Σε έναν κόσμο που μας καλεί να είμαστε διαρκώς παραγωγικοί, επιτυχημένοι και ψυχικά «θωρακισμένοι», η Στέφανι Σταλ έρχεται να υπενθυμίσει ότι μέσα μας υπάρχει ακόμη ένα παιδί που χρειάζεται κατανόηση και αγάπη.
Συγγραφέας παγκόσμιων μπεστ σέλερ (στα ελληνικά τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδ. Διόπτρα), με πιο γνωστό το «Το παιδί που κρύβουμε μέσα μας», η διακεκριμένη Γερμανίδα ψυχοθεραπεύτρια βρέθηκε πριν λίγες μέρες για πρώτη φορά στην Αθήνα.
Στο περιθώριο της επίσκεψης της μίλησε στο BHMA για τη δύναμη της αυτογνωσίας, την παγίδα της αλαζονείας, τα κοινωνικά στερεότυπα που διαμορφώνουν την αυτοεικόνα μας, αλλά και για το πώς μπορούμε να ξαναγράψουμε τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας.
Η Σταλ μάς προτρέπει να επανασυνδεθούμε με τη φωνή μας και να καλλιεργήσουμε μια νέα σχέση με τον εαυτό μας – όχι στη βάση της τελειότητας, αλλά της αυθεντικότητας.
Έχετε βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους να συνδεθούν με το «Εσωτερικό Παιδί» τους. Τι σας οδήγησε αρχικά σε αυτήν την έννοια και γιατί πιστεύετε ότι αγγίζει τόσο πολύ τον κόσμο σήμερα;
Η έννοια του «Εσωτερικού Παιδιού» δεν μου αποκαλύφθηκε απότομα· ήρθε σταδιακά, μέσα από πολλά χρόνια θεραπευτικής δουλειάς, αλλά και μέσα από την προσωπική μου διερεύνηση. Συνειδητοποίησα ότι πολλές από τις ενήλικες δυσκολίες μας έχουν τις ρίζες τους σε συναισθηματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας: ανεκπλήρωτες ανάγκες, ντροπή, φόβος και η βαθιά επιθυμία να αγαπηθούμε άνευ όρων.

Φωτό: SusanneWysocki
Στον σύγχρονο κόσμο, όπου καλούμαστε να λειτουργούμε άψογα και να αποδίδουμε διαρκώς, το «Εσωτερικό Παιδί» μάς υπενθυμίζει ότι είμαστε ακόμα άνθρωποι με ευαισθησίες, ευαλωτότητα και παλιές πληγές. Κι αυτό αγγίζει, γιατί κατά βάθος όλοι αναζητούμε το ίδιο πράγμα: να νιώσουμε ότι μας βλέπουν.
Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές χώρες, η ψυχική υγεία σταδιακά παύει να είναι ταμπού, αλλά η διαδρομή είναι ακόμα μακρά. Ποια πρώτα βήματα θα προτείνατε σε κάποιον που δυσκολεύεται ακόμη και να παραδεχθεί ότι χρειάζεται βοήθεια;
Ξεκινήστε απλώς με την παραδοχή προς τον εαυτό σας ότι κάτι δεν πάει καλά χωρίς να χρειάζεται να το ονομάσετε με ακρίβεια. Δεν χρειάζεστε, άλλωστε, μια διάγνωση για να δικαιολογήσετε τον πόνο σας.
«Υγιής αυτοεκτίμηση σημαίνει να αποδέχεσαι τον εαυτό σου με τα ελαττώματα, τις αποτυχίες και τους φόβους του. Δεν βασίζεται στη σύγκριση ή στην απόδοση».
Προσπαθήστε να αντικαταστήσετε την αυστηρή κριτική με περιέργεια. Ρωτήστε ευγενικά τον εαυτό σας: «Πού πονάει; Τι μπορεί να χρειάζεται αυτό το κομμάτι μέσα μου;». Ακόμα και αυτή η εσωτερική αλλαγή οπτικής είναι ήδη ένα βήμα θεραπείας καθώς δημιουργεί χώρο εκεί όπου υπήρχε ντροπή.
