Ενα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία των μεγαλουπόλεων είναι η νυχτερινή λάμψη τους. Φωτισμένες λεωφόροι, λαμπερές πινακίδες νέον, προβολείς που φωτίζουν κτίρια, είναι μερικά μόνο από τα λαμπερά στοιχεία που συναντά κανείς σε κάθε πόλη. Η εκτεταμένη χρήση τεχνητού φωτός έχει όμως ως αποτέλεσμα να αποκοβόμαστε με ταχείς ρυθμούς από το φυσικό μας περιβάλλον. Νέα έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Science», δείχνουν ότι η συνεχώς αυξανόμενη φωτορρύπανση καθιστά την παρατήρηση του ουρανού από τους ανθρώπους ολοένα και πιο δύσκολη. Η φωτορρύπανση δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής, αλλά έχει επίσης άμεση επίδραση στη συμπεριφορά των ζώων και στην ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Ας δούμε με ποιον τρόπο οι επιστήμονες ανέδειξαν με σαφή τρόπο άλλη μία συνέπεια της αλόγιστης ανθρώπινης δραστηριότητας.

Πώς μετριέται η φωτορρύπανση

Δεν είναι η πρώτη φορά που η φωτορρύπανση απασχολεί τους επιστήμονες. Ενα πλήθος ερευνών συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η υπέρμετρη χρήση τεχνητού φωτός από τους ανθρώπους ολοένα και αυξάνεται. Ωστόσο, μέχρι πρότινος η επιστημονική κοινότητα αδυνατούσε να καταγράψει με ακρίβεια τη μεταβολή της φωτορρύπανσης, δηλαδή να προσδιορίσει κατά πόσο το τεχνητό φως αυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι σχετικές καταγραφές γίνονται με τη χρήση δορυφορικών συστημάτων, τα οποία εξαιτίας διαφόρων τεχνικών περιορισμών δεν μπορούν να καταγράψουν όλο το φάσμα του τεχνητού φωτός το οποίο εκπέμπεται από τους αστικούς ιστούς. Ενα από αυτά τα συστήματα ονομάζεται VIIRS (Visible Infrared Imaging Radiometer Suite): πρόκειται για ένα σύστημα αισθητήρων, οι οποίοι είναι προσαρμοσμένοι επάνω σε δορυφόρους που χρησιμοποιούνται στη μετεωρολογία, και καταγράφει συστηματικά το φως του ορατού και του υπέρυθρου φάσματος φωτός που εκπέμπεται από τα τεχνητά φώτα που είναι εγκατεστημένα στη Γη. Είναι ενδεικτικό ότι αυτοί οι αισθητήρες δεν «αντιλαμβάνονται» το υπεριώδες φως, στο οποίο εκπέμπουν πολλές από τις λάμπες τεχνολογίας LED. Χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο σύστημα, ερευνητές είχαν υπολογίσει στο παρελθόν ότι κάθε χρόνο η φωτορρύπανση αυξάνεται κατά 2%. Η πρόσφατη έρευνα όμως ανέτρεψε αυτή την εκτίμηση, καταδεικνύοντας ότι ο ρυθμός αύξησης της φωτορρύπανσης κυμαίνεται στο εύρος 6,5%-10%.

Επιστήμη με τη συμβολή των πολιτών

Για να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, οι ερευνητές προσέγγισαν το πρόβλημα από μια διαφορετική οπτική γωνία: αυτή τη φορά δεν βασίστηκαν στις καταγραφές των οργάνων που παρακολουθούν τη Γη από το Διάστημα αλλά στις παρατηρήσεις εθελοντών πολιτών, οι οποίοι παρατηρούσαν τον ουρανό της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής από το 2011 μέχρι το 2022. Οι επιστήμονες ζήτησαν από τους εθελοντές αυτούς, οι οποίοι συμμετείχαν στο ερευνητικό πρόγραμμα «Globe at Night», να συμπληρώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ένα ερωτηματολόγιο ώστε να αξιολογήσουν κατά πόσο είναι ευδιάκριτα τα αστέρια από το έδαφος της Γης. Αφού συγκέντρωσαν 51.351 καταγραφές, οι ερευνητές τις ανέλυσαν και συνέκριναν τα αποτελέσματα με τα δεδομένα τα οποία είχαν καταγραφεί με ηλεκτρονικά μέσα από το Διάστημα. Οι παρατηρήσεις έδειξαν ότι μέσα σε διάστημα 11 ετών τα αστέρια του νυχτερινού ουρανού έγιναν λιγότερο ευδιάκριτα, επιβεβαιώνοντας ότι η φωτορρύπανση βαίνει αυξανόμενη. Μάλιστα, οι αναλύσεις κατέδειξαν ότι ο ρυθμός με τον οποίο συμβαίνει αυτή η μεταβολή είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που καταγράφουν οι διαστημικοί αισθητήρες.

