Η επιλογή του κ. Κ. Τασούλα ως υποψηφίου νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν επαναφέρει απλά αυτή την πολυσήμαντη διαδικασία της ανάδειξης του πρώτου πολίτη της χώρας στις αρχές της Μεταπολίτευσης, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε έναν πρώην υπουργό των κυβερνήσεων της ΕΡΕ, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εμπεριέχει σειρά πολιτικών ζητημάτων, τα οποία αργά ή γρήγορα θα αναδειχθούν στην πορεία ως τις εθνικές εκλογές.
Είναι βέβαιο ότι η αποφασιστική κίνηση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη να επιλέξει τον κ. Τασούλα για τη θέση αυτή, είναι προϊόν βαθιάς μελέτης δημοσκοπικών ευρημάτων, σύμφωνα με τα οποία η παρατεταμένη «πασοκοποίηση» των κυβερνήσεών του, ρευστοποιεί δραματικά τον σκληρό πυρήνα της συντηρητικής παρατάξεως.
Οι απώλειες που ως φαίνεται έχει προς τα πέραν της Νέας Δημοκρατίας κόμματα η κυβερνώσα παράταξη, πιθανότατα είναι μεγαλύτερες από αυτές που καταγράφουν οι μάλλον ευνοϊκές προς την κυβέρνηση «δημόσιες» δημοσκοπήσεις.
Το προφανές είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος τελεί εν γνώσει των μετακινήσεων αυτών, προέβη σε μια πρωτοβουλία, αυτή της επιλογής Τασούλα, η οποία στέλνει ισχυρό, και ηχηρό, μήνυμα στο εσωτερικό του κόμματος. Στοχεύει, είναι φανερό, στον περιορισμό ή και στην ανακοπή αυτών των διαρροών.
Διότι δεν είναι μόνο η επιλογή του απερχόμενου Προέδρου της Βουλής η οποία σηματοδοτεί την ουσιαστική επιστροφή Μητσοτάκη στις «ρίζες» της παράταξης.
Είναι και η εκ του αντιθέτου μη επιλογή ενός κορυφαίου, σημαντικότατου στελέχους της Κεντροαριστεράς, του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου. Κλείνοντας τα αφτιά στις ισχυρές παραινέσεις που δέχθηκε ακόμη και από σημαίνοντα στελέχη της ΝΔ και της κυβερνήσεως.
Και το έπραξε παρότι γνώριζε, και γνωρίζει, καλά ότι ο κ. Βενιζέλος θα ήταν η ιδανική επιλογή για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς πέραν των αναμφισβήτητων προσόντων και της επιστημονικής οντότητας που διαθέτει, ήταν μια λύση η οποία θα επανέφερε την πολιτική στο προσκήνιο. Κι όμως γύρισε την πλάτη στο προφανές για να προσχωρήσει στην ιδέα μιας ασφαλούς επιλογής, όπως αυτή που συνιστά ο κ. Τασούλας.
Θα του βγει; Θα επιτύχει τον στόχο να πείσει τον σκληρό πυρήνα της συντηρητικής παρατάξεως; Απ’ ό,τι φάνηκε ήδη από την πρώτη στιγμή, δεν είναι αυτή μια εύκολη υπόθεση.
Κατά πολλούς η απόφαση του κ. Μητσοτάκη είναι κίνηση σοβαρού ρίσκου καθώς είναι διακριτοί σοβαροί πολιτικοί κίνδυνοι γι’ αυτόν. Διότι δεν είναι μόνο ότι με την επιλογή που έκανε διέγραψε και ακύρωσε το «εθιμικό» δίκαιο που επιβάλλει Πρόεδρο από την αντίπερα «όχθη», ως εγγυητή της συναίνεσης και της συνεκτικότητας που επιβάλλουν οι στιγμές.
Είναι και το ότι η καταστροφή του πλαισίου του «εθιμικού» δικαίου μοιάζει να συμπαρασύρει και τις γέφυρες με το Κέντρο. Αυτό που έως τώρα έδωσε τρεις-τέσσερις εκλογικές νίκες στον κ. Μητσοτάκη (δύο σε εθνικές εκλογές και δύο σε ευρωεκλογές), καθιστώντας τον απόλυτο κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού.
Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει μετά τα όσα εκτέθηκαν είναι αν αξίζει τον κόπο η επαναφορά του στην κοίτη της Δεξιάς, για χάρη της προεδρικής εκλογής. Αν στη σχέση κόστους – οφέλους η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της εγκατάλειψης των εκσυγχρονιστικών-μεταρρυθμιστικών χαρακτηριστικών που εμφάνιζε έως τώρα ο ίδιος προσωπικά, προκειμένου να πείσει «το εκκρεμές του Κέντρου», το οποίο δίνει και τις κυβερνήσεις της χώρας, ότι συγκυριακά ηγείται της ΝΔ.
Στην πραγματικότητα είναι ένας κεντρώος. Οχι ένας ακόμη ηγέτης της Δεξιάς. Πιθανόν σήμερα να είναι νωρίς να απαντηθεί το ερώτημα. Ενδεχομένως να μην απαντηθεί καν πριν στηθούν οι κάλπες. Αλλά, θα το επαναλάβω, εντυπωσιάζει η αποφασιστικότητα του κ. Μητσοτάκη να πατήσει το κουμπί της ρήξης με το πολιτικό κέντρο.
Πιθανότατα να αισθάνεται ότι αυτή την ώρα εκείνο που προέχει είναι να αποκαταστήσει την ισορροπία στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα και μέσω αυτής τη διαταραγμένη σχέση του με το πιο συντηρητικό κομμάτι των ψηφοφόρων της ΝΔ. Πράγμα, που λογικά θα επιβεβαιωθεί με την ανάδειξη του κ. Νικήτα Κακλαμάνη ως νέου Προέδρου της Βουλής. Ωστόσο, πιστεύω, το μήνυμα θα γίνει ισχυρότερο στον προσεχή ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Θα συμπεριλάβει, είναι βέβαιο, στελέχη στα οποία έχουν σημείο αναφοράς οι ψηφοφόροι που προαναφέρθηκαν.
Οσο για το αν με αυτές τις κινήσεις θα διευρυνθεί το χάσμα που άνοιξε με τους κεντρώους ψηφοφόρους η μη επιλογή Βενιζέλου, αυτό επί του παρόντος δεν δείχνει να τον απασχολεί. Θεωρεί πως ως το ’27, έχει όλο τον χρόνο μπροστά του να αποκαταστήσει τη σχέση. Λογικό. Αλλωστε, όπως είναι γνωστό, κανείς δεν πέθανε από την ελπίδα…