«Ο τίτλος της παράστασης «Τα πήρες όλα κι έφυγες», δανεισμένος από τον στίχο του γνωστού τραγουδιού, για εμένα συμπυκνώνει τη συνείδηση του Στράτου Διονυσίου από την ώρα που παιδάκι για πρώτη φορά αντιλήφθηκε τον εαυτό του. Ο Στράτος επενδυόταν ολόκληρος στη στιγμή. Επαιζε τον εαυτό του κορόνα-γράμματα, χωρίς καμία εγγύηση. Απεναντίας, με τη βεβαιότητα ότι θα χάσει, έμπαινε μέσα στο παιχνίδι της ζωής. Ο Στράτος δεν ήταν «τζογαδόρος» επειδή αγαπούσε τον ιππόδρομο.

Ο Στράτος ήταν ο ίδιος ο τζόγος, με την έννοια ότι διασκέλισε τη ζωή του ζώντας σε ένα ρίσκο. Γινόταν ο ίδιος το ρίσκο. Και αυτό, νομίζω, δεν το αντιλαμβανόταν, παρά μόνο ως μονόδρομο, ότι έτσι έπρεπε να το κάνει. Με αυτή τη λογική, κέρδιζε πράγματα και την ίδια στιγμή έχανε κάποια άλλα. Αλλά αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό του: ένας αγώνας επιβίωσης. Για εμένα, ο Στράτος ενσαρκώνει τους στίχους του Κίπλινγκ: «Αν όσα απόχτησες μπορείς/ σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις/ και δίχως φόβο, μονομιάς/ κορόνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις/ και να τα χάσεις και απ’ αρχής,/ ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι/ και να μη βγάλεις και μιλιά/ ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου (…) Αντρας αληθινός θα ‘σαι, παιδί μου»».

Απέναντί μου ο Γιάννης Τσορτέκης. Δεν βάζει τελεία. Χειμαρρώδης όπως πάντα. Σε λίγες γραμμές συνθέτει το ψυχογράφημα του Στράτου Διονυσίου, του άνδρα που υποδύεται στη σκηνή του Παλλάς, στη μουσικοθεατρική παράσταση «Τα πήρες όλα κι έφυγες», σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου και κείμενο Κωνσταντίνου Σαμαρά, με μία ζωντανή ορχήστρα να δίνει το «παρών» υπό τη μουσική διεύθυνση του Νίκου Στρατηγού και τη συμμετοχή του κορυφαίου Θανάση Πολυκανδριώτη. Την ίδια στιγμή, οι τρεις γιοι του Διονυσίου τραγουδούν εναλλάξ live.

Τον παρατηρώ. Ο Γιάννης Τσορτέκης αποτελεί την επιτομή του απόλυτου σταρ των αντιστάρ – είμαι σίγουρη ότι θα γελάσει διαβάζοντας αυτόν τον χαρακτηρισμό. Είναι ίσως ο πιο περιζήτητος έλληνας ηθοποιός αυτή τη στιγμή, κι όμως ο ίδιος μοιάζει να μην έχει πάρει χαμπάρι το γκελ γύρω από το όνομά του. Οχι από προσποιητή ταπεινοφροσύνη, αλλά γιατί πολύ απλά πάντοτε ήταν υπεράνω όλων αυτών. Γιατί συνεχίζει να ζει όπως έκανε πάντα: παίζοντας καλά τους ρόλους του, κάνοντας θέατρο για την ψυχή του, φορώντας το ίδιο δερμάτινο μπουφάν χωρίς να έχει δεύτερο, κουβαλώντας την ίδια δημιουργική «τρέλα» που δεν χωράει σε κανόνες και δημόσιες σχέσεις.

Ο ίδιος ανεβαίνει τίμια στη σκηνή του Παλλάς, όχι για να μιμηθεί τον Στράτο Διονυσίου, αλλά για να τον κατανοήσει. Και πράγματι, αν και είναι αδύνατον να διακρίνεις οποιαδήποτε εξωτερική ομοιότητα του Τσορτέκη με τον λαϊκό βάρδο με τα sur mesure κοστούμια και την τσάκιση-χαρακιά στα παντελόνια, δεν μπορείς να φανταστείς πιο ιδανικό ηθοποιό από εκείνον για να τον ερμηνεύσει.

