Τρεις μόλις εβδομάδες από τη στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε το τέλος της πανδημίας για τον κορωνοϊό,  τουλάχιστον επισήμως (διότι ανεπισήμως ο ιός δείχνει με κάθε ευκαιρία ότι συνεχίζει να είναι εδώ και να διασπείρεται) και ο γενικός διευθυντής του, δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγεσούς, έκρουσε ηχηρό καμπανάκι για την προετοιμασία που πρέπει να γίνει σε ό,τι αφορά την επόμενη πανδημία, η οποία μάλιστα, όπως προειδοποίησε, μπορεί να είναι ακόμα φονικότερη από εκείνη της COVID-19.

Αφορμή για τις δηλώσεις του στάθηκε η 75η Γενική Συνέλευση του ΠΟΥ (WHA75) που έλαβε χώρα στη Γενεύη από τις 22 ως τις 28 Μαΐου. O δρ Τέντρος σημείωσε, απευθυνόμενος προς τους εκπροσώπους των 194 κρατών-μελών του ΠΟΥ, ότι «όταν η επόμενη πανδημία μάς χτυπήσει την πόρτα – και θα τη χτυπήσει – πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε αποφασιστικά, συλλογικά και δίκαια». Και προσέθεσε ότι δεν μπορούμε να… κλωτσήσουμε και να χύσουμε την καρδάρα με το γάλα. «Αν δεν κάνουμε τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, τότε ποιος θα τις κάνει; Και αν δεν τις κάνουμε τώρα, τότε πότε;» είπε.

Ειδική αναφορά έκανε ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ και στον κορωνοϊό, υπογραμμίζοντας ότι δεν σταματά να αποτελεί απειλή για την ανθρωπότητα. «Ο κίνδυνος ανάδυσης μιας νέας παραλλαγής που θα προκαλεί νέα ξεσπάσματα και θανάτους παραμένει» τόνισε και συμπλήρωσε ότι… σαν να μη μας έφθανε η υπάρχουσα συνεχιζόμενη κορονοαπειλή, πλανάται και ο φόβος μιας νέας που μπορεί να λάβει πανδημικό χαρακτήρα. «Παραμένει επίσης η απειλή εμφάνισης ενός άλλου παθογόνου με ακόμα πιο θανατηφόρα δυναμική».

 Αντιμέτωποι με μια διττή απειλή

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μια διττή απειλή, σύμφωνα με τον δρα Τέντρος: μια υπάρχουσα και μία που αποτελεί έναν άγνωστο Χ – εξού και τον τελευταίο καιρό γίνεται συνεχώς λόγος για τη «θανατηφόρα νόσο Χ», στην οποία κάποια ΜΜΕ αλλά και «ειδικοί» αναφέρονται λες και έχει ήδη ενσκήψει, τη στιγμή που στην πραγματικότητα ο όρος αυτός αφορά μια πιθανή άγνωστη μελλοντική νόσο, έναν κίνδυνο που ακόμη δεν έχει αναδυθεί και ούτε γνωρίζουμε πώς, πού και πότε θα αναδυθεί.

Για την ακρίβεια, τον όρο «νόσος Χ» εισήγαγε ο ΠΟΥ το 2018, πριν καν από την εμφάνιση της πανδημίας του SARS-CoV-2, προκειμένου να περιγράψει μια «αόρατη απειλή» από μια νόσο η οποία θα προκληθεί από ένα παθογόνο που αυτή τη στιγμή μάς είναι άγνωστο. Είτε αυτή η πιθανή μελλοντική νόσος οφείλεται σε ιό είτε σε βακτήριο είτε σε κάποιον μύκητα, θα αποτελεί ένα νέο παθογόνο για το οποίο όπως είναι επόμενο δεν θα υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια ενώ και οι θεραπείες θα είναι περιορισμένες (ή ανύπαρκτες). Και η πανδημία της COVID-19 αποτέλεσε ουσιαστικώς μια πανδημία από μια νόσο Χ, καθώς ο κορωνοϊός που την προκάλεσε μας ήταν άγνωστος.

Γνωστοί και άγνωστοι κίνδυνοι

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο ΠΟΥ έχει μια «λίστα» μεταδοτικών νόσων που προτεραιοποιεί ως πιο επικίνδυνες για την ανάδυση μιας μελλοντικής πανδημίας. Σε αυτή τη λίστα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων ο ιός Εμπολα, ο ιός Μάρμπουργκ, το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής, το Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS), o ιός Ζika, ο αιμορραγικός πυρετός Κριμαίας-Κονγκό, ο πυρετός Lassa, ο ιός Nipah, ο ιός του πυρετού της Ρηξιγενούς Κοιλάδας (Rift Valley fever). Στο τέλος αυτής της «λίστας», μετά τους πιθανούς γνωστούς «εχθρούς», αναγράφεται και η άγνωστη νόσος Χ.

