Και όμως, παρά τις οφθαλμοφανείς διαφορές τους, υπάρχει κάτι κοινό στην αντίληψη για την πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Στέφανου Κασσελάκη.
Είναι η αναγνώριση της πυγμής, και όχι της πειθούς, ως νομιμοποιητικής βάσης της εξουσίας τους. Το πολύ αμερικανικό «ο νικητής τα παίρνει όλα», που είναι παράταιρο με το πλέγμα δικαιωμάτων της μειοψηφίας το οποίο προσφέρει την ασφάλεια της δικαιοσύνης στη δική μας δημοκρατία. Ο νικητής δεν είναι ασύδοτος, οφείλει να σέβεται τους κανόνες, να λογοδοτεί, να μην κρύβεται πίσω από το αποτέλεσμα της κάλπης.
«Εμείς πήραμε 41%, εσείς 17% και εσείς 12%»
Ασφαλώς, και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί δηλώνουν υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των λιγότερο ισχυρών και των μειοψηφιών. Ομως, όσο και αν έχουν καλλιεργήσει τις ευαισθησίες τους, όσο και αν οι επικοινωνιακές οχυρώσεις τους τούς αποτρέπουν από επικίνδυνα ολισθήματα, το αίσθημα υπεροχής του ισχυρού θα κυλήσει σαν ρυάκι μέσα από τον βράχο μόλις βρει διέξοδο.
Για τον κ. Μητσοτάκη αυτό συνέβη στις αρχές του μήνα στη Βουλή, όταν είπε στον Σωκράτη Φάμελλο «τα ίδια λέγατε πριν τις εκλογές και η ΝΔ πήρε 41%, εσείς πήρατε 17% και εσείς 12%» – το τελευταίο αφορούσε τον Νίκο Ανδρουλάκη.
«Τα ίδια» ή «το τροπάρι» της αντιπολίτευσης, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, ήταν το σκάνδαλο των υποκλοπών και ό,τι άλλο του φόρτωναν οι άλλοι αρχηγοί. Ολα κρίθηκαν στις εκλογές, η κυβέρνηση καθάρισε στην κάλπη από κάθε ευθύνη και κάθε στίγμα και με την άνεση του 41% ο κ. Μητσοτάκης προέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ να διευρύνουν την γκάμα της κριτικής τους.
Η επίδειξη αλαζονείας προς τον πολιτικό αντίπαλο δεν είναι καινοφανής. Ο Κώστας Καραμανλής υποτιμούσε εμφανώς τον Γιώργο Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετώπιζε ισοπεδωτικά τον Αντώνη Σαμαρά και τον Ευάγγελο Βενιζέλο και επιχειρούσε να γελοιοποιήσει τον σημερινό πρωθυπουργό, που τότε ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παρότι όλοι πλήρωσαν ακριβά αυτή τη στάση, ο κ. Μητσοτάκης αντί κάτι να διδαχθεί συνεχίζει την κακή παράδοση. Προτρέπει τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς να πηγαίνουν πιο μελετημένοι στη Βουλή, τους κατηγορεί ότι δεν ξέρουν τι λένε, η επιχειρηματολογία των Φάμελλου και Ανδρουλάκη του θυμίζει «κάτι εφήβους που αποκτούν τον πρώτο τους δίσκο και μη έχοντας τι άλλο να ακούσουν, ακούν συνεχώς το ίδιο πράγμα».
Η σοφή εξουσία του 41% και οι αδαείς «μικροί» της Βουλής που χρειάζεται να συνετιστούν ή να απονομιμοποιηθούν στα μάτια της κοινωνίας. Αν κάποιος διακρίνει έναν κάποιο αυταρχισμό στο αφήγημα κάτω από όλα τα επιδόματα, τα pass και τους συγκυριακούς μποναμάδες, προσβάλλει τις δημοκρατικές ευαισθησίες της κυβέρνησης. Ομως το ρυάκι της συγκεκριμένης αντίληψης φαίνεται ότι δεν μπορεί να συγκρατηθεί κάτω από τα ραντάρ των ευαίσθητων κεραιών της κοινωνίας, ενός τμήματός της τουλάχιστον.
Οι ευθύνες για την τραγωδία στα Τέμπη
Δεν είναι πολλές ημέρες που ο Αδωνις Γεωργιάδης δήλωσε ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τα Τέμπη. Η θύελλα που ξεσηκώθηκε τον υποχρέωσε να ζητήσει συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων του αδιανόητου δυστυχήματος και να ανασκευάσει εξηγώντας ότι αυτό που εννοούσε ήταν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον πολιτικό καβγά στη Βουλή σχετικά με τη σύσταση Εξεταστικής ή Προανακριτικής Επιτροπής. Θα μπορούσε να είναι μια συγχωρητέα γκάφα του πολυπράγμονος υπουργού Εργασίας, μόνο που πριν από λίγες ημέρες κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο Μάκης Βορίδης απέρριψε εκ μέρους της κυβέρνησης την πρόταση του ΠαΣοΚ για Προανακριτική Επιτροπή σπεύδοντας να προεξοφλήσει ότι δεν υπάρχουν ποινικές ευθύνες στην τραγωδία των Τεμπών. Μάλλον τις «έσβησε» και αυτές το εκλογικό αποτέλεσμα.