Γιατί ο Στράτος κουβαλούσε έναν καημό από παιδί μέσα του. Τον ίδιο καημό που φαίνεται να αναζητά ο Τσορτέκης όταν μερακλώνει με το κλαρίνο και τα Πωγωνίσια από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ηπειρο. Ισως ακόμη γιατί ο βίος του Στράτου Διονυσίου κάτι αγγίζει μέσα του. Γιατί ο Διονυσίου ήταν το παιδί που έχασε τον πατέρα του και έγινε πραγματευτής στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ο έφηβος που ερωτεύτηκε στην Επτάλοφο τη γειτόνισσά του, Γεωργία, η οποία έγινε το στήριγμά του και η μητέρα των τεσσάρων παιδιών του: του Αγγελου, της Τασούλας, του Στέλιου και του Διαμαντή.

Ηταν ακόμη ο τραγουδιστής που το 1957 ανακάλυψε η Καίτη Γκρέυ και κατέβασε στην Αθήνα. Εκείνος που η αυστηρή φωνή του συνάντησε το 1967 τον Ακη Πάνου, ενώ αργότερα έγινε ο λαϊκός βάρδος τού «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Ηταν επίσης ο άνδρας που οδηγήθηκε στη φυλακή και πίσω από τα σίδερα ηχογράφησε ένα ολόκληρο άλμπουμ, για να πάρει χάρη εννέα μήνες αργότερα και να αποφυλακιστεί, με γκρίζα πλέον μαλλιά από τη στενοχώρια του.

Ηταν ο Στράτος που αγαπούσε την οικογένειά του και φιλούσε στο στόμα τα άλογά του στον ιππόδρομο. Που λάτρευε τις γυναίκες. Και που προτού βγει στην πίστα δεν καθόταν ποτέ σε καρέκλα, μην τυχόν και τσαλακωθεί το παντελόνι του.

Ηταν εκείνος που ύμνησε τον «καψούρικο» έρωτα τραγουδώντας «Πήγαινε με όπου θέλεις, ταξιτζή» και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα». Ηταν το λαϊκό είδωλο που στις 11 Μαΐου του 1990 έφυγε από τη ζωή από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, μέσα σε ένα ταξί απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Είχε τραγουδήσει μόλις λίγες ώρες νωρίτερα στο «Στράτος», το νυχτερινό κέντρο που είχε δημιουργήσει ο ίδιος στην οδό Φιλελλήνων και ήταν μόλις 54 ετών.

Κύριε Τσορτέκη, όταν δεχθήκατε για πρώτη φορά την πρόταση να ερμηνεύσετε τον Στράτο Διονυσίου, ποια ήταν η αρχική σας αντίδραση;

«Εντυπωσιάστηκα, γιατί δεν είχα σκεφτεί ποτέ μία παράσταση με τέτοιον προσανατολισμό. Με έπιασε εντελώς ανυποψίαστο, αν και εν τέλει όλα ανυποψίαστο τελικά με βρίσκουν. Ούτε ήταν κάτι που το επιθύμησα ποτέ, ούτε κάτι που το είχα «αφορίσει». Ηταν κάτι που απλά δεν είχε περάσει πότε από το μυαλό μου. Και με συγκίνησε πολύ όταν ο Βασίλης Μαυρογεωργίου μού είπε ότι αυτός, όπως και όλη η ομάδα του Παλλάς, θέλουν να παίξω εγώ τον Στράτο Διονυσίου. Ηταν κάτι που δεν μου είχε συμβεί ποτέ ξανά, άνθρωποι να επιθυμούν να κάνω κάτι μόνο εγώ».

Σας πέρασε καθόλου από το μυαλό μήπως κάποιοι σάς «κατηγορήσουν» ότι πάτε να «καπηλευθείτε» τη μόδα που ξεκίνησε με τις βιογραφίες, με αφορμή και την πρόσφατη ταινία για τον Καζαντζίδη;

«Ποτέ. Νομίζω ότι αυτό θα μου περνούσε από το μυαλό ή θα περνούσε από το μυαλό του οποιουδήποτε εάν αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Και η πρόθεσή μου δεν είναι αυτή, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να το ισχυριστεί κανείς. Αλλά και να το κάνει κάποιος, αστείο μάλλον θα είναι. Γιατί εγώ δεν το πράττω με αυτόν τον σκοπό».