Είναι προφανές ότι κανένας δεν γνωρίζει πότε και πώς θα εμφανιστεί η νόσος Χ. Πάντως οι περισσότεροι ειδικοί του πεδίου της δημόσιας υγείας συγκλίνουν στο ότι πιθανώς θα πρόκειται για μια ζωονόσο – ένα παθογόνο που θα ξεκινήσει από άγρια ή οικόσιτα ζώα και θα μεταπηδήσει στους ανθρώπους έχοντας αποκτήσει χαρακτηριστικά εύκολης μετάδοσης μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες πρόσφατες επιδημίες – όπως του Εμπολα και του AIDS – αλλά και οι πανδημίες της γρίπης των χοίρων του 2009 και της COVID-19 ξεκίνησαν από ζώα.

Αδυναμία πρόβλεψης

Υπάρχει και το σενάριο που αναφέρεται σε άλλες πιθανές πανδημικές «πηγές» – όπως ένα «κατασκευασμένο» παθογόνο ή ένα «προϊόν» βιοτρομοκρατίας. Είναι χαρακτηριστική διεθνής μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2021 στο επιστημονικό περιοδικό «Infection Control & Hospital Epidemiology» στην οποία τονίζεται ότι «η έκλυση παθογόνων, είτε μέσω εργαστηριακών ατυχημάτων είτε εξαιτίας βιοτρομοκρατίας, μπορεί να οδηγήσει σε μια καταστροφική νόσο Χ». Οι συγγραφείς της μελέτης, επικεφαλής των οποίων ήταν ερευνητές του Πανεπιστημίου Monash στη Μαλαισία, καταλήγουν υπογραμμίζοντας ότι «η πανδημία της COVID-19 δεν ήταν η πρώτη που προκάλεσε χάος σε παγκόσμιο επίπεδο και δεν θα είναι η τελευταία. Ετσι πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη επιδημία το συντομότερο δυνατόν».

Η προετοιμασία επιβάλλεται… δεν αναβάλλεται, διότι η επόμενη πανδημία μπορεί να «βρίσκεται στη γωνία», μπορεί όμως να απέχει και δεκαετίες. Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει όμως το πότε θα εμφανιστεί, σημειώνει στο Βήμα-Science ο δρ Πιότρ Κράμαρτς, αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και αναπληρωτής επικεφαλής του Τμήματος για τα Προγράμματα εναντίον Νόσων του ECDC. «Oι πανδημίες είναι τυχαία γεγονότα και άρα είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Συχνά η «πηγή» τους είναι ένα παθογόνο που περνά από τα ζώα στον άνθρωπο. Μπορούν να εμφανιστούν οπουδήποτε στον κόσμο – για παράδειγμα, σε μέρη όπου ζώα, είτε οικόσιτα είτε άγρια, βρίσκονται σε στενή επαφή με ανθρώπους». Ο δρ Κράμαρτς τονίζει ότι πιο ψηλά στη λίστα των πανδημικών «υπόπτων» «βρίσκονται σε γενικό πλαίσιο στελέχη του ιού της γρίπης καθώς και άλλοι ιοί του αναπνευστικού συστήματος. Ο ιός της γρίπης είναι ένας ασταθής ιός ο οποίος μπορεί να μεταλλάσσεται εύκολα και να εξαπλώνεται στα ζώα αλλά και στους ανθρώπους. Και οι κορωνοϊοί μπορούν πιθανώς να παίξουν κάποιον ρόλο στο ενδεχόμενο μιας επόμενης πανδημίας. Ολες οι πρόσφατες πανδημίες οφείλονταν σε ιούς του αναπνευστικού, συμπεριλαμβανομένων του ιού της γρίπης και του κορωνοϊού, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια επόμενη πανδημία μπορεί να αναδυθεί ξανά από τέτοιους ιούς».