Κατά την εμπειρία σας, ποια είναι η πιο διαδεδομένη παρανόηση σχετικά με την αυτοεκτίμηση;
Ότι η αυτοεκτίμηση σημαίνει να είσαι διαρκώς σίγουρος ή επιτυχημένος. Στην πραγματικότητα, υγιής αυτοεκτίμηση σημαίνει να αποδέχεσαι τον εαυτό σου με τα ελαττώματα, τις αποτυχίες και τους φόβους του. Δεν βασίζεται στη σύγκριση ή στην απόδοση, αλλά σε μια σταθερή εσωτερική πεποίθηση: «Είμαι αρκετός, ακόμη κι όταν δεν είμαι τέλειος».
Μπορεί η αυτοεκτίμηση να γίνει παραπλανητική και να οδηγήσει κάποιον στην αλαζονεία αντί για την αυτοπεποίθηση;
Βεβαίως, αυτό το παρατηρούμε συχνά σε ναρκισσιστικές αμυντικές δομές. Ορισμένοι άνθρωποι φαίνονται σίγουροι, αλλά κάτω από την επιφάνεια υπάρχει ένα εύθραυστο Εγώ που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει τη ντροπή. Η αληθινή αυταξία είναι ήσυχη, γειωμένη και δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται. Η αλαζονεία, αντίθετα, είναι ασπίδα όχι πραγματική δύναμη.
Η αυτογνωσία δεν διαμορφώνεται μόνο από τις προσωπικές εμπειρίες, αλλά και από τα κοινωνικά αφηγήματα. Σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές προκαταλήψεις γύρω από φυλή, φύλο, σεξουαλικότητα κ.λπ. επηρεάζουν την εσωτερική μας φωνή και εικόνα;
Σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αν μεγαλώσεις ακούγοντας, ρητά ή υπόρρητα, ότι αξίζεις λιγότερο λόγω του ποιος είσαι, αυτά τα μηνύματα ενσωματώνονται στον εσωτερικό σου διάλογο. Δεν πρόκειται απλώς για ψυχολογία -είναι ένα συστημικό ζήτημα. Ένα κομμάτι της θεραπείας είναι να αναγνωρίσεις: «Ορισμένες από τις πεποιθήσεις που κουβαλώ για τον εαυτό μου δεν είναι δικές μου αλλά μου τις επέβαλαν.» Κι όταν το δεις αυτό, μπορείς να αρχίσεις να ανακτάς την ιστορία σου.
«Αν πάντα βλέπουμε τον εαυτό μας ως «τον αγχώδη» ή «αυτόν που τον εγκαταλείπουν», αρχίζουμε να δρούμε με τρόπους που επιβεβαιώνουν το αφήγημα».
Μπορούμε πραγματικά να αλλάξουμε τα συναισθηματικά μας μοτίβα στην ενήλικη ζωή ή είμαστε καταδικασμένοι να αναπαράγουμε τη δυναμική της παιδικής ηλικίας;
Μπορούμε απολύτως, όμως χρειάζεται επίγνωση. Τα συναισθηματικά μοτίβα είναι σαν αυλακώσεις στον εγκέφαλο. Μοιάζουν αυτόματα επειδή μας είναι οικεία. Όμως με αναστοχασμό, δουλειά με το «Εσωτερικό Παιδί» και νέες εμπειρίες, μπορούμε να δημιουργήσουμε νέα «μονοπάτια». Παίρνει χρόνο αλλά είναι εφικτό και βαθιά ενδυναμωτικό.
Σε ποιον βαθμό πιστεύετε ότι μας καθορίζουν οι ιστορίες που λέμε ή αποδεχόμαστε για τον εαυτό μας; Μπορούν αυτές οι ιστορίες να ξαναγραφτούν;
Η ταυτότητά μας χτίζεται πάνω στις ιστορίες που πιστεύουμε. Αν πάντα βλέπουμε τον εαυτό μας ως «τον αγχώδη» ή «αυτόν που τον εγκαταλείπουν», αρχίζουμε να δρούμε με τρόπους που επιβεβαιώνουν το αφήγημα. Αλλά υπάρχει καλό νέο: αυτές οι ιστορίες δεν είναι γεγονότα. Είναι ερμηνείες. Και ναι, μπορούν να ξαναγραφτούν, με συμπόνια και επιλογή.
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν τη σύγκριση, όχι τη σύνδεση».