«Η δική μας μυθοπλασία δεν έχει να κάνει με την «εικονοποίηση» του Στράτου. Αλλιώς θα ψάχνανε έναν σωσία του. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ταξιδέψουμε στους πιο σημαντικούς άξονες της σκέψης του»

Προσεγγίζετε τον Στράτο Διονυσίου ως ρόλο ή ως υπαρκτό πρόσωπο;

«Ως ρόλο. Γιατί εγώ έχω ένα θεατρικό έργο μπροστά μου. Ετσι κι αλλιώς, η δική μας μυθοπλασία δεν έχει να κάνει με την «εικονοποίηση» του Στράτου. Αλλιώς θα ψάχνανε έναν σωσία του. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ταξιδέψουμε στους πιο σημαντικούς άξονες της σκέψης του. Και το όχημα σε αυτή την παράσταση είναι η φωνή και τα τραγούδια του Στράτου και όχι τόσο η προσωπική του ζωή, όπως και αν την ξέρει ο καθένας, όπως και αν είναι καταγεγραμμένη. Ο,τι συμβαίνει στη σκηνή, συμβαίνει μέσα από τα τραγούδια του, τα οποία είναι και το ερέθισμα για να έρθουμε σε επαφή με τα συμβάντα της ζωής του, να πάμε λίγο πίσω, να πάμε λίγο μπροστά και να δούμε τον Στράτο από την παιδική του ηλικία μέχρι τη στιγμή που «έφυγε»».

Μπήκατε στον πειρασμό να αναζητήσετε από τα αδέλφια Διονυσίου κώδικες για να ερμηνεύσετε τον πατέρα τους, να μάθετε για άγνωστα περιστατικά της ζωής του;

«Οχι. Και δεν θα το έκανα ποτέ άλλωστε σε επίπεδο κουτσομπολιού και παραφιλολογίας. Δεν είναι στη φύση μου. Αλλά εδώ δεν το έκανα και για έναν λόγο επιπλέον: γιατί το κείμενο της παράστασης είναι πλήρες. Εχει κάνει τέτοια μελέτη ο Κωνσταντίνος Σαμαράς, που πραγματικά δεν μου έχει γεννηθεί καμία απορία. Τι να ρωτούσα δηλαδή; Με τον ίδιο τρόπο και που ο Αγγελος, ο Στέλιος και ο Διαμαντής δεν είχαν την ανάγκη να μου πουν κάτι από μόνοι τους. Και όσο έβλεπα ότι οι τρεις τους συγκινούνταν στην πρόβα, ένιωθα ότι έχουμε πετύχει έναν βαθμό ευστοχίας αρκετά σημαντικό».

O Στράτος Διονυσίου θα έλεγε κανείς ότι με έναν τρόπο ήταν ένας άνθρωπος εκτός συστήματος. Το ίδιο, νομίζω, θα έλεγε κανείς και για εσάς…

«Αναλόγως πώς εννοεί κάποιος το σύστημα. Μάλλον πάντως το ένστικτό μου με οδηγεί τις περισσότερες φορές να κινούμαι περί τα όρια, στο περιθώριο και εκτός ορίων, γιατί σε αυτές τις περιοχές με αναγνωρίζω. Ο,τι έχει να κάνει με κανόνες και συμβάσεις, μου αρέσει μόνο για να το προσβάλλω, ώστε να μπορώ να αντιλαμβάνομαι την ουσία των πραγμάτων. Δεν ήμουν ποτέ ένας άνθρωπος συμβατός με το σύστημα. Δεν θα μπορούσα να είμαι αυλικός κάπου».

Αυτό δεν έχει ένα τίμημα;

«Πιθανόν. Εγώ, όμως, έχω απολαύσει τη ζωή μου, ήμουν συνεχώς ενεργός και συνεχώς αντιδραστικός, μελετώντας. Εξ ου και όταν έκανα μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία την έκανα μόνο και μόνο για να μπορώ να έχω τη νομική δυνατότητα να κόψω εισιτήριο για μία παράσταση, να έχω δηλαδή την αυτονομία να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω, παίρνοντας όμως και το κόστος αυτού: όπως να μην πατήσει κανένας στην παράσταση που έκανα, γιατί δεν είχα τότε τον τρόπο να την επικοινωνήσω, είτε για άλλους παράγοντες. Αλλά αυτό ήταν μία πολλαπλή μαθητεία για τα πράγματα».