 Πανδημικά μαθήματα

Η πρόσφατη πανδημία της COVID-19 αποτέλεσε μεγάλο «μάθημα» για το μέλλον, λέει ο ειδικός του ECDC. «Το σημαντικότερο μάθημα που πήραμε από την τελευταία πανδημία είναι ότι οι Αρχές χρειάζεται να επενδύσουν περισσότερα στη δημόσια υγεία, καθώς σε αυτό το πεδίο υπήρξε σημαντική αδυναμία – τα δημόσια νοσοκομεία δεν είχαν αρκετό προσωπικό για να αντιμετωπίσουν την επείγουσα κατάσταση. Ενα δεύτερο μάθημα που πήραμε είναι ότι οι χώρες χρειάζονται καλύτερα συστήματα συλλογής πληροφοριών, παρακολούθησης της επιδημιολογικής κατάστασης, χρειάζονται ψηφιοποιημένα συστήματα αναφοράς. Το ECDC ενισχύει αυτή τη στιγμή τα ευρωπαϊκά κράτη προκειμένου να κάνουν αξιολόγηση σε εθνικό επίπεδο ώστε να δουν πώς αποκρίθηκαν στην πανδημία, να αναλύσουν τα κενά που είχαν αλλά και τις καλές πρακτικές που ακολούθησαν και να εντοπίσουν σημεία στα οποία χρειάζονται βελτίωση στην ετοιμότητά τους ενάντια σε πιθανούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία».

Εχουμε ήδη λάβει διδάγματα τόσο παγκοσμίως όσο και στη χώρα μας, και αυτά τα διδάγματα αποτελούν «κληρονομιά» για καλύτερη και πιο αποτελεσματική διαχείριση μιας πιθανής πανδημίας στο μέλλον, λέει στο Βήμα-Science ο καθηγητής Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ κ. Δημήτριος Παρασκευής. Και επισημαίνει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ούτε το πότε ούτε το πώς θα συμβεί μια μελλοντική πανδημία. «Η νόσος Χ είναι ένας μόνιμος εν δυνάμει μελλοντικός κίνδυνος για τον οποίο οφείλουμε να έχουμε προετοιμαστεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Η πανδημία της COVID-19 μάς προσέφερε πολύτιμα διδάγματα ώστε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι ενάντια στο επόμενο εν δυνάμει πανδημικό παθογόνο. Για να αντιμετωπίσουμε τον «σαρωτικό» κορονοϊό αναπτύξαμε σε σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεσματικά διαγνωστικά και αυτοδιαγνωστικά τεστ, εξελιγμένα συστήματα επιτήρησης και ιχνηλάτησης, καθώς και νέες πλατφόρμες εμβολίων και θεραπειών. Και αυτή η κληρονομιά αποτελεί τη βάση μας για καλύτερη και ταχύτερη απόκριση ενάντια σε πανδημικούς κινδύνους στο μέλλον».

Με δεδομένο ότι πανδημίες από νόσους γνωστές ή νόσους Χ θα ξανάρθουν, εκείνο που μας απέδειξε η πανδημία της COVID-19 με τους 7 εκατομμύρια (καταγεγραμμένους αλλά στην πραγματικότητα πολλαπλάσιους) θανάτους είναι ότι η σωστή προετοιμασία δεν μπορεί να αποτελεί τον… άγνωστο Χ στην εξίσωση της επιτυχημένης απόκρισής μας στον οιονδήποτε εν δυνάμει καινούργιο εχθρό της δημόσιας υγείας.

Σε εγρήγορση ο ΕΟΔΥΟ ΕΟΔΥ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία σημειώνει ότι ο ΠΟΥ αναφέρεται στην πιθανότητα μια νέα πανδημία να προκληθεί από μια υποτιθέμενη και «άγνωστη νόσο Χ» που προς το παρόν δεν έχει ταυτοποιηθεί. «Οι ανακοινώσεις του ΠΟΥ για γνωστά και άγνωστα πιθανά αίτια μελλοντικής πανδημίας είναι χρήσιμο να ερμηνεύονται και να επικοινωνούνται με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελούν μέρος της εγρήγορσης και ετοιμότητας αλλά πολύ περισσότερο της βούλησης και δέσμευσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων για την αντιμετώπιση μιας γνωστής ή ενδεχόμενης νέας απειλής για τη δημόσια υγεία» αναφέρει ο ΕΟΔΥ.

Η επικινδυνότητα του στελέχους Η5Ν1

Το τελευταίο διάστημα πολλή συζήτηση γίνεται παγκοσμίως για τη γρίπη των πτηνών και την πιθανότητα να είναι εκείνη η «ένοχη» για την επόμενη πανδημία. Για ποιον λόγο τόσος θόρυβος; Διότι αυτή τη στιγμή καταγράφεται η μεγαλύτερη επιδημία γρίπης σε πτηνά (και άλλα ζώα) που έχει «δει» ποτέ η Ευρώπη. Και παρότι πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν μέχρι σήμερα νοσήσει εξαιτίας του στελέχους Η5Ν1, περί ου ο λόγος – και ως φαίνεται όλοι τους είχαν στενή επαφή με μολυσμένα ζώα –, δεν είναι παράλογο το ότι οι επιστήμονες ανησυχούν μήπως το συγκεκριμένο στέλεχος αποκτήσει χαρακτηριστικά τα οποία θα του επιτρέπουν την εύκολη μετάδοση μεταξύ ανθρώπων.