Σοβαρές οι επιπτώσεις της φωτορρύπανσης

Η αλόγιστη χρήση τεχνητού φωτός δεν γεννά απλώς συλλογισμούς σχετικά με την… απληστία που επικρατεί στους σύγχρονους πολιτισμούς, αλλά παράλληλα έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο για τον άνθρωπο όσο και για κάθε είδους βιολογικό οργανισμό. «Τα κακώς σχεδιασμένα ή εγκατεστημένα φώτα προκαλούν θάμβωση στους ανθρώπους, ενώ επίσης μπορούν να κάνουν τις παρακείμενες μη φωτισμένες περιοχές να φαίνονται σκοτεινές. Ετσι, με την προσθήκη λανθασμένου είδους φωτισμού, η νυχτερινή μας όραση μπορεί στην πραγματικότητα να χειροτερεύσει» εξηγεί στο ΒΗΜΑ-Science ο πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης, δρ Κρίστοφερ Κίμπα, συμπληρώνοντας ότι «τα αποδημητικά πουλιά έλκονται από τις φωτισμένες προσόψεις των κτιρίων και συχνά σκοτώνονται σε συγκρούσεις με αυτά τα κτίρια, ιδιαίτερα όταν υπάρχει κακοκαιρία. Επίσης, όταν εγκαθίστανται φώτα σε φυσικές περιοχές, τα φυτά και τα ζώα επηρεάζονται από αυτά. Τα δέντρα, παραδείγματος χάριν, μπορούν να ανθίσουν πολύ νωρίς ή να κρατήσουν τα φύλλα πολύ αργά τον χειμώνα. Παράλληλα, όταν τα φώτα βρίσκονται κοντά σε νερό μπορούν να προσελκύσουν έναν μεγάλο αριθμό εντόμων. Αυτό έχει ως συνέπεια τα έντομα να απομακρύνονται από το αρχικό τους ενδιαίτημα, κάτι το οποίο επιδρά τόσο στον τροφικό ιστό της περιοχής όσο και στην αναπαραγωγή των ίδιων των εντόμων».

Στα επόμενα ερευνητικά τους βήματα, οι επιστήμονες θα επιχειρήσουν να διευρύνουν τη βάση των εθελοντών, κάτι το οποίο θα τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν πιο λεπτομερείς αναλύσεις. «Εάν αυξηθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων, θα μπορέσουμε να εξετάσουμε σε ποιες περιοχές η μεταβολή είναι ταχύτερη ή βραδύτερη σε σχέση με τον μέσο όρο που έχουμε υπολογίσει» εξηγεί ο ερευνητής. «Αυτό θα μας επιτρέψει αρχικά να ανακαλύψουμε σε ποια μέρη παρατηρείται το φαινόμενο πιο έντονα, κι έπειτα να προσδιορίσουμε ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες αυτών των περιοχών σε σχέση με τις περιοχές όπου δεν υπάρχει έντονη φωτορρύπανση».

Μέτρα αντιμετώπισης

Τα καινούργια ευρήματα δίνουν στο πρόβλημα της φωτορρύπανσης καινούργιες διαστάσεις. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί όμως αυτό το φαινόμενο, δεδομένου ότι στις σύγχρονες πόλεις κυριαρχεί το τεχνητό φως; «Το θέμα θα πρέπει να απασχολήσει τους ερευνητές οι οποίοι μελετούν την αστική ανάπτυξη» απαντά στο ΒΗΜΑ-Science ο δρ Κρίστοφερ Κίμπα. «Μερικά από τα μέτρα τα οποία είναι γνωστό ότι αποτρέπουν τη φωτορρύπανση είναι να χρησιμοποιούμε το φως μόνον όταν και όπου είναι απαραίτητο, να χρησιμοποιούμε μόνο την ποσότητα φωτός που χρειάζεται για να βλέπουμε, και να αποφεύγουμε τον φωτισμό που είναι πολύ ψυχρός λευκός ή βασίζεται στο υπέρυθρο φως. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν παρακολουθούμε προσεκτικά τη φωτορρύπανση και αν δεν τη θεωρήσουμε ένα πρόβλημα για το οποίο αξίζει να αναλάβουμε δράση, αυτή δεν θα εξαφανιστεί από μόνη της».