Και εάν δεν ερχόταν τότε λοιπόν κανείς, πώς βιοποριζόσασταν;

«Κάνοντας άλλες δουλειές που με έφερναν στο σημείο να μπορώ να μαζεύω ένα κομπόδεμα για να κάνω μία παράσταση όπως την ήθελα. Για παράδειγμα, ένα γύρισμα από εδώ, η συμμετοχή μου σε μία άλλη παράσταση ή μία άλλη, άσχετη δουλειά, πέρα από το θέατρο».

Αυτή τη στιγμή, πάντως, η πορεία σας στην τηλεόραση και στο θέατρο βρίσκεται σε τεράστια άνοδο, όλοι σας κυνηγούν, είστε στο peak. Φοβάστε μήπως αλλοιωθείτε ερήμην σας;

«Ξέρετε, εγώ παραδόξως αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στο peak από την ώρα που τελείωσα τη σχολή, ακόμη και αν υπήρξαν στιγμές που δεν ήμουν στο ζενίθ αλλά στο ναδίρ. Peak ήταν για εμένα με τον ίδιο τρόπο. Οπότε αυτό που περιγράφετε δεν το αντιλαμβάνομαι γιατί δεν λειτουργώ έτσι. Ισως γιατί ήμουν ανέκαθεν εμπλεκόμενος σε μια ενεργητική, παραγωγική διαδικασία, έτσι δεν προλαβαίνω ποτέ να αφήσω στον εαυτό μου το περιθώριο να αφουγκραστώ τι μου συνέβη ακριβώς προηγουμένως. Βρίσκομαι δηλαδή κάθε φορά στην επόμενη στιγμή που με «αναζητά» πλήρη. Οπότε, αυτό που λέτε είναι μια πληροφορία που ίσως έχετε εσείς. Εγώ δεν την έχω καθόλου, γιατί είμαι ήδη κάπου αλλού».

Επίδαυρος, σήμερα Παλλάς. Με μια ερασιτεχνική ομάδα, να παίζετε ξανά σε ένα υπόγειο, μπορεί να σας δούμε;

«Εννοείται. Εγώ από εκεί ξεκίνησα. Η αναφορά μου είναι πάντα εκεί. Και όποιος κόβει τη σχέση του με την ιστορία του και το παρελθόν του είναι άνθρωπος ανύπαρκτος στο παρόν. Πάντοτε, σε εκείνο το υπόγειο γυρνάει η ματιά μου και βλέπω πού βρίσκομαι σήμερα».

Την ίδια στιγμή, βιώνετε μια μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία με τη σειρά «Αγιος έρωτας».

«Είναι κάτι που το χαίρομαι πολύ. Ξέρετε τι είναι η επιτυχία; Δεν είναι μόνο ένα καλό σενάριο. Δεν είναι μόνο οι καλοί ηθοποιοί. Είναι η επαφή όλων ημών, και δεν μιλώ μόνο για τους ηθοποιούς. Μιλώ και για όλους αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τις κάμερες, και με τόση ευγένεια και φροντίδα προστρέχουν το πράγμα. Και τελικά, αυτή η αγάπη και η αλληλοεκτίμηση αποτυπώνεται στη σχέση των ηθοποιών επάνω στη λήψη. Ο «Αγιος έρωτας» έχει πετύχει αυτό που έχει πετύχει γιατί όλοι εμείς σεβόμαστε και εκτιμούμε ο ένας τον άλλον».

Κύριε Τσορτέκη, αλήθεια, στον Θεό πιστεύετε;

«Πιστεύω στο δέος του ανθρώπου απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, έτσι όπως τα βιώνει όταν βρεθεί στη φύση, και όχι όπως έρχονται οι θρησκείες και όλα τα υπόλοιπα συστήματα να καπηλευτούν την ανάγκη του. Οταν βρεθείς σε απόλυτο σκοτάδι σε ένα βουνό και ακούς τα τσακάλια να ουρλιάζουν είναι μια συγκλονιστική στιγμή. Εκείνη τη στιγμή, για εμένα, η καταφυγή πρέπει να είναι μέσα στον εαυτό σου, για να υπερβείς τον φόβο σου. Ενώ ο Θεός, όπως τον αντιλαμβάνομαι από τις διδαχές που έρχονται να μας επιβληθούν, είναι το να ανατρέξεις σε κάτι έξω από εσένα τη στιγμή που φοβάσαι. Εκεί διαφωνώ. Γιατί δεν πρέπει να αμβλύνει τη στιγμή μου κανείς άλλος εκτός από εμένα τον ίδιο».