Στην «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Χάμπτι Ντάμπτι λέει: «Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη, σημαίνει ό,τι εγώ επιλέγω να σημαίνει». Πώς μπορεί κάποιος να βρει τη φωνή του και να διαμορφώσει μια προσωπική αφήγηση που να τον ενδυναμώνει;
Αρχίζοντας να προσέχει τις λέξεις που χρησιμοποιεί κυρίως προς τον εαυτό του. «Πάντα τα κάνω θάλασσα». «Κανείς δεν με αγαπάει πραγματικά». Αυτά δεν είναι αλήθειες, είναι σενάρια. Ξεκινήστε αλλάζοντας τη γλώσσα μέσα σας: μιλήστε στον εαυτό σας όπως θα μιλούσατε σε ένα παιδί που αγαπάτε. Εκεί αρχίζει η ενδυνάμωση.
Πώς βλέπετε τον ψηφιακό πολιτισμό (τα social media, τις εφαρμογές γνωριμιών, τη διαρκή συνδεσιμότητα) να επηρεάζει την συναισθηματική μας ζωή και τις σχέσεις μας; Είμαστε πιο συνδεδεμένοι από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα πιο μόνοι.
Γιατί η ψηφιακή σύνδεση δεν ισοδυναμεί με συναισθηματική οικειότητα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν τη σύγκριση, όχι τη σύνδεση. Παρουσιάζουμε φιλτραρισμένες εκδοχές του εαυτού μας και μετράμε την αξία μας με likes ή matches. Όμως οι συναισθηματικές ανάγκες -να μας δουν, να μας ακούσουν, να μας νιώσουν- δεν καλύπτονται μέσα από οθόνες. Χρειαζόμαστε αληθινές, ευάλωτες επαφές για να νιώσουμε πραγματικά συνδεδεμένοι.
Η συναισθηματική ανεξαρτησία συχνά συγχέεται με την αποστασιοποίηση. Πώς μπορούμε να χτίσουμε βαθιά, υγιή οικειότητα χωρίς να χαθούμε μέσα σε αυτήν;
Μαθαίνοντας πού τελειώνουμε εμείς και πού ξεκινά ο άλλος. Συναισθηματική ανεξαρτησία δεν σημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε τους άλλους. Σημαίνει ότι επιλέγουμε τη σύνδεση από μια θέση σταθερότητας, όχι εξάρτησης. Είναι η τέχνη του να είσαι κοντά χωρίς να συγχωνεύεσαι, να αγαπάς χωρίς να χάνεις τον εαυτό σου. Αυτός είναι ο χορός της υγιούς οικειότητας.
«Δεν μπορείς να πας μπροστά, αν τιμωρείς ακόμα τον εαυτό σου για το παρελθόν. Η συγχώρεση δεν σημαίνει λήθη -σημαίνει απελευθέρωση από το βάρος της ντροπής»
Τα βιβλία σας είναι γνωστά για τα πρακτικά τους εργαλεία. Αν έπρεπε να προτείνετε μία μόνο καθημερινή πρακτική για καλλιέργεια συναισθηματικής ανθεκτικότητας, ποια θα ήταν;
Ένα σύντομο εσωτερικό «check-in»: «Πώς νιώθω τώρα και τι χρειάζομαι;» Αυτή η απλή ερώτηση καλλιεργεί τη συναισθηματική αυτοπαρατήρηση. Σε εκπαιδεύει να παρατηρείς τον εσωτερικό σου κόσμο αντί να τον αγνοείς, κι εκεί ξεκινά η ανθεκτικότητα.
Τι ρόλο παίζει η αυτοσυγχώρεση στην προσωπική θεραπεία και εξέλιξη; Είναι, πιστεύετε, πιο δύσκολο να συγχωρούμε τον εαυτό μας απ’ ό,τι τους άλλους;
Για τους περισσότερους ανθρώπους, είναι πιο δύσκολο να συγχωρήσουν τον εαυτό τους. Τον κρίνουμε με ακραία κριτήρια. Αλλά χωρίς αυτοσυγχώρεση, η ουσιαστική θεραπεία δεν προχωρά. Η συγχώρεση δεν σημαίνει λήθη, σημαίνει απελευθέρωση από το βάρος της ντροπής.
Και τέλος, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο άγχος, αποσύνδεση και αβεβαιότητα τι σας δίνει ελπίδα;
Η ικανότητα των ανθρώπων να εξελίσσονται. Κάθε μέρα βλέπω ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τους φόβους τους, να αναλαμβάνουν ευθύνη για τα μοτίβα τους και να επιλέγουν την αγάπη αντί για τον φόβο, ακόμα κι όταν είναι δύσκολο. Αυτό μου δίνει ελπίδα. Η θεραπεία δεν είναι θαύμα -είναι μια απόφαση που μπορούμε να παίρνουμε, ξανά και ξανά.