Μπορεί το ευρύ κοινό να γνώρισε την εταιρεία Regeneron Pharmaceuticals κατά τη διάρκεια της πανδημίας όταν παρήγαγε τα αντισώματα ενάντια στον κορωνοϊό, αλλά στους επιστημονικούς κύκλους ο επικεφαλής της, Γιώργος Γιανκόπουλος (George Yancopoulos), είναι ένας ζωντανός θρύλος.

Ελληνας δεύτερης γενιάς, ο κ. Γιανκόπουλος (συν)δημιούργησε μια εταιρεία που δεν μοιάζει με καμία άλλη του είδους και της οποίας ο κύκλος εργασιών ξεπέρασε τα 12 δισεκατομμύρια δολάρια τον περασμένο χρόνο.

Το ΒΗΜΑ-Science είχε μια κουβέντα εφ’ όλης της ύλης με τον Γιώργο Γιανκόπουλο, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα για να δώσει την τιμητική εναρκτήρια διάλεξη σε διεθνές ανοσολογοκό συνέδριο (International Cytokine & Interferon Society Annual Meeting).

Πώς μπήκε η επιστήμη στη ζωή σας;

«Οταν ήμουν στο Δημοτικό σχολείο η επιστήμη δεν υπήρχε στη ζωή μου. Περισσότερο από όλα με ενδιέφεραν τα σπορ. Στη συνέχεια όμως μπήκα, μετά από εξετάσεις, σε ένα σχολείο που έδινε έμφαση στην επιστήμη (Bronx High School of Science) και ομολογώ ότι αρχικά απογοητεύτηκα επειδή τα σπορ δεν ήταν στην κουλτούρα αυτού του σχολείου. Αλλαξε όμως η οπτική μου όταν διαπίστωσα ότι υπήρχαν μερικοί μαθητές που όλοι τους θαύμαζαν επειδή είχαν διακριθεί στον εθνικό διαγωνισμό για την επιστήμη (Westin Science Talent Search), στον οποίο συμμετείχαν παιδιά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ετσι αποφάσισα ότι θα ήθελα και εγώ να κερδίσω αυτόν τον διαγωνισμό».

Τον κερδίσατε;

«Μερικά χρόνια αργότερα όχι μόνο τον κέρδισα αλλά υπήρξα και ο κορυφαίος νικητής εκείνης της χρονιάς. Στην πορεία βεβαίως είχα ερωτευθεί την επιστήμη. Μάλιστα είχα αποφασίσει ότι αυτό που ήθελα να πετύχω ήταν η αναγέννηση (regeneration) των νευρικών κυττάρων. Αυτή η ιδέα έδωσε αργότερα και το όνομα στην εταιρεία (Regeneron) που δημιούργησα με τον φίλο και συνεργάτη Λέοναρντ Σλάιφερ (Leonard S. Schleifer)».

Η αναγέννηση των νευρικών κυττάρων είναι ίσως ο δυσκολότερος στόχος που θα μπορούσε κανείς να επιλέξει. Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;

«Ολα τα πράγματα που κάνουμε στη ζωή σχετίζονται με τις προσωπικές μας εμπειρίες και στη δική μου περίπτωση οι διαπροσωπικές σχέσεις και εμπειρίες υπήρξαν καθοριστικές για τις αποφάσεις μου. Η απόφαση ελήφθη ήδη πριν από τα φοιτητικά μου χρόνια επειδή η πολυαγαπημένη μου γιαγιά Ουρανία έπασχε από Αλτσχάιμερ. Ετσι οδηγήθηκα αρχικά στην ιατρική και στη συνέχεια ασχολήθηκα ερευνητικά με το πεδίο της Μοριακής Ανοσολογίας».

Τι λέτε σήμερα για αυτόν τον στόχο;

«Οπως γνωρίζετε, αυτός παραμένει ανεκπλήρωτος, τόσο από εμάς όσο και από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία. Αλλά δεν έχω παραιτηθεί από την ιδέα…».