Η πολιτική σάς ενδιαφέρει; Γιατί σας έχουμε δει να εκφράζετε πολιτικό λόγο…

«Για εμένα, η εμπλοκή με τα πολιτικά είναι η προσωπική ευθύνη που αναλαμβάνεις να αρθρώσεις τον λόγο σου απέναντι στον εαυτό σου. Η ανάληψη της ευθύνης δηλαδή έχει να κάνει ακριβώς με αυτό: να αντιλαμβάνεσαι πόσο υπεύθυνος άνθρωπος πρέπει να είσαι πρώτα για εσένα και μετά να ζητήσεις ευθύνες από τους άλλους».

Στις διαδηλώσεις για τα Τέμπη κατεβήκατε;

«Εννοείται. Οταν ο πολίτης έχει απέναντί του ένα σύστημα που τον εμπαίζει και τον εξευτελίζει, όταν αξία γίνεται το ψέμα και η υπεκφυγή, όταν βλέπουμε ότι συμβαίνουν τα Τέμπη και ο υπεύθυνος υπουργός Μεταφορών κατεβαίνει ανερυθρίαστα ξανά υποψήφιος – και εκλέγεται, μάλιστα, γιατί ένας μηχανισμός τον στηρίζει –, όταν μια Αντιπολίτευση, που ήταν υπεύθυνη για την εξευτελιστική εκποίηση των ελληνικών σιδηροδρόμων, κουνάει τώρα το δάχτυλο, τότε η διαδήλωση για τα Τέμπη είναι η συμπυκνωμένη αγανάκτηση του πολίτη, που μόλις ξεκίνησε».

Περιμένετε ότι θα υπάρξει συνέχεια, δηλαδή;

«Το εύχομαι, το ελπίζω, το περιμένω, γιατί, αν δεν ξυπνήσουμε ο καθένας ξεχωριστά και δεν κατεβούμε στους δρόμους – γιατί, σκεφτείτε, δεν κατεβήκαμε για το Μάτι –, αυτό το σπυρί δεν θα σπάσει. Θα γεμίζει μόνο πύον και, κάποια στιγμή, θα μας πνίξει όλους».

Πολιτικά, πού τοποθετείστε;

«Από τη φύση μου, ανήκω στην Αριστερά. Πού αλλού θα ήμουν; Εχει να κάνει με τις αντιλήψεις μου περί ζωής. Μέσα από την ίδια μου την οικογένεια γαλουχήθηκα με την αξία της αλληλοβοήθειας, την ανιδιοτέλεια και τον αλτρουισμό. Αυτές τις έννοιες δεν μπορείς να τις βρεις στη θεώρηση της Δεξιάς, η οποία είναι μια οικονομικοτεχνική μελέτη μέσα από έναν καπιταλιστικό μηχανισμό που εξοντώνει τον άνθρωπο».

Αριστερά, όμως, υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα;

«Αυτό που με ρωτάτε το σκέφτομαι κάθε στιγμή. Οχι μόνο σήμερα. Το σκέφτομαι από τότε που σκέφτομαι. Καταλήγω ότι υπάρχει, και πάντοτε θα υπάρχει, η Αριστερά ως συνείδηση αυτής της συγκεκριμένης θεώρησης για τα πράγματα».

Μήπως, όμως, τελικά αποτελεί μια ουτοπία;

«Οχι, γιατί οτιδήποτε έχει να κάνει με τον άνθρωπο δεν είναι ουτοπία. Οτιδήποτε είναι έξω από τον άνθρωπο, αυτό είναι ουτοπία. Καλή ώρα, αυτά που βιώνουμε σήμερα».

Αλήθεια, είστε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος;

«Ναι. Στην κυριολεξία. Ευ-τυχισμένος».

ΙΝFO

«Τα πήρες όλα κι έφυγες»: Θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, Αθήνα), Τετάρτη έως Κυριακή.  Η φωτογράφιση πραγµατοποιήθηκε στο Θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, City Link, Αθήνα).