Μπορεί η εποχή μας να κωδικοποιείται στη φράση «ποστάρω, άρα υπάρχω», μπορεί οι Zoomers αλλά και η γενιά Alpha που ακολούθησε να μη γνώρισαν την αποσυνδεδεμένη – δηλαδή προ του Διαδικτύου – εκδοχή του κόσμου, μπορεί σε δύο μήνες η ελληνική κυβέρνηση να λανσάρει το Kids Wallet, παρεμβαίνοντας εμφατικά στην πανευρωπαϊκή συζήτηση για την περίφημη πια ψηφιακή ενηλικίωση, όμως το ζήτημα του ψηφιακού εθισμού των νέων, των εφήβων και των παιδιών επωάζεται για περισσότερο από μία δεκαπενταετία.

Η Αρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Ιδρύματος στο Νοσοκομείο Παίδων Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού, εξηγεί πώς η ίδια και οι συνεργάτες της παρατήρησαν για πρώτη φορά συμπτώματα εθισμού σε παιδιά και εφήβους το 2007. Τότε η Μονάδα Εφηβικής Υγείας βρισκόταν μόλις στον δεύτερο χρόνο λειτουργίας της και το Internet και τα κοινωνικά δίκτυα πρόβαλλαν στα μάτια όλων ως ένα συναρπαστικό αλλά αχαρτογράφητο και αχανές πεδίο.

Ετος-κλειδί το 2007

«Από το 2007 και μετά, όταν μπήκε το γρήγορο Internet στα ελληνικά νοικοκυριά, ξεκίνησαν να έρχονται παιδιά με μια περίεργη τότε συμπτωματολογία» εξηγεί η κυρία Τσίτσικα. Σήμερα η ΜΕΥ δέχεται περί τις 100 επισκέψεις παιδιών και εφήβων 8 έως 18 ετών κάθε μήνα, ενώ οι δέκα συνεργάτες της μονάδας καλούνται να διαχειριστούν ολοένα και πιο συχνά περιστατικά εθισμού στο Διαδίκτυο.

«Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, από την πανδημία και μετά έχει διπλασιαστεί το ποσοστό τόσο των περιπτώσεων της σοβαρής όσο και εκείνων της μέτριας ή ήπιας εξάρτησης, που είναι και ο προθάλαμος για τον εθισμό. Αυξητική τάση υπάρχει και σε άλλες συμπεριφορές υψηλού κινδύνου που προκύπτουν στο Διαδίκτυο, όπως ο εκφοβισμός, η αποπλάνηση, ο εκβιασμός ή η κακή χρήση προσωπικών δεδομένων» υπογραμμίζει η ίδια, επιβεβαιώνοντας τη βιωματική και επιφανειακά διατυπωμένη αλλά τελικά καθόλου στρεβλή παρατήρηση των μεγαλύτερων γενεών, πως δηλαδή τα παιδιά και οι έφηβοι παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη έξη στην οθόνη και στον ψηφιακό κόσμο.

Αναστρέψιμη κατάσταση

Αλλά η κατάσταση μιας γενιάς, η οποία, όπως ανάγλυφα περιγράφει η γιατρός, είναι αυτόχθων του Internet και περνά εκ των πραγμάτων τη μισή της ζωή online, δεν είναι μη αναστρέψιμη.

«Εμείς στη ΜΕΥ αξιολογούμε την κατάσταση του εφήβου σε ραντεβού εκτίμησης, τα οποία είναι συνήθως δύο ή τρία, και κατόπιν θέτουμε ένα σχέδιο δράσης μαζί με το παιδί, κάνουμε δηλαδή τον ίδιο τον έφηβο μέρος της λύσης. Εκείνο που εξετάζουμε επίσης είναι εάν υπάρχει κάποια συννοσηρότητα, κάποια άλλη αναπτυξιακή διαταραχή ή κάποια ψυχοπαθολογία. Επίσης, εστιάζουμε ποιες άλλες είναι οι ανάγκες του εφήβου. Πολλές φορές η εξάρτηση από το Διαδίκτυο έρχεται μαζί με την υπερβαρότητα, την παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο και τη μειωμένη φυσική δραστηριότητα» λέει.

Ποια είναι λοιπόν η απάντηση όταν η σχέση των εφήβων με το Διαδίκτυο εξελίσσεται σε τοξική με ψυχικά αλλά και σωματικά συμπτώματα; «Στη μονάδα ακολουθούμε το πρωτόκολλο κοινωνικής συναισθηματικής ενδυνάμωσης» λέει η κυρία Τσίτσικα.