Αν κάποιος δεν ακολουθήσει τη λογική της πυγμής αλλά την κοινή λογική θα καταλήξει σε περίεργες απορίες. Αν η αντιπολίτευση και ειδικά η αξιωματική είχε μεγαλύτερα ποσοστά, θα διατηρούνταν οι κυβερνητικές και ενδεχομένως οι ποινικές ευθύνες για τις υποκλοπές και τα Τέμπη; Δηλαδή, οι ποινικές ευθύνες των υπουργών συναρτώνται από το αποτέλεσμα των εκλογών και όχι από τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους; Πώς υπουργοί προδικάζουν το αποτέλεσμα της έρευνας της Δικαιοσύνης όταν οι ίδιοι διατυμπανίζουν τον σεβασμό τους στην αυτονομία της;
Τι να σκεφτεί ο πολίτης όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός διερωτάται στη συνέντευξη που έδωσε στον ΣΚΑΪ για το εξής «λογικό άλμα»: «Υπάρχει και ένα ερώτημα. Η σύμβαση 717 δεν είχε υλοποιηθεί και υπήρχαν πραγματικά προβλήματα στην υλοποίησή της. Αν δεν είχε γίνει το δυστύχημα, η τραγωδία των Τεμπών, θα γινόταν αυτή η προκαταρκτική; Από τη στιγμή που δεν είχε γίνει πριν και γίνεται τώρα, σημαίνει ότι στο μυαλό κάποιου υπάρχει μια άμεση σύνδεση μεταξύ τής μη ολοκλήρωσης της 717 και του θανάτου 57 ατόμων. Αυτό είναι πολύ μεγάλο άλμα για να το δεχτούμε». Η Δικαιοσύνη μάλλον έχει άλλη άποψη, γι’ αυτό η δικογραφία που αφορά τη σύμβαση 717 διαβιβάστηκε αμελλητί στη Βουλή, λόγω του νόμου περί ευθύνης υπουργών και της αναφοράς των ονομάτων των Χρήστου Σπίρτζη και Κώστα Αχ. Καραμανλή στο τέλος του περασμένου Ιουνίου από το ελληνικό γραφείο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Αρχηγός του λαού και όχι του ΣΥΡΙΖΑ
Με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει ο κ. Μητσοτάκης την αντιπολίτευση, διαχειρίζεται την εσωκομματική του αντιπολίτευση ο κ. Κασσελάκης. Είναι αλήθεια ότι η κριτική που του ασκήθηκε ξέφυγε από την πολιτική ή την ιδεολογική αντιπαράθεση και έλαβε χαρακτηριστικά προσωπικής βεντέτας. Και εκείνος, όμως, επέλεξε κατευθείαν τη μετωπική σύγκρουση. Μετέτρεψε σε όπλο το άρθρο 24 του καταστατικού του κόμματος για τα εσωτερικά δημοψηφίσματα, το οποίο ορίζει ότι «σοβαρά ζητήματα της πολιτικής και της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να αντιμετωπιστούν με προσφυγή στη θέληση των μελών του», ώστε με την προσφυγή στον λαό να εξαλείψει τις αντίθετες φωνές.
Η βάση του κόμματος ως πειθαρχικό όργανο ή ως δικαστήριο για όσους ασκούν κριτική, έστω και εκτός ορίων, επειδή ο νέος πρόεδρος δεν ελέγχει τα όργανα του κόμματος και γιατί στο μυαλό του είναι ο αρχηγός του λαού του και όχι ενός κόμματος με όργανα και διαδικασίες. Αναμενόμενη συνέχεια η ρετσινιά, «δεν μπορώ να φανταστώ ότι 50 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο αυτοί οι αξιόλογοι άνθρωποι θα γίνουν αποστάτες» δήλωσε προσπαθώντας να κρατήσει εντός του ΣΥΡΙΖΑ την ομάδα Αχτσιόλου ή αν δεν το καταφέρει, να της φορτώσει την ευθύνη της διάλυσης.
Οι κ.κ. Μητσοτάκης και Κασσελάκης αντιμετωπίζουν και τα κόμματά τους με ανάλογο τρόπο. Ο πρώτος το έχει υπό τον απόλυτο έλεγχό του με την εξουσία του πρωθυπουργού και ο δεύτερος προσπαθεί να πετύχει το ίδιο θέτοντάς το ως προϋπόθεση για να γίνει πρωθυπουργός, αλλά στο μεταξύ γίνεται αρχηγός του τρίτου κόμματος στις δημοσκοπήσεις.
Η δημοκρατία απαιτεί επιδέξιους χειριστές, η επίδειξη πυγμής απλώς ωμή επιβολή, και πάντως οι εκλογές δεν συνοδεύονται από λευκή επιταγή για κανέναν, όσο μεγάλες και αν είναι οι εκλογικές του επιδόσεις. Διαφορετικά το πολίτευμα θα είναι μια κατ’ επίφαση δημοκρατία με χαρακτηριστικά μοναρχίας.