Το στέλεχος Η5Ν1 δεν είναι άγνωστο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1997 και από το 2003 έχει μολύνει περί τα 850 άτομα παγκοσμίως. Παρότι αυτός ο αριθμός νοσήσεων ανθρώπων είναι πολύ μικρός, υπάρχει μια παράμετρος που φοβίζει: το ποσοστό θνητότητας είναι της τάξεως του 50%-60%. Το 2020 αναδύθηκε ένα στέλεχος Η5Ν1 υψηλής παθογονικότητας το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει «σαρώσει» τους πληθυσμούς άγριων και μη πτηνών – έχει μάλιστα οδηγήσει σε θανάτωση εκατομμυρίων πουλερικών – αλλά έχει μεταπηδήσει και σε είδη θηλαστικών όπως τα μινκ, οι χοίροι, οι αρκούδες, τα δελφίνια, οι ασβοί, οι ενυδρίδες, τα θαλάσσια λιοντάρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλικία της Ισπανίας τον περασμένο Οκτώβριο κατεγράφη επιδημία σε 52.000 εκτρεφόμενα μινκ και οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει αν υπήρξε μετάδοση μεταξύ των θηλαστικών ή αν όλα κατανάλωσαν μολυσμένη με τον ιό τροφή.

Λιγότερα από 10 άτομα έχουν μολυνθεί από το συγκεκριμένο στέλεχος (σύμφωνα τουλάχιστον με τις επίσημες καταγραφές) και τουλάχιστον ένα πέθανε – επρόκειτο για ένα 11χρονο κορίτσι στην Καμπότζη το οποίο πιθανότατα ήλθε σε επαφή με άγριο μολυσμένο πτηνό. Το παιδί παρουσίασε αρχικώς πυρετό, βήχα και πονόλαιμο και στη συνέχεια βαριά πνευμονία.

Η μόλυνση των ανθρώπων

Ο φόβος ωστόσο είναι μήπως τώρα που το Η5Ν1... βρήκε τον δρόμο του ώστε να μολύνει θηλαστικά, ανακαλύψει το μονοπάτι και της εύκολης μετάδοσης μεταξύ ανθρώπων (ο άνθρωπος άλλωστε είναι και αυτός θηλαστικό).

«Παρότι υπάρχουν μεγάλες επιδημίες του Η5Ν1 σε εκτρεφόμενα πουλερικά και σε άγρια πτηνά – οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί ποτέ λαμβάνουν χώρα τα τελευταία τρία χρόνια – οι μολύνσεις ανθρώπων με τη γρίπη των πτηνών είναι ένα πολύ σπάνιο γεγονός» αναφέρει ο δρ Κράμαρτς του ECDC και συμπληρώνει ότι υπάρχει εγρήγορση σε όλες τις χώρες λόγω της επιδημίας στα πτηνά.

«Εθνικά εργαστήρια των ευρωπαϊκών χωρών διεξάγουν μεγάλο αριθμό τεστ αλλά και πολλές αλληλουχήσεις για τη γρίπη των πτηνών, ενώ αυξήθηκε και η δυναμικότητα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα διενέργειας εξετάσεων». Σύμφωνα με τον δρα Κράμαρτς τα ξεσπάσματα της γρίπης των πτηνών «απαιτούν ενιαία προσέγγιση και οι χώρες γνωρίζουν την κατάσταση, γνωρίζουν τα γεγονότα μετάδοσης σε διαφορετικά είδη θηλαστικών και έχουν ενισχύσει την απόκρισή τους με αυξημένη επιτήρηση και διαγνωστικά τεστ σε εκτεθειμένα άτομα».

Η γρίπη των πτηνών χρειάζεται συνεχή επιτήρηση και βρίσκεται στο «μικροσκόπιο» των Αρχών και των επιστημόνων, σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Παρασκευής, ο οποίος προσθέτει πάντως πως «αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται ότι μπορεί να μεταδοθεί εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Το γεγονός ότι προσβάλλει εκτός από πτηνά και θηλαστικά μάς απασχολεί και γι’ αυτό υπάρχει παγκοσμίως συστηματική επιτήρηση. Ωστόσο ο ιός δεν φαίνεται να έχει υποστεί – τουλάχιστον αυτή τη στιγμή – γενετικές αλλαγές τέτοιες που να καθιστούν εύκολη τη διασπορά του στους ανθρώπους. Βρισκόμαστε πάντως σε εγρήγορση».