Λονδίνο βρήκα δωμάτια των έξι τετραγωνικών μέτρων(!), χωρίς παράθυρο, με την τιμή να ξεκινά από 180 ευρώ. Συνθήκες στάβλου! Ελλάδα και πάλι Ελλάδα, λοιπόν: Καθισμένος στην καρέκλα που γέρνει μονόπαντα πάνω στο χαλίκι, μπροστά σε ένα επίσης «ανισόρροπο» τραπέζι, διώχνω τις μύγες από την πορτοκαλόπιτα των (έλεος!) οκτώ ευρώ. Και έρχεται και βροχή! Σαν σκηνή από την «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου φαντάζει αυτό το καλοκαίρι. Eνα καλοκαίρι με τη βαριά μελαγχολία της ταινίας. Χωρίς τη χαρά της εκδρομής. Και ας ζω στην «ομορφότερη χώρα του κόσμου». Αυτό το τελευταίο πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσω να το πιστεύω. Για ψυχολογικούς λόγους.