«Είναι ένα εργαλείο με απλές οδηγίες διαχείρισης εαυτού. Μαθαίνει στο παιδί και στον έφηβο να «χτίζει» αυτοεκτίμηση, να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, να έχει υπομονή και επιμονή για την επίτευξη των στόχων του, να σηκώνεται όταν πέφτει, να δημιουργεί λειτουργικές σχέσεις, να αφαιρεί οτιδήποτε τοξικό από τη ζωή του και να έχει πάντα ένα plan B. Στην πραγματικότητα αξιοποιούμε το Lifestyle Medicine, ένα σημαντικό μοντέλο άσκησης της ιατρικής, γνωστό από την εποχή του Ιπποκράτη».

Υπενθυμίζεται ότι πυλώνες της παραπάνω πρακτικής είναι η καλή διατροφή, η φυσική άσκηση, ο καλός ύπνος, η διαχείριση του στρες, η δόμηση κοινωνικών σχέσεων και η αποφυγή επιβλαβών συνηθειών, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ ή εν προκειμένω η κατάχρηση του Διαδικτύου.

Εφόδιο ζωής

Στην πραγματικότητα οι θεραπευόμενοι της ΜΕΥ, η οποία είναι η μόνη στην Ελλάδα πιστοποιημένη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μονάδα για την εφηβική ηλικία και τις ανάγκες των εφήβων, παίρνουν στα χέρια τους ένα εφόδιο ζωής. Οι γιατροί της μονάδας περιγράφουν το πλαίσιο ως μια αγκαλιά στην οποία κάθε έφηβος μπορεί να απευθυνθεί με εμπιστευτικότητα, χωρίς διακρίσεις φύλου, φυλής, σεξουαλικότητας κ.λπ. και χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Παράλληλα λειτουργεί και η τηλεφωνική γραμμή 800 11 800 15 (χωρίς χρέωση), στην οποία επίσης μπορούν να απευθύνονται τόσο οι έφηβοι όσο και οι κηδεμόνες τους.

Εχει όμως απτό αποτέλεσμα η παρέμβαση στις περιπτώσεις εθισμού στο Internet; Η κυρία Τσίτσικα είναι κατηγορηματική. «Η εξάρτηση από την οθόνη δεν διορθώνεται εν μία νυκτί. Ομως βλέπεις παιδιά που κάποιοι θεωρούσαν «καμένα» να «ανθίζουν». Η πρόοδος ξεκινά από τις 2-3 πρώτες συνεδρίες, ενώ μέσα στο πρώτο τρίμηνο έχουμε μια σαφή εικόνα για την εξέλιξη κάθε περιστατικού» λέει.

Οι γονείς και οι δάσκαλοι

Αλλά δεν χρειάζεται και ούτε είναι απαραίτητο να φτάσει κανείς στο σημείο αρχικά του εθισμού, του brain rot και κατόπιν της ψηφιακής αποτοξίνωσης. Ειδικά ο ρόλος των γονέων και των δασκάλων είναι κρίσιμος, σύμφωνα με τη γιατρό, και μάλιστα πολύ πριν ο έφηβος παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια τοξικής σχέσης με το Διαδίκτυο.

«Το καλύτερο και το επιθυμητό είναι να έχουμε χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τα παιδιά μας από μικρότερες ηλικίες» αναφέρει. «Με την έννοια ότι στην εφηβεία υπάρχουν προκλήσεις που έχουν να κάνουν με τη φυσιολογική ανάπτυξη των εφήβων. Υπάρχει η εναντίωση στους κανόνες, η αμφισβήτηση της αυθεντίας των ενηλίκων και πρωτίστως των γονέων, ο πειραματισμός. Οι γονείς άθελά τους συχνά χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο ως «ηλεκτρονική νταντά». Και έχουν την πεποίθηση ότι τις ώρες που το παιδί τους βρίσκεται κλεισμένο στο δωμάτιό του μπροστά σε μια οθόνη δεν απειλείται από τους κινδύνους της γειτονιάς και του έξω κόσμου. Εχουν με άλλα λόγια το κεφάλι τους ήσυχο. Ομως το κινητό και η οθόνη δεν είναι πιπίλα. Τα παιδιά δέχονται πολλές φορές ερεθίσματα χωρίς έλεγχο, τα οποία λόγω της επαναληψιμότητάς τους τελικά απενοχοποιούνται στο μυαλό τους. Ολα αυτά που λέμε δεν είναι πυρηνική φυσική. Μπορούν να τα καταλάβουν τα παιδιά. Επικοινωνία χρειάζεται, επιχειρηματολογία και καλό κλίμα μεταξύ γονέων και παιδιών».