Αλήθεια, πώς αφήσατε την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία για να πάρετε το ρίσκο της δημιουργίας μιας εταιρείας;

«Ο πατέρας μου υπήρξε καθοριστικός για αυτή την απόφαση. Εχοντας ζήσει δύο πολέμους και έχοντας μεταναστεύσει στις ΗΠΑ για μια καλύτερη ζωή, στο μυαλό του η επιτυχία ήταν συνώνυμη με την οικονομική επιτυχία. Το 1975, όταν ήρθα πρώτος στον εθνικό διαγωνισμό για την επιστήμη, ο πατέρας μου δεν ήταν εντυπωσιασμένος. Μάλιστα ήρθε στο σπίτι με την ελληνική εφημερίδα της ομογένειας, τον «Εθνικό Κήρυκα», για να μου δείξει ένα άρθρο για τον Ρόι Βάγγελος (Roy Vagelos). Ο ελληνικής καταγωγής επιστήμονας είχε αφήσει τότε την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του για να αναλάβει τα ηνία της Merck (την οποία όπως γνωρίζουμε όλοι απογείωσε) και ο πατέρας μου μού είπε: αυτό είναι επιτυχία!».

Εσείς πώς το βιώνατε όλο αυτό;

«Είχαμε πολλές κόντρες για αυτό το θέμα, αλλά στην πραγματικότητα ο πατέρας μου είχε δίκιο. Στην ουσία, αυτό που μου έλεγε ήταν ότι οι ΗΠΑ ήταν όντως μια χώρα η οποία καλλιεργεί την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία με έναν μοναδικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το αμερικανικό σύστημα παράγει καινοτομία με ασυναγώνιστους ρυθμούς για περισσότερο από έναν αιώνα».

Ωστόσο ο δρόμος για την επιτυχία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανακάλυψη φαρμάκων, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα…

«Πράγματι δεν είναι! Οπως ξέρουν όλοι όσοι ασχολούνται με τη βιοτεχνολογία και τη βιοφαρμακευτική, το να ανακαλύψει κανείς ένα φάρμακο είναι ίσως η δυσκολότερη δουλειά που μπορεί κανείς να κάνει. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ υπάρχουν περισσότερες από 5.000 βιο-φαρμακευτικές εταιρείες ο αριθμός των φαρμάκων που λαμβάνουν έγκριση από τις αρμόδιες αρχές κάθε χρόνο δεν ξεπερνά τα 20-40. Πολλά δε από αυτά δεν είναι καινοτόμα. Δηλαδή μόνο μία στις 100 έως μία στις 1.000 εταιρείες επιτυγχάνει να δημιουργήσει εγκεκριμένο φάρμακο».

Πέρασε και η Regeneron από αυτή τη φάση της μη παραγωγής προϊόντων, έτσι δεν είναι; Πώς επιζήσατε;

«Πράγματι, τα πρώτα 20 χρόνια η εταιρεία δεν είχε καμία έγκριση φαρμάκου, δεν είχε καθόλου εισοδήματα και πολλοί μάς αντιμετώπιζαν ως αποτυχημένους. Ομως εμείς δημιουργούσαμε θεμελιώδεις καινοτομίες πάνω στις οποίες βασιστήκαμε για να μπορέσουμε στη συνέχεια να περάσουμε σε αυτό που ονομάζω relentless innovation (αδιάκοπη καινοτομία). Επιζήσαμε δε χάρη σε αυτό το αμερικανικό σύστημα που σας περιέγραψα προηγουμένως, το οποίο σου επιτρέπει να αντλήσεις επενδυτικά κεφάλαια».

Πότε απέδωσαν καρπούς οι ερευνητικοί κόποι σας;

«Τα τελευταία 15 χρόνια είχαμε μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο παραγωγή αμιγώς δικών μας φαρμάκων. Είχαμε 12 εγκρίσεις ενώ δύο από αυτά τα φάρμακα είναι κορυφαία σε πωλήσεις στον κόσμο (το ΕΥLΕΑ για την εκφύλιση τη ωχράς κηλίδας και το DUPOXENT για το έκζεμα και την ατοπική δερματίτιδα, το οποίο έχει αλλάξει και τη ζωή της κόρης μου). Επίσης, από τα υπόλοιπα δέκα, τα τέσσερα ξεπέρασαν σε πωλήσεις το όριο του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Αυτή τη στιγμή είμαστε η μεγαλύτερη στον κόσμο εταιρεία παραγωγής ανθρώπινων αντισωμάτων και διαθέτουμε ίσως το μεγαλύτερο παγκοσμίως κέντρο γονιδιωματικής αλληλούχησης, το Regeneron Genetics Center».

Λένε ότι το μέλλον μιας φαρμακευτικής εταιρείας δεν είναι τα φάρμακα που έχει, αλλά τα φάρμακα που σχεδιάζει…

«Αυτό εννοούσα όταν αναφέρθηκα στην «αδιάκοπη καινοτομία»: έχουμε 40 νέα φάρμακα σε διαφορετικές φάσεις κλινικών δοκιμών. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο: στην πραγματικότητα αυτή η αμιγώς δική μας παραγωγή φαρμάκων είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τις άλλες εταιρείες των οποίων τα φάρμακα δημιουργούνται από συνεργασίες τους με το παγκόσμιο ερευνητικό οικοσύστημα».

Ποιες είναι οι θεμελιώδεις καινοτομίες πάνω στις οποίες βασιστήκατε και οι οποίες οδήγησαν στην αδιάκοπη καινοτομία;

«Η πρώτη είναι το VelociGene, η πλατφόρμα που μας επιτρέπει να εισάγουμε τεράστια τμήματα ανθρώπινου γενετικού υλικού στα πειραματόζωα. Η εισαγωγή ανθρώπινου DNA σε ποντίκια τα εξανθρωπίζει γενετικά καθιστώντας τα ιδανικά πειραματόζωα για τη μελέτη ανθρώπινων ασθενειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξανθρωπισμένου γενετικά ποντικού είναι το VelociImmune, το οποίο μας επιτρέπει να παράγουμε εντελώς ανθρώπινα αντισώματα για φαρμακευτική χρήση. Αναφέρθηκα προηγουμένως και στο Regeneron Genetics Center, το οποίο μας επιτρέπει μέσα από γενετικές μελέτες να εντοπίσουμε τους ασθενείς που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από συγκεκριμένα φάρμακα».

Ποιο από τα προγράμματα που έχετε στα σκαριά σάς ενθουσιάζει αυτή τη στιγμή;

«Ο συνδυασμός δύο διαφορετικών τεχνολογιών της VelocImmune και της παραγωγής διπλά εξειδικευμένων αντισωμάτων, τα οποία δοκιμάζουμε τόσο στη θεραπεία του καρκίνου αλλά και στην καθολική αντιμετώπιση των αλλεργιών».

Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προσόν σας;

«Την ικανότητά μου να επιλέγω συνεργάτες. Αυτή τη στιγμή οι επικεφαλής των διαφορετικών τμημάτων της Regeneron είναι από τα λαμπρότερα πνεύματα στον χώρο τους. Και όπως ίσως ξέρετε μετά τη Westin και την Intel, έχουμε αναλάβει εμείς τη στήριξη του εθνικού διαγωνισμού για την επιστήμη, ο οποίος τώρα ονομάζεται Regeneron Science Talent Search. Αλλά και του διεθνούς διαγωνισμού Regeneron International Science and Engeneering Fair. Ετσι έχω την ευκαιρία να γνωρίζω και τις ελληνικές συμμετοχές κάθε χρόνο».

Ποια θα ήταν η συμβουλή σας σε ένα νέο παιδί που αγαπά την επιστήμη;

«Να ακούει τις γονεϊκές συμβουλές και να ονειρεύεται. Να μη βάζει όρια στα όνειρά του».